Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μια, τελικά, μάλλον επιπόλαια άρνηση - του ΚΑΣ στον Gucci

Ο Θοδωρής Αντωνόπουλος εξηγεί γιατί ευχαρίστως θα έβλεπε μόδα στην Ακρόπολη (και όχι μόνο)

Μια, τελικά, μάλλον επιπόλαια άρνηση - του ΚΑΣ στον Gucci

«Έλα που / δεν μπορώ / πλέον ν' αντισταθώ /σ΄αυτό το Gucci φόρεμα που φοράς / και στο ρυθμό που απόψε βράδυ το κορμί σου κουνάς», τραγουδούσε ο Γιώργος Μαζωνάκης πριν κάποια χρόνια κάνοντας τρελό χιτ, όμως το ΚΑΣ δείχνοντας χαρακτήρα και αυτοσυγκράτηση είπε εψές ένα μεγαλοπρεπές -σαν της 28ης Οκτωβρίου- «Όχι» στην πρόταση του διάσημου οίκου μόδας για μια φωτογράφιση στην Ακρόπολη - και θεωρείται απίθανο να μην συνηγορήσει η έχουσα τον τελικό λόγο υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου. «Ο ιδιαίτερος πολιτιστικός χαρακτήρας των μνημείων της Ακρόπολης δεν συνάδει με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, καθώς πρόκειται για μοναδικά μνημεία και σύμβολα παγκόσμιας κληρονομιάς, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco», γνωμοδότησε, απορρίπτοντας και μια ύψους 2 εκ. ευρώ χορηγία των Ιταλών. Και εξανέστησαν οι μεν, επειδή έτσι θα χάσουμε χρήματα, προβολή, κοσμοπολίτικο χαϊλίκι και διαφήμιση, εφόσον μια φωτογράφηση μόδας υψηλής ραπτικής στην Ακρόπολη θα συγκέντρωνε το παγκόσμιο ενδιαφέρον, πόσω μάλλον που θα συμμετείχαν και αστέρες του Χόλιγουντ, οι δε ότι αν συγκατανεύαμε θα πέφταμε στη λούμπα της εμπορικοποίησης και της ευτέλειας, ότι σε όσο δύσκολη κατάσταση κι αν βρισκόμαστε δεν θα πρέπει να ξεπουλήσουμε τα ιερά και τα όσια της φυλής (μα δε χρωστάμε και την κιλότα μας έτσι κι αλλιώς για άλλες επτά γενεές τουλάχιστο;). Και ενώ βρήκα ορθές τις αιτιάσεις ότι την προβολή η Ακρόπολη την έχει de facto εξασφαλισμένη, ότι χορηγίες για τη συντήρηση και την αναστήλωση βρίσκονται κι από αλλού κι ότι δεν είναι ανάγκη να λέει κανείς «ναι» σε οτιδήποτε απλά επειδή «γυαλίζει», έχω κάποιες ενστάσεις:

Μήπως και στην αρχαιότητα η Ακρόπολη δημόσιος χώρος δεν ήταν και ως τέτοιος δεν νοούνταν εξαρχής;

Καταρχάς ούτε χυδαία, ούτε προσβλητική, ούτε εκτός λογικής ήταν η ιταλική πρόταση, μην τρελαθούμε. Έχουν άλλωστε ξαναγίνει εκεί φωτογραφήσεις, η Nelly's το 1928, ο οίκος Dior το 1951, η Τζένιφερ Λόπεζ το 2007. Σε άλλες χώρες τώρα ίσως λιγότερο... φαντασμένες, σοβαροφανείς και αρτηριοσκληρωτικές, μνημεία-σύμβολα όπως το Κολοσσαίο στην Ιταλία, το αββαείο του Γουεστμίνστερ στην Αγγλία, το Λούβρο, οι Πυραμίδες ακόμα παραχωρούνται σχετικά εύκολα για πολιτιστικές, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ή και γυρίσματα ταινιών, δίχως αυτό να αφαιρεί τίποτε από τη σημασία και τον χαρακτήρα τους – αντιθέτως. Μα εδώ η πρόταση είναι για μόδα, θα μου πεις. Ε και; Δεν ξέρω αν συμφωνώ απόλυτα με το λεχθέν κατά τις «διαπραγματεύσεις» ότι «η μόδα είναι περισσότερο από τέχνη και πολιτισμός», σίγουρα όμως συγγενεύει και με τα δύο και αφορά πράγματι διαχρονικά μια πολύ βασική ανθρώπινη ανάγκη – όχι μόνο του φαίνεσθαι, αλλά και του είναι. Έπειτα, συγνώμη αλλά προσωπικά τα μνημεία τα εκτιμώ περισσότερο όταν είναι ζωντανά, λειτουργικά, κομμάτι της καθημερινότητας, με όλες της τις αντιφάσεις, δημιουργικές ή καταστροφικές, ονειρεμένες ή εφιαλτικές - ο ίδιος ο Παρθενώνας δεν υπήρξε μόνο σύμβολο δημοκρατίας και ευημερίας αλλά επίσης σύμβολο επιβολής μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης (της Αθήνας μετά τους Περσικούς πολέμους) που για να τον οικοδομήσει επιστράτευσε σκλάβους και φορολόγησε μεταξύ άλλων άγρια τους «συμμάχους» της, ισοπεδώνοντας όσους διαφωνούσαν με τις πολιτικές της όπως οι Μήλιοι. Άλλωστε ακόμα και 'κείνο το Gucci φόρεμα του τραγουδιού θα ήταν ένα ακόμα ρετάλι δίχως ένα «ατελείωτο» κορμί να το φορά, ψέματα;

Οπότε και συναυλίες και πάρτι και θεατρικές παραστάσεις και καλλιτεχνικά events και επιδείξεις μόδας κι από όλα τα καλά συμφωνώ να γίνονται σε αρχαιολογικούς χώρους, εφόσον βέβαια τηρούνται κάποιοι βασικοί κανόνες και συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Και κρίνε ύστερα όσο αυστηρά θες το αποτέλεσμα. Θα ήταν έτσι κιόλας και η προβολή ευρύτερη αλλά και η επαφή με αυτούς ουσιαστικότερη από την αποστειρωμένη μουσειακή  εφόσον οι άνθρωποι είναι που αναδεικνύουν τα μνημεία, όχι το ανάποδο – η άλλη αντίληψη εντάσσεται, φοβάμαι, σε εκείνη που εκλαμβάνει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τη γραμματεία του μια στείρα ιερή αγελάδα κατάλληλη μόνο για γυμνασιακή παπαγαλία και σοβινιστικό ντοπάρισμα αρχικά και για στομφώδη γαρνιτούρα στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα στη συνέχεια αντί να την κρίνει, να την ερμηνεύει και να τη βιώνει τόσο στο ιστορικό της βάθος όσο και στο πρίσμα τού σήμερα. Μήπως και στην αρχαιότητα η Ακρόπολη δημόσιος χώρος δεν ήταν και ως τέτοιος δεν είχε κατασκευαστεί εξαρχής;