Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Οδοιπορικό στην Καμπούλ: οι δύο παράλληλοι κόσμοι της πρωτεύουσας του Αφγανιστάν

Η Ντομινίκα Σπυράτου περνά 6 μέρες στην "αποτυχημένη πόλη"

Οδοιπορικό στην Καμπούλ: οι δύο παράλληλοι κόσμοι της πρωτεύουσας του Αφγανιστάν

Το αεροπλάνο προσγειώνεται κι έχει έρθει η ώρα να κρύψω τα μαλλιά μου κάτω από το μαύρο αφγανικό μαντίλι που έχω δανειστεί για τις ανάγκες του ταξιδιού. Ακολουθώ τους συνεπιβάτες μου μέχρι το χώρο ελέγχου διαβατηρίων· απο κεί και πέρα ο καθένας θα δώσει τη δική του μάχη για την ανεύρεση των αποσκεύων του και την έξοδό του απο το αεροδρόμιο. Είμαι μόνη κι ανυπομονώ να χτυπήσει το τηλέφωνο για να μάθω πώς θα φύγω, το κανόνιζα για μέρες αλλά ακόμα με αγχώνει. Σκοπεύω να περάσω τις επόμενες έξι μέρες στην Καμπούλ και παρά τη μικρή διάρκεια της επίσκεψης να «ζήσω» την πόλη κάτι που δεν επιτρέπεται στην πλειοψηφία των ξένων που μένουν και εργάζονται εδώ. Ευτυχώς, γνωρίζω κάποιον που ακόμα μπορεί να κυκλοφορεί (περίπου) ελεύθερα.
 

Τον περασμένο Σεπτέμβρη ο Άσραφ Γκάνι ψηφίζεται πρόεδρος του Αφγανιστάν μετά από δύο γύρους εκλογών κι αρκετές καθυστερήσεις λόγω καταγγελιών για νοθεία. Θα αναγκαστεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τον εκλογικό του αντίπαλο Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ και υπόσχεται να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα, μεταξύ των οποίων την άσχημη οικονομική κατάσταση, τη διαφθορά και φυσικά την ασφάλεια των πολιτών ενός «αποτυχημένου κράτους». Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα τα πράγματα δε φαίνεται να πηγαίνουν και τόσο καλά. Χρειάστηκαν έξι μήνες για να διοριστεί υπουργικό συμβούλιο και μόλις πρόσφατα ξεκίνησε η διαδικασία εκλογής επαρχιακών κυβερνητών. Οι διαφωνίες εντός της κυβέρνησης έχουν κουράσει τον κόσμο, ο οποίος δεν έχει δει μέχρι τώρα τις αλλαγές που του έχουν τάξει. Κι όλα αυτά την ίδια περίοδο που οι νατοϊκές δυνάμεις εγκαταλείπουν τη χώρα, ύστερα απο δέκα χρόνια παραμονής σε αυτήν, αφήνοντας έτσι την ευθύνη της προστασίας των πολιτών στις εθνικές δυνάμεις ασφαλείας.

Από το 2001 άρχισαν να φτάνουν πολλοί ξένοι στην Καμπούλ, οι οποίοι ζουν σε ένα δικό τους κόσμο, με τα δικά του προβλήματα. Οι ξένοι που ήρθαν για να δουλέψουν είτε για τον στρατό είτε σε διεθνείς οργανισμούς φρόντιζαν να απολαμβάνουν στη νέα τους χώρα τις ίδιες ανέσεις που είχαν πίσω στα σπίτια τους. Απο τότε, οι επιθέσεις εναντίον τους αυξήθηκαν, τέτοιου είδους δραστηριότητες περιορίστηκαν, και μαζί τους η ελευθερία κυκλοφορίας γενικότερα.

