Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Βύσμα αλά γαλλικά: το (ερωτικό) σκάνδαλο που «λεκιάζει» τα βραβεία Γκονκούρ

Κι άλλοι αγάπησαν – δεν έκαναν τσίρκο τον θεσμό: μια ιστορία στεγνού πάθους, εσωτερικευμένου μισογυνισμού και στραβών ματιών μέχρι εκεί που δεν παίρνει...

Βύσμα αλά γαλλικά: το (ερωτικό) σκάνδαλο που «λεκιάζει» τα βραβεία Γκονκούρ

What I do for love. Συμβαίνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεζιλίκι αυτή την εποχή στη Γαλλία που θα μπορούσε να έχει –ειρωνικά, βεβαίως- αυτόν τον τίτλο και αφορά τα μάτια ενός άντρα. Θυμίζει κάπως το σκανδαλάκι του Φρανσουά Ολάντ με την ηθοποιό Ζιλί Γκαγιέ, όμως στην πολιτική δεν έχουν μείνει και πολλά που μπορούν να χαρακτηριστούν ως μη ευτελισμένα ή αναπάντεχα κιτς.

Όταν, όμως, δημιουργείται μια αναστάτωση στους κόλπους των λογοτεχνικών βραβείων Γκονκούρ, μια αναστάτωση φτιαγμένη από μία δόση εσωτερικευμένου μισογυνισμού, μία δόση αναξιοκρατίας, καταπατημένου ασυμβίβαστου και τεράστιου βύσματος –και δεν ανοίγει μύτη- το πράγμα αλλάζει.

Ας ρίξουμε μια ματιά στα πρόσωπα του... δράματος. Ας ξεκινήσουμε από την πέτρα του σκανδάλου, την 63χρονη Camille Laurens. Η κυρία είναι συγγραφέας, βραβευμένη μάλιστα με το Prix Femina προ εικοσαετίας, σταθερή αρθρογράφος σοβαρών λογοτεχνικών περιοδικών και μέλος της κριτικής επιτροπής των λογοτεχνικών βραβείων Γκονκούρ. Μέχρι εδώ όλα καλά.

Η Laurens βρίσκεται σε σχέση με τον François Noudelmann, 62 ετών, φιλόσοφο, καθηγητή πανεπιστημίου και ραδιοφωνικό παραγωγό. Ενδιαφέρει κανέναν αυτή η αδιάκριτη ανθυπολεπτομέρεια; Ναι.

Γιατί; Γιατί ο ακαδημαϊκός φέτος φιγουράρει στη βραχεία λίστα των βραβείων με το φιλοσοφικό του μυθιστόρημα “Les Enfants de Cadillac”.  Το γεγονός θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμπτωση –και ως τέτοια πήγε να περάσει- αν δεν υπήρχαν από τις αρχές Σεπτεμβρίου φωνές διαμαρτυρίας για το ότι η σύντροφός του βρίσκεται στην κριτική επιτροπή της βραχείας λίστας.

(Να σημειωθεί εδώ, γιατί θα μας χρειαστεί παρακάτω, ότι ο κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος είναι το Ολοκαύτωμα και οι Εβραίοι πρόγονοι του Noudelmann).

Και φτάνουμε στο πρόσωπο – κλειδί της Anne Berest. H 42χρονη Berest είναι ηθοποιός, πρέσβειρα της Chanel και συγγραφέας. Κρίνοντας από διάφορες συνεντεύξεις της σε περιοδικά όπως η Vogue, αλλά και σε λογοτεχνικά έντυπα, θεωρείται από τις ωραίες περιπτώσεις της βιομηχανίας του θεάματος και των γραμμάτων ταυτοχρόνως και μία μάλλον συμπαθής περσόνα στο γαλλικό κοινό.

Και μαντέψτε: το τελευταίο μυθιστόρημα “La Carte Postale” βρέθηκε επίσης στη βραχεία λίστα των Γκονκούρ, μαζί με άλλους 15 τίτλους, και επίσης καταπιάνεται με τη διαδρομή των Εβραίων παππούδων της και το αποτύπωμα του Ολοκαυτώματος. Και τώρα που η εικόνα είναι πιο σαφής, να προστεθεί ότι για το δικό της μυθιστόρημα οι αντιδράσεις ήταν θερμές και οι κριτικές αρκετά καλές, εν αντιθέσει με την αχλή βαρεμάρας που φαίνεται να ξεσήκωσε το πόνημα του κυρίου καθηγητού και φιλοσόφου.

Κι από εδώ ξεκινούν τα ωραία. Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Laurens δημοσιεύει στην εφημερίδα “Le Monde” την κριτική της για το βιβλίο της Berest. Όσοι θεωρούν ότι εδώ υπάρχει «ασυμβίβαστο», πρόβλημά τους. Η Laurens τους έχει στείλει για περίπατο από την πρώτη κιόλας αράδα του κειμένου της, στο οποίο ξεγλιστρά –νομίζει- με χάρη. «Ως συγγραφέας και κριτικός θα διστάζατε ίσως να αναφερθείτε σε ένα βιβλίο που δεν σας άρεσε. Πρόκειται, άλλωστε, για μια υποκειμενική εμπειρία. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αναρωτιέστε για τον λόγο που δεν σας αρέσει;», γράφει.

Φυσικά, όλοι πλέον γνωρίζουν τον λόγο που το βιβλίο δεν άρεσε στην Laurens που «κατακρεουργεί» κάθε σελίδα, κάθε λέξη, κάθε κόμμα της Berest που αφηγείται την ιστορία της προγιαγιάς της Berest μέσα από το Άουσβιτς, μια ιστορία που αναβιώνει μέσα από μία ανώνυμη καρτ-ποστάλ.

