Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γιατί δεν υπάρχουν πλέον μεγάλοι δίσκοι και διαχρονικά τραγούδια;

Τι πήγε στραβά στη δισκογραφία, μετά την εξάπλωση του ίντερνετ;

Γιατί δεν υπάρχουν πλέον μεγάλοι δίσκοι και διαχρονικά τραγούδια;

Πολύ δύσκολα τα ερωτήματα, και γι' αυτό το λόγο το κείμενο είναι παντελώς ανοιχτό. Και για μένα, και για όποιον άλλον θελήσει να πει μια γνώμη. Να διαφωνήσει, να συμφωνήσει ή να προσθέσει κάτι ακόμη.

Πρόκειται, εξάλλου, για μια συζήτηση που γίνεται χρόνια τώρα στις παρέες των μουσικόφιλων –τουλάχιστον τον παλιότερων, που έζησαν και την προ-ιντερνέτ εποχή– και που δεν έχει, οριστικά, καταλήξει κάπου. Ακούγονται απόψεις – άλλες σοβαρές και γόνιμες και άλλες εξωπραγματικές ή αφοριστικές. Φυσικά, το θέμα είναι ευρύτερο, απασχολεί και έξω, για να μην πω κυρίως έξω (γράφονται βιβλία, άρθρα κ.λπ.), αλλά, εδώ, δεν θα συνοψίσω το τι διαβάζω, τι ακούω ως συμμετέχων σε κουβέντες, ούτε το τι φτάνει από μακριά στ' αυτιά μου. Θα παραθέσω κάποιες δικές μου σκέψεις, που με απασχολούν καιρό τώρα (που μπορεί να είναι και άλλων) και τις οποίες θέτω, τώρα, προς... δημόσια διαβούλευση.

Κατ' αρχάς πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάτι βασικό. Πως η εμφάνιση και η εξάπλωση του ιντερνέτ άλλαξε τον τρόπο που ακούμε και σκεφτόμαστε γύρω από τη μουσική. Άρα, χοντρικά, από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά, κάτι αλλάζει.

Επίσης, πρέπει να συμφωνήσουμε στον τίτλο του κειμένου. Πως δεν υπάρχουν πια μουσικά κινήματα που ν' αποτελούν παγκόσμια φαινόμενα (τύπου beat, soul, punk, disco, grunge κ.λπ.) και πως δεν βγαίνουν πια οι πολύ μεγάλοι δίσκοι και τα πολύ μεγάλα τραγούδια, που θα χαρακτηρίσουν βαθιά ένα κίνημα (που δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς), μιαν εποχή ή μια δεκαετία.

Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με τη μουσική, σήμερα, αυτό οφείλεται στη... δημοκρατία τού ιντερνέτ, καθώς όλα τα είδη παίζουν το ίδιο και δεν υπάρχουν κυρίαρχα – τα οποία αναδείκνυαν, σε κυρίαρχα, οι παραγωγοί και οι εταιρείες και τα προωθούσαν τα μίντια

Φυσικά παγκόσμιες επιτυχίες παράγονται, βλέπε το "Despacito" φερ' ειπείν που πλησιάζει τα 4 δισεκατομμύρια χτυπήματα στο YouTube, ή το "Gangnam style", πριν λίγα χρόνια, που πλησιάζει κι αυτό τα 3 δισεκατομμύρια, αλλά τούτο δε σημαίνει κάτι. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω απ' αυτά τα τραγούδια. Κανένα κίνημα μουσικό, τίποτα που να κομίζει κάτι νέο, μια καινούρια πρόταση. Στην ποπ έστω.

Είναι τραγούδια του σωρού, με άλλα λόγια, σαν πολλά απ' αυτά που γίνονταν επιτυχίες όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, και που τώρα κανένας πια δεν τα θυμάται. Αφήνω το γεγονός πως όλα αυτά είναι πολύ χειρότερα από τα ανάλογα τραγούδια των Boney M π.χ. ή του David Cassidy, πριν 40 και 45 χρόνια. Κι αυτό γιατί είναι τραγούδια φτιαγμένα με κακές συνταγές, κομμένα και ραμμένα χωρίς «γωνίες», περασμένα μέσα από προγραμματισμούς που αποκόβουν κάθε ζωντανό και δημιουργικό μουσικό στοιχείο. Βέβαια αποκτούν, πρόσκαιρη, τεράστια αίγλη, αλλά αυτό δεν τα εξαγνίζει. Μετά από μερικούς μήνες δεν θα τα θυμάται κανείς. Και αυτό είναι μια καλή ανταμοιβή...

