Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

H Gucci και τα ιερά και όσια. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

Όσοι συμφωνούν με την αρνητική γνώμη του ΚΑΣ, το κάνουν λόγω του εφήμερου που εκπροσωπεί ο οίκος μόδας και ο κόσμος του, όμως υπάρχει κάτι καθόλου πειστικό σ' αυτή τη χοντροκομμένη ταξινόμηση

H Gucci και τα ιερά και όσια. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

Για άλλη μια φορά, η αρχαιολογία και τα μνημεία μας έγιναν αφορμή διχοστασίας στις εύφορες κοιλάδες των σόσιαλ μίντια. Γύρω από τα Gucci φορέματα και την απόφαση του ΚΑΣ (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) αναμετρήθηκαν όσοι είδαν τον κίνδυνο βεβήλωσης του Παρθενώνα με τους ρεαλιστές της εξωστρέφειας. Από τη μια πλευρά όσοι έσπευσαν αμέσως να προβάλουν στη συγκεκριμένη ιστορία φόβους και αντιπάθειες που πάνε πολύ μακρύτερα από ένα ντεφιλέ μόδας και τα φώτα του. Κι από την άλλη όχθη, όσοι αντιμετώπισαν το γεγονός της απορριπτικής κρίσης του ΚΑΣ ως έναν αφόρητο ιδεολογικό αναχρονισμό που φανερώνει την αποκοπή μιας συγκεκριμένης συντεχνίας, αλλά και μιας ολόκληρης νοοτροπίας από τις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας.


Με μια έννοια, παίχτηκε πάλι η περίφημη αντίθεση «αρχαίων» και «μοντέρνων» στη νιοστή εκδοχή. Και όση κωμική υπερβολή και άγρια επιπολαιότητα και αν κουβαλούν οι μάχες του πληκτρολογίου, έχουν τη σημασία τους. Γιατί ξαναβγάζουν στην επιφάνεια πάθη που σημάδεψαν την πορεία μας μέσα στον χρόνο, τις αντιφάσεις της νεωτερικής μας εξέλιξης.


Για παράδειγμα, είναι πια ολοφάνερο πως μεγάλο μέρος όσων συμφωνούν με την αρνητική γνώμη του ΚΑΣ το κάνουν γιατί ήδη βλέπουν με μισό μάτι αυτά που εκπροσωπεί η Gucci και ο κόσμος της: τη λογική του εφήμερου και του επιφανειακού που, σε συνδυασμό με το χρήμα και το εμπόριο, εμφανίζονται ως κίνδυνοι για τα φυσικά τοπία και τα συλλογικά ήθη. Πίσω από την αρχαιολογική ευαισθησία ορισμένων κρύβεται έτσι η απέχθειά τους για πλευρές της σύγχρονης ζωής και γι' αυτό που λογαριάζουν ως «παρακμιακή κουλτούρα». Οι ίδιοι οι μεγάλοι οίκοι μόδας και οι αντίστοιχοι χώροι του εφήμερου αντιμετωπίζονται ως χτυπητά παραδείγματα πολιτιστικής έκπτωσης και αλλοτρίωσης των ψυχών. Σύμφωνα, ας πούμε, με μια ορισμένη Αριστερά, όλα αυτά είναι βήματα που προωθούν την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών, ακόμα και των ιερών τόπων. Ενώ για ανθρώπους με συντηρητικές και κλασικιστικές αναφορές, η ανάμειξη της ποπ κουλτούρας σημαίνει σχεδόν πάντα την καταστροφή κάθε ιερότητας και αυθεντικότητας.

Με ενοχλεί η τάση πολλών στην Αριστερά αλλά και στην ελληνοκεντρική διανόηση (εδώ συγκλίνουν) να περιφρονούν τη μόδα, την ελαφρότητα, τον χώρο του εφήμερου. Το ότι ταυτίζουν την κριτική στάση με μια θρησκευτική καταγγελία των παρεκτροπών. Και μαζί η εχθρότητά προς οτιδήποτε έχει σχέση με οικονομική εξωστρέφεια και εμπόριο.