Έχουμε απομακρυνθεί απο το αεροδρόμιο κι οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι απο τη βροχή που μόλις είχε σταματήσει. Είμαστε τυχεροί γιατί δεν έχει κίνηση, και τα αμάξια -σχεδόν όλα παλιά ανθεκτικά Toyota Corolla- προσπαθούν να αποφύγουν τις λακκούβες που κρύβονται κάτω απο τα λασπόνερα. Πολλοί δρόμοι στην πρωτεύουσα δεν είναι ασφαλτωμένοι με αποτέλεσμα να υπάρχει σκόνη παντού και σε συνδυασμό με το καυσαέριο δημιουργούν ένα σχεδόν μόνιμο νέφος πάνω απο την πόλη. Τα δυστυχήματα είναι συχνά, φαινόμενο που οφείλεται και στην παράλογα απρόσεκτη οδήγηση, ικανή να σου κόψει την ανάσα. Αυτά όμως δεν είναι τα μόνα προβλήματα. Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος δε διαρκεί παρά μόνο λίγες ώρες τη μέρα ενώ για τις υπόλοιπες ο κόσμος χρησιμοποιεί γεννήτριες, όσοι έχουν δηλαδή την οικονομική άνεση να αγοράσουν μία και μαζί το πετρέλαιο που χρειάζεται για να λειτουργήσει. Η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται και είναι το πρώτο πράγμα για το οποίο θέλουν να μου μιλήσουν όλοι, απο τον ταξιτζή, φοιτητή δημοσιογραφίας, τον νεαρό πτυχιούχο σερβιτόρο στο οικογενειακό εστιατόριο της γειτονιάς που θα μείνω έως τον επικεφαλής προσωπικού του αναπληρωτή προέδρου της κυβέρνησης.

Η Καμπούλ όπως φαίνεται απο έναν απο τους λόφους της

Πολλοί είναι και οι νέοι που εγκαταλείπουν τη χώρα. «Το μεγάλο πρόβλημα είναι οτι οι απόφοιτοί μας φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά» μου λέει με απογοήτευση ο πρόεδρος του Αμερικάνικου πανεπιστημίου όταν με ξεναγεί στην πανεπιστημιούπολη που μοιάζει με φρούριο απ'έξω, όπως και τα περισσότερα κτήρια που ζουν και εργάζονται ξένοι. Για να μπεί κάποιος μέσα πρέπει να περάσει απο αρκετούς ελέγχους ασφαλείας αλλά οι φοιτητές φαίνονται να είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα. Εξάλλου συμβαίνει σχεδόν παντού. Η είσοδος στα μεγάλα διεθνή ξενοδοχεία ή εστιατόρια επιτρέπεται σε λίγους ντόπιους όμως σχεδόν σε όλους τους ξένους με την επίδειξη διαβατηρίου και ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο. Παρ' όλα αυτά, δολοφονικές επιθέσεις σε τέτοιους χώρους συνεχίζουν να συμβαίνουν τακτικά.

Η λίμνη Κάργκα στα προάστια της Καμπούλ.

Τα πράγματα δε διαφέρουν πολύ και στους ελέγχους στους δρόμους. Κι ενώ ο σωματικός έλεγχος των ανδρών μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, δεν ισχύει το ίδιο για τις γυναίκες που θα πρέπει πρώτα να κρυφτούν σε κάποιον κλειστό χώρο ή να ζητηθεί από όλους τους άνδρες να απομακρυνθούν, όπως έκαναν οι τέσσερις συνεπιβάτες μου προκειμένου να με ελέγξουν μέσα στο αυτοκίνητο μια μέρα που ταξιδεύαμε προς την κοιλάδα Παντζίρ. Αν πάλι δεν υπάρχει γυναίκα υπάλληλος, συχνό φαινόμενο στους μη ιδιωτικούς χώρους, τότε ο έλεγχος ισχύει μόνο για τους άνδρες, κάτι που μάλλον δε συνάδει με τον σκοπό της πρακτικής αν και ομολογουμένως δεν υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες στους αυτοκινητόδρομους.

