Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πώς να προστατεύσουμε την ανοιχτή κοινωνία, όσο η φρίκη θα θεριεύει

Αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη πρόκληση της γενιάς μας

Πώς να προστατεύσουμε την ανοιχτή κοινωνία, όσο η φρίκη θα θεριεύει

Κάθε μερικές εβδομάδες, κάποιος "μοναχικός λύκος" σκορπά τον τρόμο. Είτε επιβαίνει σε ένα μηχανοκίνητο όχημα βαρέως τύπου, είτε εξοπλίζεται με βομβιστικό μηχανισμό, και αποφασίζει συνειδητά να δώσει τέλος στη ζωή του. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και δεκάδων άλλων, τους οποίους συμπαρασύρει σε έναν τραγικό, άδικο χαμό. Ένα χαμό που καίει σαν φωτιά τόσο τους οικείους των θυμάτων, όσο και συδαυλίζει τα κατώτερα ένστικτα της κοινωνίας.

Άλλωστε, αυτός είναι ο σκοπός του τρόμου. Και οι τραγωδίες μοιάζουν πια να επαναλαμβάνονται σα να επιδιώκουν τη στατιστική προβλεψιμότητα, προς εμπέδωση του φόβου και του μίσους, εγκαθιδρύοντας μια νέα κανονικότητα, την οποία εύλογα αρνούμαστε να αποδεχθούμε, θεωρώντας την ως παροδική.

Πόσες ζωές, όμως, πρόκειται να χαθούν στο πέρας της; Για πόσο ακόμη η σχετική πλειοψηφία θα προβιβάζει προοδευτικές αξίες και ιδανικά, μη υποκύπτοντας σε ακραίες επιλογές τύπου Λε Πεν; Κατά πόσον εμπιστευόμαστε τις συλλογικές μας αντιστάσεις; Πράγματι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη πρόκληση της γενιάς μας: να προστατεύσουμε την ανοιχτή κοινωνία, όσο η φρίκη -είναι βέβαιο- θα θεριεύει. 

Δυστυχώς, η υπαναχώρηση του προοδευτισμού και της εξωστρέφειας των περασμένων δεκαετιών είναι πλέον εμφανής. Κοινωνικο-οικονομικές/πολιτικές συνθήκες που παλαιότερα θεωρούσαμε δεδομένες, αναιρούνται μία-μία, πριονίζοντας την κοινωνική συνοχή, την ασφάλεια, και την ευημερία. Ως αποτέλεσμα, η πόλωση, ο διχασμός, και ο φόβος βαίνουν επιδεινούμενα, με τις αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις να ρίχνουν λάδι στη φωτιά.

Σαλμάν Αμπέντι, o 22χρονος δράστης της αιματηρής βομβιστικής επίθεσης στο συναυλιακό χώρο του Μάντσεστερ.

Ο εκρηκτικός συνδυασμός που οδηγεί στη σιωπηλή ριζοσπαστικοποίηση και τη διάδοση της τρομοκρατίας, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι άλλος, και εντοπίζεται στη σύμπτωση δύο χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ενός περιθωριοποιημένου, και πιθανώς ψυχωτικού, ατόμου: "μοναχικός" και "λύκος".

Οι δεδομένες περιστάσεις, λοιπόν, θέτουν ένα καίριο ερώτημα και απαιτούν μια σοβαρή απάντηση, υποβεβλημένη από τη λογική, και όχι το θυμικό. Πώς οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τη φοβερή απειλή του τρόμου, όταν αυτή, συν τοις άλλοις, εξωθεί τις μάζες σε επικίνδυνες ατραπούς, εμπνευσμένες από τη ματωμένη δεκαετία του '40;

Για να εξετάσουμε τις επιλογές μας, θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά τις βαθιές, ριζικές αιτίες ενός εκ φύσεως απρόβλεπτου, και, ίσως, μη άμεσα αναχαιτίσιμου φαινομένου.

Κατ' αρχάς, κάθε σκεπτόμενος πολίτης που δε συνωστίζεται στα άκρα, αντιλαμβάνεται ότι ο εξτρεμισμός προκύπτει ως συνισταμένη αιτιών που δε σχετίζονται άμεσα με τη θρησκεία ή την κουλτούρα, και ούτε κατά διάνοια με την εθνική/φυλετική ταυτότητα. Στην πρώτη περίπτωση, θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε το φιλήσυχο/ειρηνικό 99.99% των ατόμων μιας δεδομένης θρησκείας/κουλτούρας, και στη δεύτερη δεν υφίσταται καν η έννοια αιτιακός παράγοντας - εκτός και αν ασπάζεστε θεωρίες περί φυλετικής ανωτερότητας, οπότε μη χάνετε το χρόνο σας διαβάζοντας αυτό το άρθρο.

