Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Καλοπερασάκηδες χίψτερς δίχως σπίτι. Ε, και;

Η «καλή ζωή» εμποδίζει τους νέους από το να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι;

Καλοπερασάκηδες χίψτερς δίχως σπίτι. Ε, και;

Σε συνέντευξη του στην τηλεοπτική εκπομπή 60 minutes Australia ο Tim Gurner, ένας πολυεκατομμυριούχος κτηματομεσίτης ετών 35, κατηγόρησε τους νέους πως ποτέ δεν θα αποκτήσουν το δικό τους σπίτι επειδή προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματα τους σε ακριβούς καφέδες και γκουρμέ brunch αντί να αποταμιεύουν.

«Όταν προσπαθούσα να αγοράσω το πρώτο μου σπίτι δεν παράγγελνα τοστ με αβοκάντο των 19 δολαρίων, ούτε έπινα τέσσερις καφέδες των 4 δολαρίων κάθε μέρα» είπε, συγκρίνοντας τους με τον ομολογουμένως επιτυχημένο εαυτό του. Πριν σας φανεί υπέρογκο το ποσό των 4 αυστραλιανών δολαρίων θα ήθελα απλά να σας πω ότι αντιστοιχεί σε 2,6 ευρώ, δηλαδή είναι πάνω κάτω όσο θα πλήρωνε κάποιος και στην Ελλάδα.

«Ζούμε μία περίοδο όπου οι προσδοκίες των νέων είναι πολύ, πολύ υψηλές» προσέθεσε, «μιλάμε για μία νέα πραγματικότητα... πολλοί νέοι δεν πρόκειται ποτέ στην ζωή τους να ζήσουν σε ιδιόκτητο σπίτι». Όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν πιστεύει στ' αλήθεια πως οι νέοι δεν θα κατορθώσουν ποτέ να αγοράσουν το δικό τους σπίτι η απάντηση του ήταν «Φυσικά, όταν ξοδεύεις 40 δολάρια την ημέρα σε καφέδες και σάντουιτς και δεν δουλεύεις τι περιμένεις;».

Όσο ο βασικός μισθός για τους κάτω των 25 είναι οριακά υψηλότερος από το χαρτζιλίκι που παίρναμε κάποτε εμείς ενώ η απόλυση άνευ αποζημιώσεως συνεπάγεται κατά πάσα πιθανότητα επί μακρόν ανεργία, το να μπορείς να ευχαριστηθείς έναν ρημαδοκαφέ με τους φίλους σου και μια έξοδο με τον σύντροφο σου αξίζει περισσότερο από το φάντασμα μιας ευμάρειας που οι νέοι σήμερα δύσκολα πείθονται πως θα κατακτήσουν.

Η λογική αυτή, ότι δηλαδή οι νέοι ξοδεύουν τα λίγα χρήματα τους σε «πολυτέλειες» αντί να αποταμιεύουν για κάποιον απώτερο σημαντικό σκοπό όπως η αγορά κατοικίας, φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των ευκατάστατων ανθρώπων μιας κάποιας ηλικίας.

Το ίδιο λένε πολλοί και όχι απαραίτητα μεγιστάνες όπως ο Gurner, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ήταν η περυσινή τοποθέτηση του Ρεπουμπλικάνου μέλος του Κογκρέσου Jason Chaffetz, ο οποίος δήλωσε σχετικά με τις αλλαγές στην ασφάλιση για την υγεία πως «Ίσως αντί να αγοράσουν το καινούργιο iPhone που τους αρέσει και για το οποίο θέλουν να δώσουν εκατοντάδες δολάρια, θα έπρεπε να επενδύσουν στην υγειονομική τους περίθαλψη».

Η νοοτροπία αυτή δεν είναι ξένη και στην Ελλάδα. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ακούσει ανθρώπους οι οποίοι ανήκουν σε μεγαλύτερες γενιές να σχολιάζουν μια ηλιόλουστη καθημερινή σε κάποια πλατεία όπου νέοι απολαμβάνουν τον καφέ τους το ότι δεν εργάζονται αλλά θέλουν να «πίνουν καφέδες αραχτοί». Οι πιο πικρόχολοι μάλιστα προσθέτουν το απαραίτητο συνοδευτικό «αφού είναι χωρίς δουλειά που τα βρίσκουνε;» και την κλασική ατάκα «οι γονείς τους φταίνε».