Η βία κατά των γυναικών, ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα στη χώρα, κυριαρχεί στις συζητήσεις τις μέρες που είμαι εκεί εξαιτίας της πρόσφατης δολοφονίας της 27χρονης Φαρκούντα Μαλικζάντα με την ψευδή κατηγορία ότι έκαψε το κοράνι. Εξαγριωμένο πλήθος ξυλοκόπησε τη γυναίκα και στη συνέχεια έκαψε και πέταξε στο ποτάμι το πτώμα της με τους αστυνομικούς να παρακολουθούν αδιάφοροι παραδίπλα. Εκατοντάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους όλης της χώρας να διαδηλώσουν, ενώ η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και το ζήτημα των γυναικείων δικαιωμάτων επανήλθε στο προσκήνιο. Ο 20χρονος οδηγός μας, εξοργισμένος, όπως κι όλη η κοινή γνώμη, μας δείχνει το τζαμί Σαχ-ντου-Σαμσάιρα όπου έγινε η δολοφονία και σταματάει λίγο πιο κάτω, εκεί όπου το πλήθος πέταξε το πτώμα στο ποτάμι και τώρα υπάρχουν λουλούδια και μηνύματα. Του είναι αδύνατο να καταλάβει πώς οι συμπολίτες του επέτρεψαν να συμβεί τέτοιο έγκλημα και μου λέει αρκετές φορές πως «τις γυναίκες πρέπει να τις σεβόμαστε». Αναρωτιέμαι αν οι ένοχοι είναι οι ίδιοι άντρες που γνώριζα στο ταξίδι μου, αυτοί που δεν τολμούσαν να με πλησιάσουν ή να με κοιτάξουν καν στα μάτια στις αγορές, να κάτσουν δίπλα μου στο αυτοκίνητο στις εκδρομές, να μείνουν στο ίδιο δωμάτιο όταν έβγαζα το μαντίλι μου στο σπίτι. Κι αν είναι άλλοι, πώς γίνεται να 'ναι τόσο διαφορετικοί και να συνυπάρχουν στην ίδια κοινωνία;

Τη λίμνη Κάργκα επισκέπτονται οικογένειες για ιππασία, μεσημεριανό και χαλάρωση.

Παράλληλα όμως με τους Αφγανούς και τα προβλήματά τους, από το 2001 άρχισαν να φτάνουν πολλοί ξένοι στην Καμπούλ, οι οποίοι ζουν σε ένα δικό τους κόσμο, με τα δικά του προβλήματα. Μέχρι τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, γεύματα σε ακριβά διεθνή εστιατόρια και πάρτι σε πολυτελή ξενοδοχεία και πρεσβείες με άφθονο αλκοόλ και βουτιές σε πισίνες ήταν προγραμματισμένα για κάθε σαββατοκύριακο. Οι ξένοι που ήρθαν για να δουλέψουν είτε για τον στρατό είτε σε διεθνείς οργανισμούς φρόντιζαν να απολαμβάνουν στη νέα τους χώρα τις ίδιες ανέσεις που είχαν πίσω στα σπίτια τους. Απο τότε, οι επιθέσεις εναντίον τους αυξήθηκαν, τέτοιου είδους δραστηριότητες περιορίστηκαν, και μαζί τους η ελευθερία κυκλοφορίας γενικότερα. Φρουροί και θωρακισμένα αμάξια με κρυμμένες πινακίδες τους συνοδεύουν πλέον παντού, όταν φυσικά τους επιτρέπεται να φύγουν απο τα σπίτια-φρούρια που μένουν, δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση μιας μόνιμης απειλής. Κι όσο οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών προστασίας πλουτίζουν απ' αυτή την κατάσταση, τόσο τα πολυτελή αυτοκίνητα και το προσωπικό τους γίνονται στόχοι επιθέσεων.