Ο εκρηκτικός συνδυασμός που οδηγεί στη σιωπηλή ριζοσπαστικοποίηση και τη διάδοση της τρομοκρατίας, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι άλλος, και εντοπίζεται στη σύμπτωση δύο χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ενός περιθωριοποιημένου, και πιθανώς ψυχωτικού, ατόμου: "μοναχικός" και "λύκος". Δίχως, τη στρατολόγηση "μοναχικών λύκων" ο εξτρεμισμός Ισλαμικού, και οποιουδήποτε άλλου τύπου, δε θα είχε καμία επίδραση στην Ευρώπη, όπως και πουθενά αλλού. Εάν ισχύει αυτή η υπόθεση, όσα ακολουθούν είναι εύλογα.

Το Ισλαμικό Κράτος ναι μεν ενθαρρύνει και συχνά οργανώνει τις επιθέσεις αυτοκτονίας, ωστόσο αυτές διενεργούνται μόνο δια της μεσολάβησης Ευρωπαίων πολιτών, που είτε γεννήθηκαν, είτε διαμένουν εδώ και χρόνια στη γηραιά μας ήπειρο. Συχνά, μάλιστα, έχουν πεντακάθαρο ποινικό μητρώο και, επομένως, οι υπηρεσίες πληροφοριών αδυνατούν να εστιάσουν αποτελεσματικά τις προσπάθειες πρόληψης τέτοιων απρόβλεπτων, σποραδικών ενεργειών τρομοκρατικής φύσεως. Αυτό τις καθιστά μη αναχαιτίσιμες, στις πλείστες των περιπτώσεων, γεγονός που προκαλεί αμηχανία.

Για το λόγο αυτό, κάποιοι ειλικρινείς πολιτικοί προβαίνουν σε απολογητικές δηλώσεις. Επί παραδείγματι, ο δήμαρχος του Λονδίνου, Sadiq Khan, προέτρεψε τους πολίτες να αποδεχθούν το τρέχον ρίσκο ενδεχόμενων τρομοκρατικών επιθέσεων, ως αλληλένδετο και αναπόδραστο της επιλογής διαβίωσης τους σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στα αίτια. Δε θα ήταν παρακινδυνευμένο να θεωρήσουμε ότι όσοι θέλγονται από το ριζοσπαστισμό και τις εξτρεμιστικές πρακτικές του, κατά πάσα πιθανότητα έχουν απογοητευτεί οικτρά από τη ζωή τους. Ειδάλλως, γιατί να την απαξιώσουν, τερματίζοντας την; Μάλλον θα είναι ευκολότερο, όταν έχουν χάσει κάθε πίστη στην αξία της.

Πιθανότατα, θα σκεφτόταν κάποιος, διέρχονται σημαντικές έως και απροσπέλαστες προκλήσεις σε διάφορους τομείς, από τον κοινωνικό/διαπροσωπικό έως τον οικονομικό/επαγγελματικό. Ίσως, μάλιστα, να μην τους δόθηκε ποτέ ένα πλαίσιο ευκαιριών, επαρκές και ικανό, ώστε να ανελιχθούν και να στήσουν τη ζωή τους κατά πως το ονειρεύτηκαν. Αν και οι συνθήκες αυτές δε συνιστούν σε καμία περίπτωση δικαιολογία, θα ήταν παράλογο να απορρίψουμε το ενδεχόμενο της αιτιότητας τους, ως μία εκ των συνιστωσών που εξωθούν τους περιθωριοποιημένους/ευάλωτους σε "σκοτεινά" μονοπάτια.

Συν τω χρόνω, κάποιοι εξ αυτών ίσως φέρουν μια εκ φύσεως επιρρέπεια προς την κοινωνική απομόνωση, την αντιδραστικότητα και άλλα ψυχωτικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας [όπως αυτά ορίζονται και μελετώνται από τη σύγχρονη ψυχιατρική]. Τα γενετικά, αναπτυξιακά, και περιβαλλοντικά αίτια που διαμορφώνουν τα νευροβιολογικά μας κυκλώματα είναι ποικίλα και όχι πάντα υπό τον έλεγχο μας, επομένως η "λοξόδρομη" απόκριση τους "δεσμεύει" τόσο την ύπαρξη, όσο και τις επιλογές μας. Η δήλωση αυτή βέβαια έχει φιλοσοφικές προεκτάσεις -ελεύθερη βούληση v. ντετερμινισμός- και βεβαίως νομικές. Ας μην ανοίξουμε τώρα αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ας επισημάνουμε απλώς τη συνδρομή της ψυχωτικής επιρρέπειας. [Εννοείται, ότι ισχύει και πάλι το ως άνω disclaimer περί ατομικής ευθύνης.]