Όλα ενοχλούν τη Laurens –ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται στην περιγραφή του βιβλίου, ο εκδοτικός οίκος που τύπωσε το μυθιστόρημα «σε μία πρωτοφανή έκπτωση στο κριτήριο του», το γιατί η Berest αναπνέει (όχι δα, αλλά οριακά μόνο αυτό δεν έγραψε, στην προσπάθειά της να εξουδετερώσει την «ανταγωνίστρια» του συντρόφου της). Μιλάμε για τέτοια αηδία εκ μέρους της κριτικού για το βιβλίο της 42χρονης που στον επίλογο φτάνει στο σημείο να γράψει ότι «...η Anne (σ.σ.: με αυτό που έγραψε) μπήκε μόνη της στο θάλαμο αερίων με τα κόκκινα της τσόκαρα», ενώ η πρόθεση του μυθιστορήματος «καταρρέει, σ’ ένα βιβλίο  χωρίς βάθος που τελικά δεν τιμά την ιστορία που αφηγείται»

Τέλος πάντων, πρόκειται για μία από τις γλαφυρότερες επιθέσεις εσωτερικευμένου μισογυνισμού που έχει παρακολουθήσει ο Γαλλικός Τύπος τα τελευταία χρόνια.

Το ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά, το αντιλαμβάνεται πρώτη η δημοσιογράφος Ilana Moryoussef, η οποία δημοσιεύει ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ στον ιστότοπο “France Inter” στις 21 Σεπτεμβρίου για τις μάλλον αδιαφανείς διαδικασίες που διέπουν και εξευτελίζουν τον θεσμό. Η Laurens κι αν είχε σκοπό να βοηθήσει τον σύντροφό της με την ισοπεδωτική κριτική στη Berest –και δη ως μέλος της κριτικής επιτροπής της βραχείας λίστας των Γκονκούρ- μόλις του εξασφάλισε έναν αχρείαστο θόρυβο, καθόλου εμπορικό και τελικά «υπέγραψε» ένα νέο σκάνδαλο στους κόλπους των βραβείων.

Ακολούθησαν διάφορες φαιδρότητες. Να εξαιρεθεί ή όχι από την κριτική επιτροπή η Laurens; Να αφαιρεθεί ή όχι το βιβλίο του συντρόφου της από τη βραχεία λίστα; Ποιος να πει τι πρέπει να γίνει, αν ο πρόεδρος της Ακαδημίας των Γκονκούρ, Didier Decoin; Αξίζει να παρατεθεί η αντίδρασή του, καθώς φαίνεται ότι η χαζή δικαιολογία είναι κοινή γλώσσα σ’ όλον τον πλανήτη, όταν πρέπει να μαζέψεις τα ασυμάζευτα.

«Ναι, είναι μαζί, αλλά δεν είναι αυτός λόγος να τιμωρήσουμε ένα καλό βιβλίο! Δεν είναι καν παντρεμένοι! Εκείνος ζει στη Νέα Υόρκη, εκείνη στο Παρίσι, το λες και χαλαρή σχέση», δήλωσε ο Decoin, ο οποίος, ωστόσο, παραδέχθηκε ότι η φίλη του, Camille Laurens ξεπέρασε τα όρια με το βίαιο άρθρο της. Ε, τα υπόλοιπα ας τα κρίνουν οι αναγνώστες. 

Στη Γαλλία γελάνε πικρά. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο σκάνδαλο λερώνει τα Γκονκούρ. Έχουν υπάρξει και μισογυνιστικά / ρατσιστικά σκάνδαλα, έχουν υπάρξει και λογοκλοπές, έχουν υπάρξει και ασυμβίβαστες «φιλίες», γι’ αυτό και ο Μπερνάρ Πιβό πριν από αρκετά χρόνια –και προκειμένου να διασώσει το κύρος των λογοτεχνικών βραβείων- είχε βάλει ως όρο κανείς από τους κριτικούς να μη συνεργάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με εκδοτικούς οίκους.

Δημοσιογράφοι όπως η Elsabeth Philippe του “L’ Obs” με τακτ, αλλά όχι χωρίς απογοήτευση επισημαίνουν ότι «πάνω που είχαμε αρχίσει να βαριόμαστε» φέτος προέκυψε αυτό. Και φυσικά, αποδεικνύεται κάτι που ήδη ξέρουμε, απλώς είναι εξαιρετικά αμήχανο να συναντάται σε τέτοιες διοργανώσεις. Η ανθρώπινη φύση και οι αδυναμίες της θα εστιάζονται πάντα στο» δικό μας παιδί».

Δεν πα’ να ‘ναι κι ατάλαντο, δεν πα’ να ‘ναι και χαζό. Ας είναι γιος / κόρη, ας είν’ και σύντροφος ή παιδί της πρώτης ξαδέλφης που της έχουμε υποχρέωση. Ας είναι στο ΙΚΑ, ας είναι και στα κορυφαία λογοτεχνικά βραβεία. Ειναι μια -λίγο σιχαμερή- απόδειξη ότι αξιοκρατία και άνθρωπος είναι σαν τις ράγες του τρένου, παράλληλες, δεν συναντιούνται ποτέ, εκτός και αν υποχρεωθούν, αλλά είναι τόσο συναρπαστικό να το παρατηρείς, τόσο αστείο και αξιοθρήνητο μαζί.

Με στοιχεία από Le Monde Livres, Liberation, Nouvelleobs, France Inter