Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης: 25 χρόνια μετά τα «Εγκλήματα» μου φωνάζουν «γεια σου, Αχιλλέα!»

Ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου, ζει στο Περιστέρι. Είναι ταγμένος στο θέατρο, αλλά τον ενοχλεί που δεν τον βλέπει ο ήλιος. Λέει ότι ο φόβος δεν είναι καθαρός οδηγός και εκείνος φοβάται τις αναστολές του

Χρήστος Χατζηπαναγιώτης: 20 χρόνια μετά τα «Εγκλήματα» μου φωνάζουν «γεια σου, Αχιλλέα!»

Μεγάλωσα στο Πλωμάρι, στην επαρχία, με όλα τα καλά και τα κακά της. Όταν είσαι νέος, όμως, όλα φαίνονται κακά. Η Αθήνα ήταν για μένα ένα παιδικό όνειρο. Η απρόσωπη μεγαλούπολη, ήθελα να χαθώ και να αναπτυχθώ στη μαγεία της. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και όταν πήρε μετάθεση στην Αθήνα όλοι έκλαιγαν. Το αποφάσισαν γιατί ήμουν καλός μαθητής και ήθελαν να είμαι κοντά στα γράμματα, να μπω στο Πολυτεχνείο. Είχαν μεγάλα όνειρα για μένα οι δικοί μου, μάλλον τους απογοήτευσα τελείως.


• Ήρθα στην Αθήνα στη Δ' Γυμνασίου και τελείωσα τις τρεις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου, του Λυκείου ας πούμε, στο 1ο στην Πλάκα. Μέναμε στη Νέα Σμύρνη, αλλά έπρεπε να πηγαίνω σε πρότυπο σχολείο. Σιχαινόμουν το διάβασμα όμως, ήμουν από πίεση καλός μαθητής. Ακούω καμιά φορά ανθρώπους που αναπολούν τα σχολικά τους χρόνια. Όλη αυτή η δηθενιά, η μαυρίλα, η μη γνώση – εγώ βαριόμουν πάρα πολύ.


• Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, στο Τέχνης, δεν με πήραν πουθενά και τελικά άρχισα να σπουδάζω στο Λαϊκό Πειραματικό του Λεωνίδα Τριβιζά, στο Θέατρο Πορεία. Μόλις είχε γυρίσει και ο Τριβιζάς από τη Γαλλία, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση. Είχε κάνει σπουδαία πράγματα, είχε μαζέψει όλο τον αφρό του ελληνικού θεάτρου, την Καλογεροπούλου, τον Φέρτη, τη Μάγια τη Λυμπεροπούλου. Με σκηνοθέτησαν σπουδαίοι άνθρωποι, ο Μίνως Βολανάκης, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Ζιλ Ντασέν, ο Βουτσινάς στην περίφημη Λυσιστράτη του '86, μαζί με τον Λαζόπουλο. Εκεί γνώρισα και τον Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα (Νικολακοπούλου). Ζούσα το όνειρό μου, ακουμπούσα την τέχνη και τη διανόηση της Ελλάδας και κοίταζα σαν χάνος. Ένας άλλος άνθρωπος που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή μου είναι ο Τάσος ο Μπαντής από το Εμπρός. Μελετούσα μαζί του έναν Σαίξπηρ επί τρεις μήνες σε ένα ιδιαίτερο μάθημα και κωδικοποίησα ό,τι είχα μάθει τα δέκα χρόνια που ήμουν στη δουλειά και, το πιο σημαντικό, τι σημαίνει «χτίζω έναν ρόλο». Δεν σ' το μαθαίνει κανένας αυτό.

Είδες μια ωραία παράσταση σήμερα, «α, τι καλός που ήσουν», πάει, έσβησε, δεν μένει τίποτε από αυτό. Αέρας και σκόνη, αλλά αυτή είναι η ομορφιά της. «Υποκρίνομαι» είναι η ζωή στον ενεστώτα χρόνο.