Κατά συνέπεια, ένα μικρό υποσύνολο απελπισμένων κοινωνιοπαθών, κλείνονται στον εαυτό τους, επιρρίπτουν ευθύνες επί δικαίων και αδίκων, στο σύστημα και τους φορείς του, και εν τέλει ακόμη και σε αυτούς που κυκλοφορούν δίπλα τους στο δρόμο - σε όσους τους φαίνεται ότι η ζωή τα έφερε ευκολότερα.

Προχωρώντας τον ειρμό μας παρακάτω, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι ένα άτομο που αντιμετωπίζει απροσπέλαστες δυσχέρειες, αναζητά μια σανίδα στήριξης και σωτηρίας. Όσο όμως δεν τη βρίσκει, εγκλωβίζεται σε μια φαυλότητα μεταξύ άστοχων ερμηνειών του κόσμου, δηλητηριωδών σκέψεων, και απονενοημένων επιλογών. Η ψυχολογική πίεση σταδιακά συσσωρεύεται, και ενώ αρχικά εκτονώνεται ως γενικευμένη οργή/εχθροπάθεια [στον διαδικτυακό κόσμο, κατά βάση], η αγκίστρωση στα εξτρεμιστικά δίκτυα διόλου δεν αργεί και έκτοτε, μάλλον, δεν υπάρχει γυρισμός.

Ιδίως, αν το άτομο φέρει ψυχωτική επιρρέπεια, όπως προαναφέραμε, είναι ακόμη πιθανότερο να οδηγηθεί στην "τελική λύση" της επίθεσης αυτοκτονίας, τρομοκρατική ενέργεια την οποία τα εξτρεμιστικά δίκτυα προβάλλουν ως "λυτρωτική σταυροφορία" ενάντια στο φανταστικό εχθρό. Το άτομο απαλλάσσεται άμεσα από τα προβλήματα του, και επιτυγχάνει μια πολυ-επίπεδη εκδίκηση κατά της κοινωνίας, η οποία φρονεί ότι [έμμεσα ή άμεσα] του στέρησε κάθε προοπτική πραγμάτωσης στόχων και ονείρων.

Εξακολουθώντας να υποθέτουμε ότι μια τέτοια αλληλουχία αιτιών, η οποία καθιστά το άτομο ευάλωτο στα δίκτυα του εξτρεμισμού, είναι πιθανή, ίσως είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε και τα σημεία στα οποία ως κοινωνία οφείλουμε να παρέμβουμε -καλή τη πίστει-, φρονώντας ότι ίσως έτσι αναστείλουμε τη διαιώνιση/εξάπλωση αυτού του αλγεινού φαινομένου, δίχως να καταφύγουμε σε φασιστικές πρακτικές, τις οποίες η ιστορία έχει κατηγορηματικά αμαυρώσει με πυκνό το αίμα αθώων ζωών.

Τα σημεία αυτά είναι κυριότατα οι κοινωνικές, οικονομικές, και πολιτικές παθογένειες [1,2], οι οποίες συμβάλλουν στην περιθωριοποίηση των ευάλωτων/κοινωνιοπαθών ατόμων, όπως και άλλα λιγότερο σημαντικά που, ίσως, ενισχύουν την πόλωση, τη μισαλλοδοξία και τη διάδοση του εξτρεμισμού [3,4]:

  1. Ανισότητες: Η παιδεία και η υγεία εξακολουθούν να άνισα προσβάσιμες, ιδίως στις αδύναμες/μειονοτικές ομάδες του πληθυσμού. Ενώ οι κρατικοί προϋπολογισμοί και τα χρέη διογκώνονται, τα χρήματα των φορολογουμένων διασπαθίζονται σε κυκλώματα διαφθοράς, αγκυλώσεις της γραφειοκρατίας, σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, και ελάχιστα αποδίδονται σε ουσιώδεις ανάγκες των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Ο ρόλος του κράτους (πρόνοιας) είναι πρώτιστα αυτός: να προστατεύει τον αδύναμο. Το έλλειμμα ίσων ευκαιριών για όλους επιβραδύνει την κοινωνικο-οικονομική κινητικότητα, καταδικάζοντας τους αδύναμους/περιθωριοποιημένους σε ένα βίο αβίωτο, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.

  2. Ρατσισμός, ξενοφοβία, στερεότυπα: Χρειάζεται ανάλυση/αιτιολόγηση; Δε νομίζω.

