Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η ανεμελιά φεύγει, ο Καμί έρχεται: Ο κοροναϊός, η Πανούκλα κι εμείς

Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, είμαστε πιο συνδεδεμένοι μεταξύ μας από ποτέ στον πλανήτη και η ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού προκαλεί τη μοιρολατρική ιδέα ότι πληρώνουμε το τίμημα αυτής της παγκόσμιας διασύνδεσης.

Η ανεμελιά φεύγει, ο Καμί έρχεται: Ο κοροναϊός, η Πανούκλα κι εμείς

Αυτή η ασυνήθιστη και περίεργη για τη φύση τους ψυχραιμία που είχε παρατηρηθεί στα social media παγκοσμίως σχετικά με την εξάπλωση του κορονοϊού –με τις αναμενόμενες εξαιρέσεις υστερίας και άγριας παραπληροφόρησης– μοιάζει να δοκιμάζεται όσο τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται ανά τον πλανήτη και αντηχεί, ψιθυριστά ακόμα, αλλά όλο και πιο επίμονα, ο όρος «πανδημία». Ακόμα και οι πιο φανατικοί επικριτές του Τραμπ ήθελαν μέσα τους να ασπαστούν τον καθησυχασμό που πρέσβευαν οι ανέμελες δηλώσεις του ότι με το πρώτο γλυκό αεράκι της άνοιξης ο ιός θα υποχωρήσει αυτοβούλως, οι καθημερινές ειδήσεις όμως δεν φαίνονται να ευνοούν καμιά τέτοια αισιόδοξη προβολή.


Η ανεμελιά φεύγει, ο Καμί έρχεται. Όπως σε αντίστοιχες περιπτώσεις του πρόσφατου παρελθόντος (SARS, Έμπολα, γρίπη των χοίρων), έτσι και στην περίπτωση του κορονοϊού, επιστρατεύτηκε ξανά ο official υπαρξιστής επιδημιολόγος μας και η Πανούκλα του, το πιο διάσημο ίσως αφήγημα της σύγχρονης λογοτεχνίας με θέμα την παράλογη, ασύμμετρη και τρομακτική εξάπλωση μιας επιδημίας.

Μένει να δούμε αν η χρονιά που κέρδισαν το βραβείο Όσκαρ τα Παράσιτα θα είναι επίσης η χρονιά που θα δοκιμαστούν οι αντοχές της σύγχρονης παγκοσμιότητας από μια πανδημία που, αν εξελιχθεί ως τέτοια, ελπίζει κανείς τουλάχιστον να αφήσει πίσω της τον μικρότερο δυνατό αριθμό θυμάτων αλλά και μια βαθιά ενσυναίσθηση για τους συνανθρώπους μας ανά τον πλανήτη που ζουν σε συνθήκες καραντίνας, στρατοπέδου συγκέντρωσης, εξορίας, εγκλεισμού και απομόνωσης, ασχέτως επιδημίας.


Όσο αλληγορικό και μεταφορικό κι αν είναι το πνεύμα του βιβλίου που έγραψε ο Καμί την εποχή της γερμανικής κατοχής και εξέδωσε δύο χρόνια μετά τη λήξη της, η πανούκλα (βουβωνική πανώλη) αποτελεί μια εφιαλτική πραγματικότητα για τους χαρακτήρες του έργου και όταν ο συναγερμός λήγει, ο γιατρός Ριέ αδυνατεί να συμμεριστεί την ανακούφιση και την ευφορία του πλήθους «... επειδή γνώριζε ότι ο βάκιλος της πανούκλας ποτέ δεν πεθαίνει, ποτέ δεν εξαφανίζεται, ότι μπορεί να επιζεί απαρατήρητος για πολλά πολλά χρόνια, κρυμμένος σε έπιπλα και σε σεντόνια, να καρτερά υπομονετικά... Ώσπου, κάποια μέρα, η πανούκλα να αναστήσει τους αρουραίους της, στέλνοντάς τους να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πόλη, καθώς η ανθρωπότητα, δίχως ανάσα από τρόμο, θα έχει πλέον μάθει το μάθημά της...».


Από χάπι εντ, αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ο Καμί και μένει να αποδειχτεί αν η ανθρωπότητα έχει πάρει το μάθημά της ή αν θα εκπληρωθούν οι μαζοχιστικές δυστοπικές φαντασιώσεις μας και τα σενάρια Αποκάλυψης που τόσο φαίνεται να μας ελκύουν, όπως και τα πάσης φύσεως συνταρακτικά «fake news», τα οποία επίσης καταγράφονται στην Πανούκλα, σε μια πρώιμη, αλλά άμεσα αναγνωρίσιμη εκδοχή τους.


Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, είμαστε πιο συνδεδεμένοι μεταξύ μας (μεταφορικά μέσω του ίντερνετ, αλλά και κυριολεκτικά μέσω της ελαχιστοποίησης των αποστάσεων) από ποτέ στον πλανήτη και η ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού προκαλεί τη μοιρολατρική ιδέα ότι πληρώνουμε το τίμημα αυτής της παγκόσμιας διασύνδεσης. Το 2002, με την τρομάρα του SARS, ο ιός χρειάστηκε πέντε μήνες για να εξαπλωθεί παγκοσμίως, ενώ τώρα, με τον κορονοϊό, τέσσερις εβδομάδες ήταν παραπάνω από αρκετές από τη στιγμή που φταρνίστηκε η Κίνα μέχρι να κολλήσει ο υπόλοιπος πλανήτης.


Μένει να δούμε αν η χρονιά που κέρδισαν το βραβείο Όσκαρ τα Παράσιτα θα είναι επίσης η χρονιά που θα δοκιμαστούν οι αντοχές της σύγχρονης παγκοσμιότητας από μια πανδημία που, αν εξελιχθεί ως τέτοια, ελπίζει κανείς τουλάχιστον να αφήσει πίσω της τον μικρότερο δυνατό αριθμό θυμάτων αλλά και μια βαθιά ενσυναίσθηση για τους συνανθρώπους μας ανά τον πλανήτη που ζουν σε συνθήκες καραντίνας, στρατοπέδου συγκέντρωσης, εξορίας, εγκλεισμού και απομόνωσης, ασχέτως επιδημίας. Όπως γράφει και στην Πανούκλα ο Καμί: «... Ήταν το αίσθημα της εξορίας αυτό το κενό που είχαμε μέσα μας, αυτή η ειδική συγκίνηση, ο παράλογος πόθος να ξαναγυρίζεις στα παλιά ή να επισπεύδεις τον χρόνο, αυτά τα πύρινα βέλη της μνήμης, και τότε βλέπαμε πως ο χωρισμός ήταν προορισμένος να διαρκέσει κι έπρεπε να συμφιλιωθούμε με τον χρόνο. Ξαναβρισκόμαστε έτσι στη θέση των φυλακισμένων, καταφεύγαμε στο παρελθόν, κι αν κάποιοι από μας έμπαιναν στον πειρασμό να ζήσουν στο μέλλον, δεν αργούσαν να προσγειωθούν απότομα, κουβαλώντας όλες τις πληγές που σε φορτώνει η φαντασία όταν την εμπιστεύεσαι...».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.