Παρ' όλα αυτά οι διεθνείς οργανισμοί δε φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να αναθεωρήσουν τις τακτικές τους, αντιθέτως, εφαρμόζουν όλο και πιο αυστηρούς κανόνες «διαχείρισης κινδύνου» γνωρίζοντας καλά ότι αυτή η κατάσταση προκαλεί άγχος και εκνευρισμό στους υπαλλήλους, πολλές φορές μέχρι και μειωμένη παραγωγικότητα ή κατάθλιψη. Προσπαθούν να τους ανταμείψουν με συχνές άδειες και μικρής διάρκειας αποστολές μόνο που έτσι οι εργαζόμενοι χάνουν επαφή με την πραγματικότητα με την οποία καλούνται να ασχοληθούν και η παρουσία τους στη χώρα γίνεται άσκοπη. «Η «φυλάκιση» στα σπίτια για λόγους ασφαλείας μπορεί μερικές φορές να κρατήσει και βδομάδες», μου λέει μια κοπέλα φανερά εκνευρισμένη σε ένα πάρτι διπλωματικής αποστολής όπου μπήκαμε μόνο όσοι είμασταν στη λίστα προσκεκλημένων. Όσο το πλήθος πίνει και χορεύει ασταμάτητα εκείνη συνεχίζει λέγοντας «Δε μου επιτρέπουν να πάω στα μέρη για τα οποία κάνω έρευνα, πώς είναι δυνατόν να κάνω τη δουλειά μου σωστά έτσι;». Δουλεύει σε έναν απο τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς που βοηθάνε στην ανάπτυξη της χώρας κι η ερευνά της περιορίζεται σε πληροφορίες που θα της μεταδώσουν ντόπιοι που ζουν στην εν λόγω περιοχή και με τους οποίους συνεργάζεται η ομάδα της. Η κοπέλα, όπως και οι περισσότεροι καλεσμένοι του πάρτι, πρέπει να γυρίσει σπίτι πριν τα μεσάνυχτα, την επόμενη μέρα όμως θα έρθει μαζί μας εκδρομή στο Νταρουλαμάν, ένα από τα κατεστραμμένα πρώην παλάτια της πόλης. Την ρωτάω πώς έπεισε τον εργοδότη της να την αφήσει να έρθει χωρίς φρουρό και να κυκλοφορεί όλη μέρα με ένα παλιό αμάξι χωρίς επαγγελματία οδηγό. «Δε με άφησαν, το 'σκασα...» μου απαντάει και μου εξηγεί πως φυσικά ρισκάρει έτσι να χάσει τη δουλειά της και μαζί της να απολυθεί κι ο Αφγανός οδηγός της.

Ο ζωολογικός κήπος της Καμπούλ κάποτε φιλοξενούσε περισσότερα ζώα τα οποία όμως κλάπηκαν για να φαγωθούν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκεί ζει το μοναδικό γουρούνι σε ολόκληρη τη χώρα το οποίο τραβάει τα βλέματα όλων των επισκεπτών.

Στις 25 Απριλίου οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν την έναρξη των εαρινών τους επιθέσεων. Από τότε στην Καμπούλ έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους 17 πολίτες, τρεις από επίθεση αυτοκτονίας σε δρόμο κοντά στο αεροδρόμιο κι άλλοι 14, στην πλειοψηφία τους ξένοι, από επίθεση σε ξενοδοχείο λίγες μέρες νωρίτερα. Την ίδια στιγμή στην πόλη Τζαλαλαμπάντ της επαρχίας Νανγκαρχάρ το Ισλαμικός Κράτος αναλαμβάνει για πρώτη φορά ευθύνη για επίθεση αυτοκτονίας που άφησε 35 άτομα νεκρά . «Η παρουσία του Ισλαμικού Κράτους αυξάνεται όλο και περισσότερο στο ανατολικό Αφγανιστάν. Προσφέρει καλύτερους μισθούς απ' ό,τι οι Ταλιμπάν» μου εξηγεί σύμβουλος μεγάλης Γερμανικής εταιρείας. Τις επιθέσεις των δύο αυτών ομάδων, που πρόσφατα κήρυξαν τζιχάντ η μία εναντίον της άλλης, καλούνται να αντιμετωπίσουν με επιτυχία οι ανεπαρκώς εξοπλισμένες Αφγανικές δυνάμεις. Αν θα τα καταφέρουν θα φανεί στο μέλλον, μέχρι τώρα όμως όλα δείχνουν πως δεν είναι έτοιμες για κάτι τέτοιο.

Αλλά ενώ το θέμα της (ανα)ασφάλειας απασχολεί μονίμως τους ξένους της πόλης -ορισμένες φορές σε σημείο παράνοιας- και ταυτόχρονα τους αποστασιοποιεί απο την κοινωνία που ζουν και εργάζονται, για τους Αφγανούς φαίνεται να προέχει η καθημερινότητά τους. Ίσως να φταίει το ότι οι νέοι δεν ξέρουν πώς είναι να ζούν χωρίς αυτήν ενώ οι μεγάλοι το 'χουν μάλλον ξεχάσει. Άλλωστε δεν είναι οι επιθέσεις που σκοτώνουν τους περισσότερους πολίτες αλλά τα αυτοκινητικά ατυχήματα, η διαρροή γκαζιού και η φτώχεια γενικότερα.

