Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Πώς πέρασες;» ‒ Χάλια, και μ’ αρέσει να το λέω

Ο ψυχολογικός αντίκτυπος της καραντίνας.

«Πώς πέρασες;» ‒ Χάλια, και μ’ αρέσει να το λέω



ΘΕΛΩ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ επιθετικής ευαλωτότητας. Εννοώ, ένα διάστημα που είσαι ευάλωτος και όχι απλώς το παραδέχεσαι και δεν το κρύβεις αλλά το τρίβεις και στα μούτρα του άλλου. Ίσως και να αντλείς κάποια χαρά απ’ όλο αυτό; Δεν εννοώ την αυτολύπηση ή τη ναρκισσιστική αφήγηση των βασάνων. Αναφέρομαι σε αυτό που δεν υποκρίνεσαι ότι «όλα καλά, πάντα καλά».

Ας το παραδεχτούμε: φέτος το καλοκαίρι θα είμαστε σε διαδικασία ίασης. Θα αναρρώνουμε από κάτι φρικτό. Μπορεί να απολαμβάνουμε κάπου το ποτό μας, αλλά μαζοχιστικά θα μας έρχεται στον νου η εντελώς περίεργη ζωή που ζήσαμε πριν από λίγους μήνες, όταν στέλναμε μήνυμα για να βγούμε, ενώ ταυτόχρονα το κινητό μάς έβγαζε ως είδηση την καμπάνια «Αll you want is Greece».

Ναι, σίγουρα ήμουν απ’ αυτούς τους εκνευριστικούς ανθρώπους που έκαναν πράγματα μες στο lockdown. Δεν τα διέλυσα όλα για να πάω να βρω την ευτυχία στο τσάι μάτσα λάτε ούτε πήρα τα βουνά ώστε να συναντήσω εκεί τον νέο εαυτό μου ως yogi πάνω σε βράχια. Αλλά έχω περάσει και καλύτερα κι αυτή η ξαφνική αφαίρεση προοπτικής δεν μου άρεσε.

Έτσι, όταν βρήκα στο σινεμά γνωστή μου που είχα να δω δεν ξέρω κι εγώ πόσο καιρό (δεν είμαι σίγουρη ότι έχω υγιή αίσθηση του πόσος καιρός έχει περάσει από τι πλέον), δεν ντράπηκα να της πω «χάλια» όταν με ρώτησε «πώς ήταν η καραντίνα σου;». Ξέρω ότι μια ερώτηση δεν υποδηλώνει πως ο άλλος όντως νοιάζεται και ξέρω ότι υπάρχει αυτή η συμφωνία να είμαστε ευγενικοί, γιατί «όλοι περνάνε κάτι», αλλά, με τον κάπως βαλκανικό τρόπο σκέψης μου, έχω τις επιφυλάξεις μου για την αξία τού να κρύβεις τα συναισθήματα σου και να μην είσαι εκδηλωτικός/-ή.

Το σώμα θυμάται. Η επούλωση των τραυμάτων θέλει καιρό και προϋποθέτει το άγγιγμα των πληγών, την αναγνώρισή τους. Δεν βιάζομαι. Είμαι ήδη υπερβολικά περήφανη που κατάφερα να βγάλω της κορωνοπιτζάμες μου.

Θα μπορούσα να είχα ξοδέψει λίγη παραπάνω ενέργεια για να βρω κάτι ευγενικό να πω, όμως γιατί; Δεν περάσαμε όλοι ένα διάστημα κρατικού ελέγχου, πένθους και διάχυτου φόβου θανάτου; Τι πιο φυσικό απ’ το να πεις «χάλια» ή «επέζησα ευτυχώς», όταν σε ρωτάνε πώς τα πέρασες; Τίποτα μέσα μου δεν με έπειθε να ψυχαναγκαστώ να πω κάτι ωραίο. Σίγουρα, έχω πολλές όμορφες σκέψεις, αλλά όλες στρέφονται στο τώρα και στο μέλλον κι αυτό είναι μια χαρά.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Ακόμα ξαφνιάζομαι όταν βλέπω κόσμο στον δρόμο. Δεν λέω, μου αρέσει να ’χει κόσμο στον δρόμο, απλώς γίνεται να μην περνάνε όλοι τόσο κοντά μου; Ακόμα νιώθω περίεργα που δεν μπορώ να αγγίξω, να μυρίσω, να αγκαλιάσω και να φιλήσω τους άλλους αυθόρμητα. Δεν μπορώ να βρω αυτό το κουμπί που θα με κάνει να συμπεριφέρομαι σαν να μην τρέχει τίποτα και βαριέμαι να υποκριθώ το αντίθετο. Το σώμα θυμάται. Η επούλωση των τραυμάτων θέλει καιρό και προϋποθέτει το άγγιγμα των πληγών, την αναγνώρισή τους. Δεν βιάζομαι. Είμαι ήδη υπερβολικά περήφανη που κατάφερα να βγάλω της κορωνοπιτζάμες μου.

Φυσικά, υπάρχουν διάφοροι τρόποι να δει κανείς το οτιδήποτε. Τόσοι γκουρού κηρύττουν την πλήρη ψυχική απονεύρωση, ώστε να μη σε αγγίζει τίποτα από δω και πέρα. Εμένα μου φαίνεται πιο σωστό να αφεθούμε να μας αγγίξει το κακό. Έτσι, μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα και για άλλες κρίσεις, τις περιβαλλοντικές, που έρχονται άμεσα, και γι’ αυτές που ήδη βιώνουμε με την προκλητική ανισότητα.

Όταν ένας φίλος μου μού είπε ότι δεν θέλει να πετάξει τη μάσκα, δεν παραξενεύτηκα. Είναι στην ίδια λογική της ευαλωτότητας που δεν επιθυμεί να μείνει κρυφή αλλά ξεδιπλώνεται απροκάλυπτα. Το πρόσωπο καλύπτεται όχι μόνο για να μην κολλήσει αλλά και επειδή απεύχεται την ανέλεγκτη αλληλεπίδραση. Και είναι λογικό να μην μπορούμε ξαφνικά να χειριστούμε τα πλήθη μετά από έναν χειμώνα κλεισούρας και στερήσεων. Αναμενόμενο είναι να επιδιώκουμε τη σιγανή και σίγουρη θεραπεία των αισθήσεων μέσα από μια ισορροπημένη εναλλαγή αλληλεπίδρασης/μοναχικότητας.

Το ίδιο λογικό είναι, νομίζω, τα ΚΤΕΛ, τα αεροδρόμια και οι σταθμοί των τρένων να μοιάζουν με τοπία ψυχεδελικά, πύλες για κάτι βαθύτερο και υπαρξιακό, η ακριβής φύση του οποίου μάς διαφεύγει κάπως μετά από έναν παρατεταμένο εγκλεισμό. Και, νομίζω, το ίδιο ανένοχα μπορεί κανείς να πει ότι θέλει λίγες σιωπηλές στιγμές ειλικρινούς συμφιλίωσης με όσα έχουν συμβεί. Ένα διάλειμμα απ’ την απαίτηση να κάνουμε τη ζωή μας διαρκώς ωδή στην καλοπέραση. Δεν είμαστε πάντα καλά. Ίσως γι’ αυτό η ευγενική, υποτίθεται, φράση «Καλά; Πάντα καλά» ανέκαθεν με έκανε να ασφυκτιώ.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.