Σε αυτά τα σχήματα επιβιώνει πάντα η έριδα ανάμεσα στο εμπόριο και στην αρετή, στην πολυτέλεια και στον λιτό βίο, στην υλιστική Δύση και στη «μυστική» Ανατολή. Επιζούν τα παλιά υλικά της ιδεολογίας και της ελληνικής πολιτισμικής αμφιθυμίας, στοιχειώνοντας σημερινές καχυποψίες και αλληλοκατηγορίες.


Θα ρωτήσει κανείς «ωραία, ποιο είναι το θέμα λοιπόν;». Αν είσαι φιλελεύθερος, είσαι ασφαλώς με την Gucci και όλα τα συναφή, αν είσαι αριστερός, είσαι «ενάντια» (η πιο γλυκιά λέξη στον χώρο) και αν είσαι ένας συντηρητικός που ανησυχείς μονίμως για τη γλώσσα και την παιδεία μας, θα είσαι πάλι κατά. Οπότε, κι αυτή η υπόθεση δεν φαίνεται να παρουσιάζει κανένα μυστήριο και οι τοποθετήσεις ορκίζονται στους διαφορετικούς θεούς της πολιτείας. Πολυθεϊσμό των αξιών το ονόμαζε ο Μαξ Βέμπερ.

 
Να, όμως, που κάτι δεν είναι πειστικό για μένα σε αυτήν τη χοντροκομμένη ταξινόμηση. Ίσως αυτό: με ενοχλεί η τάση πολλών στην Αριστερά, αλλά και στην ελληνοκεντρική διανόηση (εδώ συγκλίνουν) να περιφρονούν τη μόδα, την ελαφρότητα, τον χώρο του εφήμερου. Το ότι ταυτίζουν την κριτική στάση με μια θρησκευτική καταγγελία των παρεκτροπών. Και μαζί η εχθρότητά προς οτιδήποτε έχει σχέση με οικονομική εξωστρέφεια και εμπόριο. Από την άλλη, όμως, βλέπω κι έναν κίνδυνο στην ορατή αδυναμία που έχουν ορισμένοι να διακρίνουν ανάμεσα στα συμβολικά αγαθά και στους απλούς οικονομικούς πόρους. Στην απροθυμία τους να αντιληφθούν πως υπάρχουν πνευματικές αξίες αυτόνομες, πέρα από τις αποδόσεις που μπορεί να έχουν (και καλώς) για την εθνική οικονομία ή τη συμβολή τους στη διαφήμιση της χώρας.


Άνθρωποι που βλέπουν την οικονομία φοβικά και υστερικά. Και άλλοι που αρπάζονται από όλα τα trends της πολιτιστικής οικονομίας της αγοράς, δίχως ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, χωρίς κριτική στάση. Θα πει κανείς, έτσι παίζεται το παιχνίδι των ταυτίσεων στο πραγματικό πεδίο. Όπως όταν πατάς like δεν διαθέτεις τη δυνατότητα να πεις συγχρόνως «επιφυλάσσομαι, όμως».


Γι' αυτό ακριβώς πρέπει να υπάρχουν αξιοσέβαστοι και πραγματικά ανεξάρτητοι θεσμοί. Για να κρίνουν όσο το δυνατόν ανεπηρέαστα και να αποφασίζουν. Αφήνοντας εμάς τους υπόλοιπους να μιλάμε για τα ιερά και τα βέβηλα, για τη Nelly, τον Dior ή την Gucci − και στην πραγματικότητα για την κυβέρνηση, τον Κυριάκο, τον νεοφιλελευθερισμό και πάει λέγοντας. Γιατί πάλι γύρω από το ίδιο δράμα στριφογυρίζουμε, ακόμα και αν μιλάμε για αγάλματα. Ιδίως όταν μιλάμε για τα τιμαλφή, προσπαθώντας, κάποτε, να κόψουμε δρόμο ανάμεσα στα εχθρικά πυρά όσων πυροβολούν, πριν καν ακούσουν τον άλλον.