Τη μέρα που φεύγω απο τη Καμπούλ ο ουρανός είναι καθαρός και μπορώ επιτέλους να διακρίνω τα πανέμορφα βουνά που περιτριγυρίζουν την πόλη. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο βλέπω το ένα από τα δύο Αμερικάνικα ζέπελιν που κατασκοπεύουν τη ζωή στην πρωτεύουσα και θυμίζουν στον κόσμο ότι οι ξένες δυνάμεις βρίσκονται ακόμα εδώ. Μακροχρόνιος, ξεχασμένος, ατελείωτος, εμφύλιος, αντι-τρομοκρατικός· σίγουρα μπορώ να βρω πολλά επίθετα για να χαρακτηρίσω τον πόλεμο του Αφγανιστάν. Κι όμως, όταν προσπαθώ να περιγράψω τον κόσμο που τον έχει ζήσει, τη ζεστασιά και τη φιλοξενία του και την τεράστια υπομονή του, μου λείπουν λέξεις. Λίγες μέρες αργότερα, θα βρεθώ στο ασφαλές Ομάν και θα λάβω μήνυμα από μια φίλη που έχει μόλις δει τις φωτογραφίες μου απο το ταξίδι. «Ζηλεύω αφάνταστα!» μου γράφει. «Έχω πάει αρκετές φορές (για δουλειά) αλλά ποτέ δε με άφησαν να αναπνεύσω καθαρό αέρα. Πές μου κι άλλα για την Καμπούλ!»

Το τζαμί Σαχ-ντου-Σαμσάιρα, δίπλα στον ποταμό Καμπούλ όπου πλήθος σκότωσε την Φαρκούντα Μαλικζάντα στις 19 Μαρτίου, 2015.
Μπουζκάσι, το βίαιο εθνικό άθλημα του Αφγανιστάν που παίζεται με κουφάρι κατσίκας. Φωτο: Florian Weigand
Παδιά που ζητιανεύουν στους δρόμους της Καμπούλ, συνοικία Νταρουλαμάν.
Το παλάτι Νταρουλαμάν, που σημαίνει «καταφύγιο της ειρήνης» χτίστηκε την δεκαετία του 1920 απο τον βασιλιά Αμανουλλάχ Χαν. Καταστράφηκε απο τους μουτζαχεντίν μετά το τέλος της σοβιετικής εισβολής και δεν έχει ανακαινιστεί απο τότε.
Τα ερείπια του παλατιού Ταζ Μπεη, χτισμένο 1.5 χιλιόμετρο απο το παλάτι Νταρουλαμάν για τη βασίλισσα Σοράγια. Το παλάτι βρίσκεται πάνω σε λόφο και είναι στόχος ελεύθερων σκοπευτών γι’ αυτό κανονικά η είσοδος σε αυτό απαγορεύεται.
Τα δύο κατεστραμμένα παλάτια κι αριστερά τους το καινούργιο κοινοβούλιο το οποίο προβλέπεται να ανοίξει εντός της χρονιάς. Πιθανόν η επίθεση των Ταλιμπάν στο παλιό κοινοβούλιο στις 22 Ιουνίου να επισπεύσει τις διαδικασίες.
Στάση για πρωινό στο δρόμο προς την κοιλάδα Παντζίρ .
Η δύσβατη κοιλάδα Παντζίρ στα βορειοανατολικά της χώρας .
Ο τάφος του Αχμάντ Σάχ Μασούντ, του αντιστασιακού ηγέτη που δολοφονήθηκε το 2001 απο την Αλ-Κάιντα.
Φωτογραφία του Μασούντ ο οποίος πολέμησε κατά των σοβιετικών δυνάμεων και κατά των Ταλιμπάν. Η κοιλάδα Παντζίρ, στην οποία δεν κατάφερε να κυριαρχήσει καμία απο τις δύο ομάδες, είναι η γενέτειρά του.
Ένα απο τα πολλά σκουριασμένα τάνκ στην κοιλάδα Παντζίρ, ενθύμιο της αποτυχίας των σοβιετικών να καταλάβουν την περιοχή.
«Χαλιά πολέμου» που απεικονίζουν την σκληρή ιστορία της χώρας μπορεί να αγοράσει κανείς απο το παζάρι της Τσίκεν στριτ (Chicken street) στην Καμπούλ.