  3. Πολιτική της Ταυτότητας: Τα τελευταία χρόνια, έχει παρεισφρήσει στην πολιτική ρητορική η ασύδοτη αναφορά/επίκληση της θρησκευτικής, εθνικής και φυλετικής ταυτότητας πληθυσμιακών υπο-ομάδων, ξεκάθαρα για λαϊκιστικούς λόγους. Αυτή η επικοινωνιακή στρατηγική όχι μόνο δεν προωθεί την κοινωνική ώσμωση, αλλά την περιορίζει, υψώνοντας τα τείχη των "διαφορών", και αποξενώνοντας τα έτερα μέρη μεταξύ τους. Πάνω απ' όλα, είμαστε συμπολίτες, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανήκουμε στο ίδιο είδος, έχουμε τις ίδιες ανάγκες, και αυτά μόνο θα έπρεπε να αρκούν για μια φιλήσυχη και ειρηνική συμβίωση.

  4. Αποθάρρυνση της κριτικής: Η πολιτική ορθότητα προτείνει [ορθώς] να αποφεύγουμε τη χρήση λόγου που ενδέχεται να προκαλέσει ηθική βλάβη/ψυχική οδύνη σε μεμονωμένα άτομα του πληθυσμού ή υπο-ομάδες του, και πολύ καλώς την υιοθετούμε. Η ευγένεια είναι πάντα δείγμα πολιτισμού. Ωστόσο, η άσκοπη και αλόγιστη επέκταση των οδηγιών της, καταλήγει να αποθαρρύνει κάθε διάθεση κριτικής, ακόμη και στις οπισθοδρομικές ιδεολογίες/πρακτικές - εφόσον οι φορείς τους είναι πάντα τα άτομα. Το γεγονός ότι συνιστούν μέρος της παράδοσης, και επομένως "ταυτότητα", δε θα έπρεπε να τις θέτει στο απυρόβλητο. Η πρόοδος επέρχεται, εξ ορισμού, δια της εγκατάλειψης μιας οπισθοδρομικής παράδοσης, ή έστω δια της μετεξέλιξης της σε κάτι ευγενέστερο. Επιπλέον, η κοινωνική πρόοδος προκύπτει ως αποτέλεσμα της καλοπροαίρετης κριτικής/διαλόγου μεταξύ ατόμων που φέρουν διαφορετικές αντιλήψεις επί αμφιλεγόμενων ζητημάτων. Τι θα συμβεί εάν αποθαρρύνουμε αυτή τη διαδικασία;

Θέλω να πιστεύω ότι κανένας ενήλικος, είτε θύμα, είτε θύτης, δεν ονειρεύτηκε ως παιδί να χάσει τη ζωή του με έναν τρόπο κτηνώδη, τραγικό. Τα παιδιά, μες στην αθωότητα τους, ονειρεύονται όνειρα μόνο ευγενικά: μια αξιοπρεπή ζωή, γεμάτη ταξίδια, φίλους και εμπειρίες - δίχως αυτό το μοτίβο να παραλλάσσεται δραματικά ανάμεσα σε φυλές, θρησκείες, και άλλες "ταυτότητες". Τι συμβαίνει στην πορεία; Είναι κάποια παιδιά διαφορετικά; Δε νομίζω. Ίσως, όμως, να μην έχουν όλα ίσες ευκαιρίες να ονειρεύονται μια ανάλογη ζωή, ίσως η ζωή να τα αδικεί, ίσως να τα "ρημάζει".

Για να το θέσω διαφορετικά, η μεσο-μακροπρόθεσμη λύση που μου μοιάζει αρμόζουσα/αποτελεσματικότερη είναι η ίση πρόσβαση όλων σε ικανές ευκαιρίες, ώστε να διευκολυνθεί η επιδίωξη της πραγμάτωσης των στόχων ζωής και ονείρων του καθενός, ώστε κανείς να μην καταλήγει ευάλωτος και περιθωριοποιημένος, έρμαιο μοιραίο στις δυνάμεις του "κακού".

Με 250 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκόσμιου πλούτου, όλο και κάτι θα περισσεύει για την πολιτική εφαρμογή ενός τέτοιου πλαισίου. Διότι οι λεκτικές καταδίκες των κτηνωδιών, τα δακρυσμένα emoticons, οι προσευχές και τα κεράκια, μάλλον, δεν επιφέρουν καμία ουσιαστική αλλαγή, που να μας απαλλάσσει, έστω και μεσο-μακροπρόθεσμα, από τη φοβερή απειλή ενός μοντέρνου φασισμού και αλληλλοσπαραγμού.

Είναι αυτή η πρόταση τόσο ιδεαλιστική/"ανεφάρμοστη", όσο και το γνωστό άσμα του John Lennon; Δε γνωρίζω. Γνωρίζω, όμως, με βεβαιότητα ότι στον 21ο αι. δε θα έπρεπε βόμβες και καρφιά να δολοφονούν παιδιά. Πουθενά.

Follow me on Facebook