Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Όλια Λαζαρίδου

Ηθοποιός, γεννήθηκε στο Κολωνάκι, ζει στα Εξάρχεια. Αγαπά τους γέρους και τα παιδιά γιατί είναι σε μια ηλικία που δεν διεκδικούν τίποτα.

Όλια Λαζαρίδου

 

Γεννήθηκα στη συμβολή των οδών Πλουτάρχου και Βασιλίσσης Σοφίας. Μέναμε στο ισόγειο κι έφτιαχνα ένα τρομερό παιχνίδι. Έδενα μια δεκάρα μ’ ένα διαφανές σκοινί, την πέταγα στο πεζοδρόμιο και όταν πήγαινε κάποιος να τη μαζέψει, την τράβαγα απ’ το παράθυρο. Επίσης, σ’ εκείνα τα παιδικά χρόνια της φοβερής μυθομανίας κοίταγα μέσα από τα παράθυρα και φανταζόμουν φοβερές ιστορίες για κυρίες με μεγάλες κουτάλες που ανακάτευαν κάτι μέσα σε κατσαρόλα, και μέσα στην κατσαρόλα υπήρχε ένα παπούτσι και άλλα τέτοια.

Ο πατέρας μου δούλευε στο ραδιόφωνο με τον Γιώργο Οικονομίδη και σε μια διαφημιστική εταιρεία, την Γκρέκα. Ήταν ένα είδος δημοσιογράφου.  Ήταν από τους ωραίους της εποχής, έμοιαζε με τον Κάρι Γκραντ. Φορούσε αυτά τα αγγλικά καρό σακάκια, ροζ πουκάμισα με μαντήλια, λες και είχε έρθει από το Χόλιγουντ. Είχε ανοιχτό αυτοκίνητο και όποτε ερχόταν να με πάρει από κάπου, έλεγαν όλοι «καλά, ο μπαμπάς σου είναι τρομερός». Και η μαμά μου ήταν όμορφη. Δεν με πήγαιναν στο θέατρο αντίθετα πήγαινα στο τσίρκο.

Δεν είχα ποτέ ιδέα τι ήθελα να γίνω. Μέχρι πολύ μεγάλη, που είχα πάει και στο πρώτο έτος στη σχολή, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτό το πράγμα που πίστευα, πως έχω βρεθεί εδώ κατά τύχη, ήταν τελικά η μοίρα μου. Όχι μόνο ήταν η μοίρα μου αλλά και το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να με χωρέσει και να με αντέξει. Τώρα, κοιτώντας πίσω, κατάλαβα αυτό το βαρύ πράγμα, ότι τελικά είναι το μόνο που μπορώ να πω ότι του δόθηκα ολοκληρωτικά.

Είμαι αποσπασματική, είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος. Μου το λένε και γι’ άλλα πράγματα. Είναι που καμιά φορά κοιτάω και ακούω φευγαλέα, που νομίζει ο άλλος ότι δεν του δίνω προσοχή, αλλά τελικά και άκουσα και κοίταξα. Απλώς, νομίζω ότι εντυπώνονται πολύ έντονα τα πράγματα μέσα μου, τα κοιτάω λοξά, τα επεξεργάζομαι μόνη μου και τα αφήνω να μπουν μετά. Έτσι λοξά αντιμετώπισα την ηθοποιία και με τα χρόνια μού βγήκε. Ευχαριστιόμουν να το κάνω, όπως πάει κανείς και κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Είχα μια σωματική χαρά. Ούτε εγκεφαλική ούτε καριέρας. Στη ζωή πρέπει οπωσδήποτε να είναι ικανοποιημένη η ψυχή σου με αυτό που θα κάνεις, αλλιώς θα περάσεις μια κόλαση.

