Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αναρωτιέται άραγε το χταπόδι πόσο έξυπνο είναι το καβούρι πριν το φάει;

Ένα νέο βιβλίο μάς προκαλεί να αποδράσουμε από την ανθρωποκεντρική «φούσκα» μας και να συλλογιστούμε τον ιδιαίτερο και εντελώς διαφορετικό από τον δικό μας τρόπο με τον οποίο άλλα έμβια όντα αντιλαμβάνονται τον κόσμο αλλά και την ίδια τους την ύπαρξη.

Αναρωτιέται άραγε το χταπόδι πόσο έξυπνο είναι το καβούρι πριν το φάει;

ΜΕ ΦΙΛΟ VEGAN σε ψαροταβέρνα τις προάλλες. Εμείς ξεκοκαλίζαμε κι εκείνος βοσκούσε. No fun. Τον ρώτησα «μα, ούτε θαλασσινά;» και μου απάντησε «δεν τρώω οτιδήποτε έχει μάτια». Μου φαίνεται άξιο κριτήριο.

Αναρωτήθηκα αν τα οστρακοειδή (που τα περισσότερα τα τρώμε ζωντανά) έχουν μάτια. Χταπόδι πάντως δεν παραγγείλαμε μετά το ζήτημα που έχει ανακινηθεί εσχάτως σχετικά με τις υπερβατικές ιδιότητες του είδους και παρότι είμαστε περίπου βέβαιοι ότι το χταπόδι δεν αναρωτιέται πόσο έξυπνο είναι το καβούρι, ας πούμε, ή τι είδους πόνο μπορεί να νιώθει, πριν το φάει. 

Ό,τι κι αν κάνουμε για να προστατευτούμε από τα κουνούπια μπορεί να αποβεί μάταιο εν τέλει, καθώς το μικροσκοπικό έντομο «διαθέτει ένα plan B για κάθε περίπτωση».

Αν υπάρχει κάτι πάντως που με έκανε να ξανασκεφτώ τη σχέση μας με άλλα έμβια πλάσματα και τον τρόπο με τον οποίον τα αντιλαμβανόμαστε (όχι μόνο ως τροφή αλλά συνολικά) είναι διάφορα αποσπάσματα που δημοσιεύονται τον τελευταίο καιρό από ένα καινούριο βιβλίο που ασχολείται με αυτό ακριβώς και φέρει τον τίτλο An Immense World («Ένας απέραντος κόσμος»).

Αυτό που με τράβηξε αρχικά ήταν το γεγονός ότι συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Εντ Γιόνγκ, αρθρογράφος του Atlantic που έγινε διάσημος τα δύο τελευταία χρόνια με τα κείμενά του για την πανδημία και τους τρόπους διαχείρισής της, κερδίζοντας μάλιστα και το περσινό βραβείο Πούλιτζερ στον τομέα της «επεξηγηματικής δημοσιογραφίας». 

Σ’ αυτό το νέο του βιβλίο, ο Γιόνγκ μάς προκαλεί να αποδράσουμε από την «αισθητηριακή φούσκα» μας και να συλλογιστούμε, έστω και λοξά, τον εντελώς ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο άλλα έμβια όντα αντιλαμβάνονται τον κόσμο αλλά και την ίδια τους την ύπαρξη και που συχνά είναι εντελώς διαφορετικός από τον δικό μας. 

Οι άνθρωποι έχουν την τάση να βλέπουν παντού τον εαυτό τους, διαπράττοντας διαρκώς το μέγα σφάλμα –διανοητικό και επιστημονικό– του ανθρωπομορφισμού, αλλά, όπως λέει στο βιβλίο, ακόμα κι ένας «τεχνικός» όρος όπως ο «υπέρηχος» δεν είναι παρά μια «ανθρωποκεντρική προσποίηση», αν σκεφτεί κανείς ότι πολλά θηλαστικά υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια ακοής του ανθρώπινου αυτιού.   

Λέει επίσης ότι οι άνθρωποι είμαστε ένα είδος «τόσο αδυσώπητα οπτικό ώστε το φως έχει φτάσει να συμβολίζει την ασφάλεια, την πρόοδο, την γνώση, την ελπίδα, το καλό» και επειδή, αντίθετα από άλλα είδη, δεν μπορούμε να δούμε στο σκοτάδι, έχουμε φωτίσει ολόκληρο τον πλανήτη με τεχνητό φωτισμό, συχνά επικίνδυνο για την ύπαρξη κάποιων ζώων, πουλιών και εντόμων. «Με κάθε πλάσμα που χάνεται, χάνεται κι ένας τρόπος αντίληψης του κόσμου. Οι αισθητηριακές μας φούσκες μας "προστατεύουν" μην επιτρέποντάς μας να αναγνωρίσουμε αυτές τις απώλειες. Δεν μπορούν όμως να μας προστατεύσουν από τις συνέπειες».  

«Οι αισθήσεις εμπεριέχουν πάντα ένα κόστος – σε κανένα ζώο δεν είναι τέλειες», σημειώνει χαρακτηριστικά. Εκεί που εμείς βλέπουμε μια απέραντη και επίπεδη θάλασσα, τα πουλιά αντιλαμβάνονται ένα υγρό τοπίο γεμάτο από βουνά και κοιλάδες, μια «μυστική τοπογραφία αόρατη στο μάτι αλλά αισθητή στη μύτη» – δυνατότητα που τα καθοδηγεί όχι μόνο να βρουν το επόμενο γεύμα αλλά και τον δρόμο της επιστροφής. 

Και κάτι επίκαιρο (καλοκαιρινό) που αναφέρει για τα κουνούπια. Το κουνούπι μπορεί να προσελκύεται από την θερμότητα του αίματος (μας), θα επιτεθεί όμως μόνο αν μυρίσει διοξείδιο του άνθρακα – από την άλλη, σύμφωνα πάντα με τους διάφορους ερευνητές που καταθέτουν την εμπειρία τους στο βιβλίο, ό,τι κι αν κάνουμε για να προστατευτούμε από τα κουνούπια μπορεί να αποβεί μάταιο εν τέλει, καθώς το μικροσκοπικό έντομο «διαθέτει ένα plan B για κάθε περίπτωση».