Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η νύχτα και η Μύκονος

Όλα τα είχε προαναγγείλει ο Χρόνης Εξαρχάκος με μια φευγαλέα ατάκα στην «Παριζιάνα», πριν από μισό αιώνα και βάλε: «Δεν πάμε στη Μύκονο για να παραθερίσουμε, αλλά για να θερίσουμε παρά».

Η νύχτα και η Μύκονος

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ να μην ασχολείται με το νοσηρό και θορυβώδες καθεστώς της Μυκόνου, αλλά είναι αδύνατο να σε αφήσει να ησυχάσεις αυτό το καθαρτήριο ασυδοσίας και η κραυγαλέα του ύπαρξη, ακόμα και στην off season περίοδο.

Η κατάσταση μοιάζει να έχει ξεφύγει τελείως μετά τον πρόσφατο ξυλοδαρμό του αρχαιολόγου Μανώλη Ψαρρού, ελάχιστοι όμως άνθρωποι εκλαμβάνουν ως πραγματικές ειδήσεις ή ως κάτι πρωτοφανές και συνταρακτικό όλα αυτά τα άρθρα και τα ρεπορτάζ για τις μαφίες και τις αυθαιρεσίες και το όργιο απληστίας που πνίγει το ήδη υπερχειλισμένο νησί.

Είχα αναζητήσει κι εγώ, τις λίγες φορές που είχα επισκεφτεί το νησί κατά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, εκείνη την «άλλη Μύκονο» που κάποιοι μας έλεγαν ότι εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά μάλλον, όλα τα καλά και τα παλιά και τα ωραία είχαν τελειώσει μαζί με τα ‘80s.

Οι περισσότεροι συμπολίτες μας άλλωστε μοιάζουν να βρίσκονται καθηλωμένοι σε μόνιμο mode συγκατάβασης και ψύχραιμης (όσο είναι δυνατόν) απόγνωσης εδώ και καιρό, μια έντονη δυσθυμία που εξαπλώνεται σαν μετάσταση στο κοινωνικό σώμα, ειδικά ενόψει των επικείμενων εκλογών.

Μόνο η κυβέρνηση μοιάζει να σοκάρεται (για άλλη μια φορά, καθώς αυτός είναι ο default μηχανισμός που φαίνεται να έχει επιλέξει για κάθε περίσταση) για όλα αυτά που συμβαίνουν στη Μύκονο, λες και πρόκειται για ανταπόκριση από τον Άρη, λες και δεν ξέρουμε όλοι ποια είναι τα πραγματικά «άβατα» σ’ αυτή τη χώρα. Τα είχε προαναγγείλει άλλωστε όλα αυτά ο Χρόνης Εξαρχάκος με μια φευγαλέα ατάκα στην «Παριζιάνα» πριν από μισό αιώνα και βάλε: «Δεν πάμε στη Μύκονο για να παραθερίσουμε, αλλά για να θερίσουμε παρά».   

Είχα αναζητήσει κι εγώ, τις λίγες φορές που είχα επισκεφτεί το νησί κατά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, εκείνη την «άλλη Μύκονο» που κάποιοι μας έλεγαν ότι εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά μάλλον, όλα τα καλά και τα παλιά και τα ωραία είχαν τελειώσει μαζί με τα ‘80s.

Ακόμα και στο πιο απόμερο σημείο, υπήρχε κάτι απροσδιόριστα δυσοίωνο και συνθετικό στην ατμόσφαιρα. Κάποιες ευχάριστες και υπερβατικές (του μέρους) στιγμές με αγαπημένους ανθρώπους, αλλά μέχρι εκεί.

Και βέβαια η Δήλος, που είναι πραγματικά ένα ιδιαίτερος τόπος, ένα πεδίο απόκοσμης ενέργειας και σύνδεσης με το αρχαίο και με το αιώνιο, ένα μέρος όμως που μπορείς να το επισκεφτείς μόνο μέσω Μυκόνου και όσο να ‘ναι η σχέση αυτή προκαλεί ανησυχίες για την τύχη του. Οι αναθυμιάσεις της διαφθοράς, του high end υπερτουρισμού, της τσιμεντοποίησης και των ξεχειλισμένων το καλοκαίρι αποχετεύσεων από το «νησί των ανέμων» μπορεί να φτάσουν μέχρι εκεί. 

Έναν τέτοιο, υπαρξιακό σχεδόν, φόβο άφηνε να εκδηλωθεί ο Παντελής Μπουκάλας στη στήλη του στην «Καθημερινή», μετά την πρόσφατη επίσκεψή του στο νησί: «Μια γρήγορη ξενάγηση με αυτοκίνητο πλήγωσε τα μάτια και την ψυχή. Παντού αυθαίρετο τσιμέντο. Γυρνώντας το νησί, συναντούσαμε συνεχώς μπετονιέρες και φορτηγάκια που μετέφεραν εργάτες – αλλοδαπούς, τι άλλο, με "σίγουρα" δικαιώματα. Οι τσιμεντορίχτες, επενδυτές, λέει, έχουν κόψει το εικοσιτετράωρο σε τρία οχτάωρα. "Για να προλάβουν τη σεζόν". Πάνω-κάτω το ίδιο γίνεται κάθε χειμώνα σε όλα τα κυκλαδονήσια, μεγάλα και μικρά. Μήπως να φοβηθούμε πια ακόμα και για τη Δήλο;»