Στο πρώτο έτος με φώναξαν στο γραφείο και με ρώτησαν «είσαι σίγουρη ότι θες ν’ ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο, γιατί φαίνεται σαν ν’ αδιαφορείς». Ακόμα νομίζουν για μένα, επειδή ήμουν κάπως μπλαζέ, ότι είχα μπλέξει με την ηρωΐνη. Ήταν λίγο θολό το μάτι μου. Δεν είμαι σνομπ, γιατί αν ήμουν, δεν θα με έκαιγε τόσο πολύ εκ των υστέρων ν’ ανοιχτώ στους ανθρώπους Οι άνθρωποι που είναι μπλαζέ είναι αυτάρκεις και δεν καίγονται να ενδιαφερθούν για τους άλλους ή να ξεπεράσουν την όποια τους παχυδερμία. Γιατί όλοι είμαστε παχύδερμα, αλλά έχω ξοδέψει πολύ χρόνο από τη ζωή μου για να είμαι λιγότερο παχύδερμο απέναντι στους άλλους.

Ήθελα να βγω να παίξω, αλλά με τρόμαζε πάρα πολύ όλο αυτό. Πρώτη μου παράσταση ήταν στο καλοκαιρινό θέατρο Βεάκη, στη Βικτώρια, στο Φιόρο του Λεβάντε του Ξενόπουλου. Ένιωθα τρομερό δέος που φορούσα κοστούμια που είχε σχεδιάσει ο Τσαρούχης. Δεν περιλαμβανόταν καθόλου στα σχέδια μου, ούτε ποτέ ήθελα να κάνω δικό μου θέατρο. Καθόλου. Διότι εγώ το θέατρο το συνδέω με κάτι ανάλαφρο. Δεν το συνδέω με κάτι που έχει να κάνει με επιχείρηση. Δεν μπόρεσα ποτέ να το δω έτσι. Νομίζω δεν μου ταιριάζει και πιστεύω θα έπεφτε έξω. Μου αρέσει να αλλάζω συνεργάτες, να κάνω και αυτήν τη βόλτα. Δεν έχω καθόλου καλή σχέση με την έννοια της ιδιοκτησίας. Από την άλλη, έχω τρομερή νοσταλγία για γαλήνη, εστία. Πάρα πολύ μεγάλη. Μεταφράζεται σε κάτι που έχει σχέση με κάτι εσωτερικό, ψυχικό και καθόλου με κάτι εξωτερικό. Είμαι λίγο πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια διάθεση να κάνω πράγματα που έχουν σχέση με εμένα, την Όλια, ως πρόσωπο και όχι ως επαγγελματία ηθοποιό. Όλα αυτά τα πράγματα έχουν να κάνουν με πράγματα πολύ δικά μου. Ας πούμε, συνεργαζόμενη με τους Active Member, βρήκα ότι υπάρχει κάτι πολύ δυνατό σε αυτό που κάνουν. Γενικά, έχουν κάτι από γκέτο κι αισθάνθηκα ότι μέσα στη μουσική τους υπάρχει κάτι αυθεντικό. Ένα αυθεντικό ουρλιαχτό, και ας μην ήταν του δικού μου κόσμου. Και ήθελα αυτό να το μεταφέρω και να το μοιραστώ στον χώρο μου. Στον χώρο του Φεστιβάλ Αθηνών, που είναι ο χώρος μου, και στους κουλτουριάρηδες του Φεστιβάλ Αθηνών που είναι το κοινό μου. Τα παιδιά από το 18 Άνω είναι άλλη ιστορία. Επειδή είχα στη ζωή μου ανθρώπους που είχαν σχέση με τα ναρκωτικά, όπως η Κατερίνα η Γώγου, που πέθανε από αυτό στο τέλος, αισθάνθηκα ότι ήθελα να κάνω κάποια εθελοντικά μαθήματα - επειδή είναι κάτι που με αγγίζει. Δεν ήταν από φιλανθρωπία, αλλά θα είχε κάτι πιο προσωπικό, δικό μου. Εγώ δεν είχα σχέση με τα ναρκωτικά, αλλά αισθάνομαι πως κατά τύχη, δηλαδή θα μπορούσα πολύ εύκολα και μετά και με την επαφή με τα παιδιά. Είναι ένας πόνος που τον κατανοώ, που μπορώ να τον καταλάβω και να τον μοιραστώ ισότιμα.