Το ζήτημα όμως δεν είναι οι «επιτυχίες», γιατί και όταν έβγαινε το punk στην Αγγλία του '76 ο κόσμος άκουγε το χαζούλι "Save your kisses for me" των Brotherhood of Man – αν και δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως την επόμενη χρονιά το "God save the Queen" των Sex Pistols είχε φτάσει μέχρι το νούμερο 2 του βρετανικού hit parade. To θέμα λοιπόν είναι τι γίνεται κάτω από τις πρώτες θέσεις των charts κι εκεί, σήμερα, πολλά πράγματα είναι το ίδιο απογοητευτικά.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Πού οφείλεται αυτή η πανθομολογούμενη ποιοτική καθίζηση; Γιατί δεν γεννιούνται μουσικά κινήματα, χώνοντας τραγούδια ακόμη και στους καταλόγους των επιτυχιών;

Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με τη μουσική, σήμερα, αυτό οφείλεται στη... δημοκρατία τού ιντερνέτ, καθώς όλα τα είδη παίζουν το ίδιο και δεν υπάρχουν κυρίαρχα – τα οποία αναδείκνυαν, σε κυρίαρχα, οι παραγωγοί και οι εταιρείες και τα προωθούσαν τα μίντια.

Φυσικά δεν είναι τώρα η ώρα να απαντήσουμε στο ερώτημα τι θα ήταν οι Beatles χωρίς τους παραγωγούς τους (κάτι θα πούμε πάντως στη συνέχεια) και χωρίς όλο εκείνο το staff των Parlophone, Capitol και Apple και των απανταχού αντιπροσώπων τους. Τι θα ήταν οι Beatles, χωρίς τα περιοδικά και τις εφημερίδες, χωρίς τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, που όλα μαζί σε συμφωνία φάσης προβάλλανε τα (φοβερά) τραγούδια τους.

Με την εμφάνιση του ιντερνέτ αρχίζει να αποδυναμώνεται αυτή ακριβώς η έννοια της «κυρίαρχης γραμμής». Η πληροφόρηση προσωποποιείται. Τα παλιά μέσα, που είχαν όλη τη δύναμη, σταματούν να επηρεάζουν με τον τρόπο που επηρέαζαν στην προ-ιντερνέτ εποχή. Νέες πλατφόρμες (facebook κ.λπ.) μετατρέπουν τον καθέναν από 'μας ως πόλο (μικρό, αλλά υπαρκτό) μιας νέας δημοσιογραφίας. Ως ακροατές, ειδικά, δεχόμαστε έναν κατακλυσμό μουσικού και περί τη μουσική λόγου από ασυντόνιστες πηγές, που έχουν ως αποτέλεσμα ένα μόνιμο πληροφοριακό σοκ. Στο χάος της πληροφορίας-απ'-όπου-κι-αν-προέρχεται το σημαντικό αποδυναμώνεται και χάνεται μες στα σκουπίδια.

Εν τω μεταξύ πάντα θα υπάρχει από τους μεγαλύτερους η αγωνία για το πότε θα εμφανιστεί ο νέος Dylan, Beatles ή Σαββόπουλος. Η απάντηση είναι: μάλλον ποτέ. Ξαναλέω, όμως, πως όλους αυτούς (ας πούμε από την «επανάσταση» του ροκ εν ρολ και μετά) δεν τους έκαναν μεγάλους μόνο το αναμφισβήτητο ταλέντο τους, αλλά και η βιομηχανία της δισκογραφίας με τα μίντια κ.λπ., που έπεσε επάνω τους για να κονομήσει (για να το πούμε και κάπως κυνικά).

Υπήρξαν καταπληκτικά συγκροτήματα στις δεκαετίες του '60, '70 και '80, που δεν έκαναν ούτε κατά διάνοια την καριέρα των Beatles ή των Clash και σήμερα τα θυμούνται λίγοι (οι συλλέκτες π.χ.), απλώς γιατί δεν προωθήθηκαν, όσο προωθήθηκαν άλλα, στην εποχή τους. Όποιος έχει το κουράγιο δε να παρακολουθήσει κάτι από τη σύγχρονη δισκογραφία (που δεν είναι ανύπαρκτη φυσικά) θα βρει φοβερά πράγματα σε όλα τα είδη της μουσικής. Απλά, κανείς δεν ασχολείται σοβαρά μαζί τους πια. Εκεί, όπου κάποιοι ασχολούνται, σοβαρά, βγαίνουν «παγκόσμια φαινόμενα» τύπου Jay-Z κ.λπ. (είτε μας αρέσουν εμάς, εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου, είτε όχι).

Κι εδώ μπαίνει η κομβική έννοια του παραγωγού, που είναι σε αναζήτηση σήμερα. Σε ουσιαστική αναζήτηση εννοώ. Γιατί παραγωγοί μπορεί να υπάρχουν, αλλά ο τρόπος που ενσωματώνουν την τεχνολογία στις ηχογραφήσεις έχει καταστήσει τις παραγωγές τους καλλιτεχνικώς ανενεργές. Άρα και ανίκανες να πάνε κάπου πέραν του εφήμερου. Αν, δηλαδή, μια παραγωγή είναι θέμα software-και-μόνο τότε ζήτω που καήκαμε!