• Η πρώτη μου επαφή με την τηλεόραση ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '80. Έπαιζα στην παιδική σκηνή της Καλογεροπούλου και μου πρότειναν να συμμετάσχω σε ένα παιδικό πρόγραμμα στη δημόσια τηλεόραση που λεγόταν «Πατατούφ». Υποδύθηκα έναν κλόουν, τον Πολύφημο, με μεγάλη επιτυχία, απλώς δεν έγινα γνωστός γιατί ήμουν κλόουν, με άσπρη μούρη και κόκκινη μύτη. Στη σχολή μού έδιναν αυτά που δίνουν σε όλα τα αγοράκια που πάνε στις δραματικές, τον Ορέστη και τα σχετικά. Ο πρώτος που μου είπε «παιδί μου, εσύ δεν είσαι γι' αυτούς τους ρόλους, είσαι για άλλα πράγματα, εσύ θα παίξεις τον Μαλβόλιο» ήταν ο Τσιάνος. Μου φάνηκε περίεργο, αλλά είχα ένα καλό: άκουγα, ιδιαίτερα αυτούς που θαύμαζα, και προσπαθούσα να καταλάβω τι θέλουν να πούνε και να το αφομοιώσω.


• Γύρω στο '92 έρχεται το μεγάλο τηλεοπτικό μπαμ με τους «Μήτσους» και μετά με τα «Εγκλήματα». Συνειδητοποιώ τι είχε γίνει τότε κάθε φορά που, σχεδόν 20 χρόνια μετά, μου λένε στον δρόμο «γεια σου, Αχιλλέα». Ήταν μια handmade σειρά τα «Εγκλήματα», ένα έργο που γράφτηκε πάνω μας μετά από ζύμωση ενός χρόνου από αυτό τον υπέροχο άνθρωπο που βρέθηκε στον δρόμο μας, τον Θοδωρή Πετρόπουλο. Ήταν σαν φύλακας-άγγελος για μένα τα επόμενα χρόνια ο Θοδωρής, με καθοδήγησε στο θέατρο, σε πολύ ιδιαίτερα έργα, κυρίως από τη σύγχρονη αμερικανική σκηνή. Προτείναμε στο κοινό μια νέα γλώσσα στην κωμωδία.

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO


• Όταν είσαι νέος, η αγωνία σου είναι να υπάρχεις και την επόμενη χρονιά. Η ανασφάλεια δεν τελειώνει ποτέ, η δουλειά μας δεν έχει να κάνει με το παρελθόν αλλά με το παρόν και το μέλλον, είναι η πιο εφήμερη τέχνη του κόσμου. Είδες μια ωραία παράσταση σήμερα, «α, τι καλός που ήσουν», πάει, έσβησε, δεν μένει τίποτε από αυτό. Αέρας και σκόνη, αλλά αυτή είναι η ομορφιά της. «Υποκρίνομαι» είναι η ζωή στον ενεστώτα χρόνο. Η ζωή αυτή είναι άλλη σήμερα, άλλη σε πέντε λεπτά, άλλη αύριο. Η αυριανή θα είναι άλλη παράσταση. Εσύ κυνηγάς να δημιουργήσεις αυτήν τη γέφυρα, με ράγα το κείμενο και όχημα τον εαυτό σου.

• Σε ποιητικά κείμενα σαν τον φετινό μονόλογο του Μάνου Ελευθερίου πρέπει να ανακαλύπτεις σταδιακά την εσωτερική τους γραμμή και αυτή να σε οδηγήσει στην αποστήθιση, να βρίσκεις την προφορικότητα της κάθε φράσης, τι τη συνδέει με την προηγούμενη. Είχα μείνει για πολλές μέρες στην πρώτη σελίδα. Η αλήθεια είναι ότι αφοσιώνομαι σε ένα θεατρικό κείμενο από τη στιγμή που ασχολούμαι μόνο με αυτό, γι' αυτό και δεν έκανα τίποτε άλλο στο θέατρο φέτος, δεν ήθελα «και ολίγον από Μάνο Ελευθερίου» τα Δευτερότριτα.