Τώρα ασχολούμαι τώρα με τις Καρέκλες του Ιονέσκο για το Φεστιβάλ Αθηνών. Γενικά, δεν μου αρέσουν τα έργα του Ιονέσκο, αλλά έπεσε πάνω μου αυτό το έργο και το θεωρώ αριστούργημα. Είναι δύο γέροι 95 ετών, που ουσιαστικά δεν είναι γέροι. Είναι ταυτόχρονα και παιδιά, οι απόλυτοι κλόουν. Αγαπώ τους γέρους πολύ, μου αρέσουν, γιατί είναι σε μια ηλικία, όπως τα παιδιά, που δεν διεκδικούν πια. Για εμένα η αντιπαθητική ηλικία είναι η ενδιάμεση, όταν οι άνθρωποι όλο κάτι θέλουν απ’ τη ζωή: να ζήσουν, να χώσουν το νύχι. Τα παιδιά και οι γέροι, όμως, έχουν και αυτό το κοινό χαρακτηριστικό: δεν διεκδικούν, απλώς ζουν. Η επικαιρότητα που έχει το έργο είναι ότι αποχαιρετούν αυτοί οι δύο έναν παλιό κόσμο. Ότι ξαφνικά βρίσκονται σε μία πραγματικότητα που δεν μπορούν να την καταλάβουν και την αποχαιρετούν. Αυτό έχει κάτι πολύ επίκαιρο γιατί εμείς είμαστε στο turning point.

Αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία κατάσταση που είναι σαν να πέφτει η τράπουλα και γίνονται συνέχεια τα ίδια κόλπα. Και σαν να μην μπορούν τα χαρτιά να κάνουν άλλους συνδυασμούς. Και γίνεται όλο αυτό με πάρα πολύ παλιούς τρόπους. Με πάρα πολύ παλιά σχήματα ιδεολογικά, τα οποία στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνονται πια σε τίποτα. Το καινούργιο δεν έχει ακόμη φανεί και όταν κάποια στιγμή φανεί, θα είναι σαν αυτονόητο. Και θα πούμε «μα, ναι, αυτό είναι, πώς δεν το είχαμε σκεφτεί». Δεν μπορούμε να το σκεφτούμε. Έτσι γίνονται τα πράγματα και στην τέχνη και παντού.

Φοβάμαι στην Αθήνα και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Πήγα για έναν μήνα στη Νίσυρο κι έκατσα και ηρέμησα. Δεν είχα συνέχεια αυτό το τρίτο μάτι να ελέγχει τα πάντα. Αυτός μπάτσος ο εσωτερικός είναι κάτι πάρα πολύ κουραστικό. Το κάνουμε πια αυτόματα και δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά κουράζει, εξαντλεί και είναι ανθυγιεινό. Φοβόμαστε πια τα κανονικά πράγματα. Υπάρχει μια υστερία πάνω σε αυτό, αλλά κι ένα πραγματικό θέμα.

Αισθάνομαι ότι περπατάω σε έναν τόπο ερειπίων. Μου λείπουν η ευγένεια και οι άνθρωποι που αισθάνεσαι ότι αυτό που κάνουν το κάνουν με μεράκι. Θέλω ευγένεια. Αυτό το πράγμα. Ή, έστω, ας προσποιούνται ότι το κάνουν με μεράκι. Αρκεί να το κάνουν με ευγένεια.

Nομίζω πως βλέπω τα πράγματα αρκετά γειωμένα. Ούτε αισιόδοξα ούτε απαισιόδοξα. Με διαύγεια, γειωμένα. Δεν μου αρέσουν αυτά τα «μας». Μια ζωή άκουγα το «μας» και είδαμε πού μας οδήγησε. Ποιοι «μας»; Nα σου απαντήσω για μένα. Αν μου χρειάζεται γείωση; Ναι, μου χρειάζεται, και όσο την αποκτώ μου κάνει πάρα πολύ καλό.