Στην Ελλάδα η έννοια του παραγωγού είναι εντελώς παρεξηγημένη. Γενικά, νομίζεται πως ο παραγωγός είναι κάποιος γραφειοκράτης που ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα. Ψάχνει να βρει μουσικούς (εντάξει, αυτό δεν είναι και τόσο δευτερεύον), να κλείσει στούντιο, να πάρει τηλέφωνα, να ψήσει καφέδες, να υπαγορεύσει ακόμη και δελτία Τύπου κ.λπ. Ναι, στην Ελλάδα, αυτό είναι παραγωγός. Από παλιά δηλαδή, όχι τώρα.

Έχετε αναρωτηθεί άραγε, το λέω ως παράδειγμα, γιατί οι δίσκοι του Σπανού, του Χατζηνάσιου και του Μούτση από τα σέβεντις ακούγονται «το ίδιο»; Για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν είχαν ουσιαστικό παραγωγό – γιατί ο παραγωγός είναι πάνω απ' όλα μουσικός. Και όχι ό,τι κι ό,τι μουσικός, αλλά μουσικός με όραμα, με ιδέες, με γνώση της ιστορίας και φυσικά με τεχνικές γνώσεις (εννοείται). Τέτοιοι παραγωγοί έκαναν τα μεγάλα αριστουργήματα της ποπ και του ροκ, και του πανκ ακόμη-ακόμη. Πώς θα ήταν ο ήχος των Sex Pistols δίχως δίπλα τους τον Chris Thomas (που είχε δουλέψει με τους Beatles και τους Pink Floyd;). Χάθηκαν ή βγήκαν από τη μέση οι μεγάλοι παραγωγοί; Εξαφανίστηκαν και οι μουσικές που δυνητικά θα άλλαζαν την ιστορία.

Τώρα, το κάθε συνοικιακό συγκρότημα, στην Αθήνα ή τη Νέα Υόρκη, χρήζει εαυτόν παραγωγό. Do it yourself, λέει, και τρίχες κατσαρές. Πετάμε κι ένα τραγούδι στο YouTube ή το bandcamp κι όποιον πάρει ο χάρος. Αμ δεν είναι έτσι! Ρωτήστε, τρόπος του λέγειν, και τους Berry Gordy, Phil Spector, George Martin, Andrew Loog Oldham... Θα είχε ποτέ το "Berlin" του Lou Reed τον ήχο που έχει χωρίς την παραγωγή του Bob Ezrin; Τι θα ήταν ο ήχος του David Bowie δίχως δίπλα του τον Tony Visconti; Φυσικά και υπάρχουν καλλιτέχνες και συγκροτήματα που έκαναν μόνοι τις παραγωγές τους, όπως οι Pink Floyd ας πούμε στο "The Dark Side of the Moon", αλλά είχαν για μηχανικό ήχου τον Alan Parsons.

Αν η μουσική μαζί με τη βιομηχανία της λειτουργούσαν και σήμερα, θέλω να πω, όπως την προ-ιντερνέτ εποχή θα έβγαιναν και τώρα παγκόσμια αριστουργήματα τύπου σίξτις, σέβεντις ή έιτις – δεν λείπουν δηλαδή τα ταλέντα. Τώρα, οι πολύ καλοί δίσκοι ή και τα ενδεχόμενα αριστουργήματα, απλώς, χάνονται μέσα στην απεραντοσύνη του διαδικτύου.

Έτσι η διάλυση των εταιρειών, τουλάχιστον με τον τρόπο που λειτουργούσαν παλιότερα, και το γεγονός πως πετάχτηκε ό,τι απόμεινε από τους παλιούς ισχυρούς μηχανισμούς τους μέσα σ' έναν ωκεανό ακατέργαστης πληροφορίας, όπου η προσωπική γνώμη του καθενός μετράει δυνητικά το ίδιο με τη γνώμη του κριτικού, του ρέκτη, του επαΐοντα κ.λπ., οδήγησαν πολύ γρήγορα σε μιαν αλλοτρίωση του ίδιου του μουσικού προϊόντος (όπως το αντιλαμβανόμασταν όλοι μας, πριν το '95).

Άρα, και όπως κυλάει το πράγμα, δύσκολα θα ξαναδούμε τα πολύ μεγάλα ονόματα. Θα υπάρχουν όμως πάντα σπουδαία, γκρουπ, καλλιτέχνες κ.λπ., που θα έχουν ένα συγκεκριμένο χρονικό βεληνεκές, και που θα πρέπει ο κάθε μουσικόφιλος να τα ψάξει, να τα βρει και να τα προτείνει μόνος του, στους φίλους του, πραγματικούς ή μη, ή σε όσους τον ακολουθούν. Στo facebook, στο YouTube, οπουδήποτε...

Ποιος ξέρει τότε... Μπορεί κάτι να συμβεί σε τοπικό επίπεδο. Και συμβαίνει. Γιατί μεγάλα μουσικά κινήματα και μουσικές «επαναστάσεις», σαν εκείνες που είδαμε στο παρελθόν, έτσι όπως λειτουργεί σήμερα η κατάσταση, πολύ δύσκολα θα ξαναδούμε. Κάτι, εν τέλει, που θα πρέπει να το αποδεχτούμε.