Δικαιούνται όμως όλοι αυτοί να κουνάνε το δάχτυλο διδακτικά στους σημερινούς εικοσάρηδες και τριαντάρηδες; Η οικονομική άνεση και ασφάλεια των μεσήλικων οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις προσωπικές επιλογές και την σκληρή τους δουλειά ενώ η τεμπελιά, η φαντασίωση της hip ζωής και η ανευθυνότητα είναι πράγματι η πηγή κάθε κακού για τις οικονομικές δυσχέρειες των νέων;

Όλοι όσοι το πιστεύουν αυτό φαίνεται πως επιλέγουν να κλείσουν τα μάτια στην πραγματικότητα, μάλλον ηθελημένα. Γιατί η αλήθεια είναι πως οι προηγούμενες γενιές με τις επιλογές τους έχουν συμβάλλει τα μάλα στην κοινωνική και οικονομική ανισότητα με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι όσοι ξεκινούν σήμερα την επαγγελματική και οικογενειακή τους ζωή. Επίσης οι σημερινοί μεσήλικες επιλέγουν να ξεχνούν πως όταν εκείνοι ξεκίνησαν να σχεδιάζουν το μέλλον τους οι συνθήκες ήταν σχεδόν ιδανικές.

Μεταπολεμικά η παγκόσμια οικονομία γνώρισε μια διαρκή ανάπτυξη και στην αγορά εργασίας επικρατούσε μια σταθερότητα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι συλλογικές συμβάσεις εξασφάλιζαν αξιοπρεπείς μισθούς, προστασία από την αναίτια απόλυση και επέτρεπαν στους νεαρούς εργαζόμενους να προγραμματίσουν την ζωή τους κατά το δοκούν.

Επιπλέον στην Ευρώπη και την Ελλάδα η εργασία εξασφάλιζε και την βεβαιότητα πως σε περίπτωση προβλήματος υγείας δεν χρειαζόταν κανείς να πουλήσει τα υπάρχοντα του ώστε να έχει πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη. Η αποταμίευση ήταν πράγματι δυνατή ενώ τα στεγαστικά δάνεια για αγορά πρώτης κατοικίας δίνονταν απλόχερα και είχαν χαμηλά επιτόκια. 

Αν λοιπόν αξιολογήσουμε την μεγάλη βοήθεια που έλαβαν οι δύο προηγούμενες γενιές από την παγκόσμια οικονομική συγκυρία, την νομοθεσία που προστάτευε την απασχόληση, το ισχυρό κράτος πρόνοιας και τους θεσμούς που στήριξαν τους ίδιους και τις οικογένειες τους και τους επέτρεψαν να συγκεντρώσουν τον πλούτο που διαθέτουν ακόμα και σήμερα, γίνεται σαφές πως είναι απρεπές να επικρίνουν μια γενιά καταδικασμένη στην επισφάλεια.

Για να μην μιλήσουμε για την φαιδρότητα του να πιστεύεις πως κόβοντας τους δυο καφέδες την ημέρα και ένα καλό γεύμα με φίλους την εβδομάδα ή τον μήνα (γιατί στην Ελλάδα της κρίσης δεν ξέρω πόσοι εικοσάρηδες έχουν την δυνατότητα να το κάνουν αυτό πιο συχνά) θα εξοικονομήσεις αρκετά χρήματα ώστε να βάλεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου πριν τα 60.

Όσο ο βασικός μισθός για τους κάτω των 25 είναι οριακά υψηλότερος από το χαρτζιλίκι που παίρναμε κάποτε εμείς ενώ η απόλυση άνευ αποζημιώσεως συνεπάγεται κατά πάσα πιθανότητα επί μακρόν ανεργία, το να μπορείς να ευχαριστηθείς έναν ρημαδοκαφέ με τους φίλους σου και μια έξοδο με τον σύντροφο σου αξίζει περισσότερο από το φάντασμα μιας ευμάρειας που οι νέοι σήμερα δύσκολα πείθονται πως θα κατακτήσουν.