Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Βασιλική Γεωργιάδου: Η άνοδος και η πτώση του δεξιού εξτρεμισμού

Η καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου επιχειρεί μια ανασκόπηση της δεκαετίας που τελειώνει.

Βασιλική Γεωργιάδου: Η άνοδος και η πτώση του δεξιού εξτρεμισμού

Η δεκαετία που διανύουμε, της οποίας ο κύκλος κλείνει στο τέλος της χρονιάς, υπήρξε έντονη και δύσκολη. Είναι η δεκαετία της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, εκείνη κατά την οποία φανερώθηκαν τα βαθιά ελλείμματα πολιτικής εμπιστοσύνης, η δεκαετία που κατέδειξε ότι πίσω από τις αναλύσεις για την «παραδοσιακά αλληλέγγυα» ελληνική κοινωνία κρυβόταν η έλλειψη διάθεσης των παλιότερων γενιών να υποχωρήσουν στα «κεκτημένα» τους, η διατήρηση των οποίων μπορούσε να συμβεί μόνο σε βάρος νεότερων γενιών. Η αποτύπωση χαμηλών τιμών στον δείκτη της κοινωνικής εμπιστοσύνης, η πεποίθηση των νεότερων ότι οι μεγαλύτεροι «βολεύονται» υποσκάπτοντας τα δικά τους δικαιώματα, όπως και η αίσθησή τους ότι θα ζήσουν μια χειρότερη ζωή από τους μεγαλύτερους, καταδεικνύουν ένα ισχυρό διαγενεακό χάσμα που καταγράφηκε τη δεκαετία του 2010 (στοιχεία Metron Analysis, 2012).


Τα ελλείμματα εμπιστοσύνης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, όταν βαθαίνουν, ανοίγουν τον δρόμο για την άνοδο των λαϊκιστών και των εξτρεμιστών. Οι πρώτοι κερδίζουν σε μια τέτοια συγκυρία γιατί επιβεβαιώνεται το αφήγημά τους ότι «αυτοί εκεί πάνω» δεν νοιάζονται για τον «απλό λαό»· οι δεύτεροι αναζητούν τους συνοδοιπόρους τους σε πράξεις βίαιου ακτιβισμού κυρίως μεταξύ εκείνων που είναι αποξενωμένοι πολιτικά και υιοθετούν μια κυνική στάση απέναντι στην πραγματικότητα που τους περιβάλλει.

Η δεκαετία κλείνει με την περιθωριοποίηση του βίαιου δεξιού εξτρεμισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι θεραπεύτηκαν οι αιτίες που προκάλεσαν την άνοδό του. Tο εκλογικό σώμα, ωστόσο, πήρε ένα μάθημα όσον αφορά τις επώδυνες συνέπειες ακραίων επιλογών του.


Η δεκαετία του 2010 ξεκίνησε με τη σοκαριστική είσοδο της Χρυσής Αυγής στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, τελειώνει όμως με την εκλογική της καταβαράθρωση και την έξοδό της από την κοινοβουλευτική αρένα. Όσα μεσολάβησαν, οι διπλές εκλογές του 2012 που της εξασφάλισαν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και οι εκλογές του Ιανουαρίου/Σεπτεμβρίου 2015 που της έδωσαν την τρίτη θέση μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αποτελούν μελανές σελίδες της σύγχρονης κοινοβουλευτικής μας ιστορίας. Ιδίως στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, στην οποία ο εν τη ευρεία εννοία χώρος της άκρας δεξιάς είχε μια περιθωριακή παρουσία, η είσοδος στη Βουλή ενός κόμματος-πολιτοφυλακή αποτελεί μια επώδυνη στιγμή στην ιστορία της Μεταπολίτευσης.


Παρότι η ελληνική δημοκρατία φάνηκε ανθεκτική και οι εικασίες για «βαϊμαροποίησή» της δεν επαληθεύτηκαν, το αποτύπωμα του βίαιου δεξιού εξτρεμισμού υπήρξε βαθύ. Είναι σοκαριστικό ότι η κοινοβουλευτική παρουσία της Χρυσής Αυγής πήγε χέρι-χέρι με την ανάπτυξη των βίαιων δράσεών της, με δραματική κορύφωση τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα· ότι η μαζική εμπλοκή της οργάνωσης σε δεκάδες βίαιες επιθέσεις εναντίον ανθρώπινων και υλικών στόχων (βλ. Λ. Ρόρη, Κ. Ρουμανίας & Β. Γεωργιάδου, Έρευνα για την Πολιτική Βία στην Ελλάδα της Κρίσης) πραγματοποιήθηκε μετά την είσοδό της στη Βουλή το 2012· ότι η κοινοβουλευτική της παρουσία έγινε άλλοθι για παράγοντες της Εκκλησίας και της δημόσιας σφαίρας που ήθελαν να κηρύξουν έναν μισαλλόδοξο λόγο.


Η δεκαετία κλείνει με την περιθωριοποίηση του βίαιου δεξιού εξτρεμισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι θεραπεύτηκαν οι αιτίες που προκάλεσαν την άνοδό του. Tο εκλογικό σώμα, ωστόσο, πήρε ένα μάθημα όσον αφορά τις επώδυνες συνέπειες ακραίων επιλογών του. Παράγοντες της μιντιακής σφαίρας επίσης: η απόδοση ορατότητας σε ακραία μορφώματα μπορεί να έχει βαρύ πολιτικό και κοινωνικό τίμημα. Κυρίως όμως έγινε αντιληπτό ότι η αδράνεια του κράτους μπορεί να δώσει ευκαιρίες στους εξτρεμιστές, ενώ η εγρήγορση των θεσμών (όπως έγινε με τη δικαστική διερεύνηση της Χρυσής Αυγής και την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησής της από τη Βουλή) μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα σε τέτοιου είδους απειλητικές για τη λειτουργία και την ποιότητα της δημοκρατίας εκφράσεις.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO. Επιμέλεια: Μερόπη Κοκκίνη