• Δεν είναι ωραίο πράγμα να φοβάται ο άνθρωπος. Δεν είναι καθόλου καθαρός οδηγός ο φόβος. Εγώ φοβάμαι τις αναστολές μου, που ευτυχώς δεν ήταν πολλές. Δόξα τω Θεώ, γεύτηκα τα πράγματα που ήθελα στη ζωή μου στον υπερθετικό βαθμό. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, τα γηρατειά φοβάμαι. Και του νου και του σώματος. Του νου με τρομάζουν πάρα πολύ, η ανημπόρια, το ότι μπορεί να φτάσεις σε σημείο να χάσεις την αξιοπρέπειά σου, να γίνεις βάρος, να μην μπορείς να είσαι. Φοβάμαι την ισορροπία μου στη δουλειά, στις παρέες, στον πολιτικοκοινωνικό μου περίγυρο. Αν προσπαθήσεις πια να αρθρώσεις μια γνώμη διαφορετική από των πολλών, γίνεσαι αμέσως στόχος. Δεν θέλω να απολογούμαι σε κανέναν για τις θέσεις μου, γι' αυτό προτιμώ να μιλάω όσο το δυνατόν λιγότερο. Μου φτάνουν οι φίλοι μου. Κάποια στιγμή με το Facebook είχα αρχίσει να εξωτερικεύω τις σκέψεις μου, αλλά μετά κατάλαβα ότι είναι μάταιο. Μου αρέσει να παρακολουθώ τους 5-10 ανθρώπους που εκτιμώ, κι ας μην κάνουμε παρέα. Μέχρι εκεί.


• Δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία, αλλά έχω βαθιά πίστη μέσα μου. Είναι ριζωμένη αλλά και υπό διαρκή αμφισβήτηση. Σαν ένα δεντράκι, που είχε γράψει και o φίλος μου ο Χρήστος Αγγελάκος, που το φυσά ο αέρας πάρα πολύ σε μια παραλία και προσπαθεί να σταθεί όρθιο.

Η ανασφάλεια δεν τελειώνει ποτέ, η δουλειά μας δεν έχει να κάνει με το παρελθόν αλλά με το παρόν και το μέλλον, είναι η πιο εφήμερη τέχνη του κόσμου. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
 
 


• Τα τελευταία χρόνια δεν πολυκυκλοφορώ στην πόλη. Πήγα πέρσι σε έναν γιατρό για ένα τσεκάπ και μου βρήκε το κατώτερο επίπεδο σε βιταμίνη D. Μου λέει «συγγνώμη, δεν σας βλέπει ποτέ ο ήλιος;». Τότε συνειδητοποίησα με τρόμο ότι μπορεί να περάσει ολόκληρος χειμώνας και να μη με δει ο ήλιος. Το πρωί θα έχω γύρισμα, συνήθως σε στούντιο ή σε εσωτερικό χώρο, μετά θα πάω κατευθείαν στο θέατρο και θα φύγω νύχτα. Ήμουν πολύ παιδί του ήλιου και αυτό είναι κάτι που μου λείπει.


• Η ζωή μας είναι οι φίλοι μας. Μένω στο Περιστέρι με τη Βίκυ (σ.σ. Σταυροπούλου) εδώ και 17 χρόνια. Αυτή η συμβίωση είναι συχνά δύσκολη, αλλά και πολύ ανακουφιστική. Φέτος για πρώτη φορά σκέφτομαι να μετακομίσουμε. Βαρέθηκα το σπίτι που μένουμε. Είναι με ενοίκιο, δεν πήραμε δάνεια την εποχή των «χρυσών αγελάδων» να έχουμε τώρα το κεραμίδι μας. Προτιμήσαμε να τα φάμε σε ταξίδια. Θέλω να αλλάξουμε σπίτι και εν ανάγκη, αν δεν βρούμε στο Περιστέρι, να πάμε σε άλλη γειτονιά. Η Βίκυ δεν το θέλει καθόλου. Θα δούμε. Ωραίες είναι οι αλλαγές. Σε ζωντανεύουν.

Info:

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης παίζει στον μονόλογο του Μάνου Ελευθερίου «Ο πατέρας του Άμλετ», σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Θέατρο Θησείον, και συμμετέχει στην καθημερινή σειρά του STAR «Ο άντρας των ονείρων μου».