Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

DJ Noiz

Πιστεύει πως αν περνάγαμε στ’ αλήθεια καλά, δεν θα ήμασταν όλη μέρα με ένα κινητό στο χέρι.

DJ Noiz
  • Η επαφή μου με το χιπ-χοπ έγινε από τις ταινίες που έβλεπα μικρός, τις βιντεοκασέτες που είχαν σχέση με το breakdance, τις συμμορίες και όσα είχαν αυτή η μουσική και η κουλτούρα γενικότερα. Νομίζω ότι από εκεί κολλήσαμε οι περισσότεροι. Δεν μπορούσαμε να το μάθουμε από κάπου αλλού. Ίντερνετ δεν υπήρχε τότε και το ραδιόφωνο δεν έπαιζε κάτι παρόμοιο. Γενικά, ήμουν λίγο σαν εξωγήινος όταν κυκλοφορούσα στη γειτονιά με ένα κασετόφωνο στον ώμο και καπέλο.
  • Χόρευα κιόλας. Έπαιρνες το κασετόφωνο και πήγαινες έξω από ένα μαγαζί, χόρευες κι έψηνες κι άλλους δυο που είχαν δει την ίδια ταινία. Μετά άρχιζες να αγοράζεις και μουσική. Θυμάμαι, έφευγα από τη Δραπετσώνα για να πάω ολόκληρο ταξίδι στο κέντρο, στην Ακαδημίας, και να αγοράσω ένα βινύλιο. Σιγά-σιγά τσίγκλαγα κόσμο, ώστε να μεγαλώσει αυτό. Αυτό είναι και το νόημα μιας σκηνής που για πολλά χρόνια ήταν στην αφάνεια: να βάζεις κόσμο να ακούσει κάτι διαφορετικό, μπας και βρεις παρέα σε αυτό.

Το σημαντικότερο είναι να είσαι καλά με τον εαυτό σου, να μην ντρέπεσαι γι' αυτά που κάνεις και να μην κάνεις πράγματα απλώς για να κερδίζεις χρήματα, εκτός κι αν είναι απόλυτη ανάγκη.

  • Από μικρός ήθελα να γίνω DJ, αλλά οι γονείς μου, που δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική, μου έλεγαν ότι «οι δίσκοι δεν τρώγονται». Τους φαινόταν περίεργο που ήθελα να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο.
  • Έκανα διάφορες δουλειές. Ήμουν βοηθός υδραυλικού, μηχανικός αυτοκινήτων και το μεσημέρι πήγαινα σε τεχνική σχολή για ψυκτικός. Το βράδυ, όμως, έπαιζα μουσική σε μαγαζιά. Μέχρι που παράτησα τις υπόλοιπες δουλειές με τις οποίες, ουσιαστικά, δεν είχα επαφή, απλώς έπρεπε να γίνουν για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Σιγά-σιγά ασχολήθηκα με τη μουσική, ως DJ, στην αρχή ερασιτεχνικά και στην πορεία επαγγελματικά.
Υπάρχει κόσμος που θεωρεί τη σκηνή λίγο γελοία. Λογικό, αν βλέπουν 2-3 Έλληνες που είναι για τα σκυλάδικα ή τους ξένους ράπερ που βγαίνουν με χρυσαφικά και αμάξια και τις γκόμενες να κουνάνε τους κώλους τους... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
 
  • Κάποια στιγμή μου ήρθε η επιθυμία να κάνω κάτι περισσότερο γι' αυτήν τη σκηνή που δεν είχε καθόλου συναυλίες και αναγκαζόμαστε να πηγαίνουμε στο εξωτερικό να βλέπουμε οτιδήποτε. Έτσι, έντεκα χρόνια πριν ξεκίνησα τη Noiz Productions, με σκοπό να κάνω συναυλίες. Δύσκολο εγχείρημα να κάνεις χιπ-χοπ συναυλίες στην Ελλάδα, όπως και τα πάρτι. Στην αρχή, όταν έκανα πάρτι, δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Είχα το ύφος μου, αλλά έπρεπε να παίζω λίγο απ' όλα, μέχρι που ήρθε η ώρα που αποφάσισα ότι έπρεπε να κάνω μόνο αυτό. Έκανα, λοιπόν, χιπ-χοπ πάρτι μία φορά την εβδομάδα, κάθε Τρίτη, στο Loop στο Θησείο. Τελικά, πέτυχε και κράτησε μέχρι τώρα. Αν το καλοσκεφτείς, το να έχεις 16 χρόνια, ασταμάτητα, μια βραδιά με συγκεκριμένη μουσική και να έχει πιάσει κιόλας, είναι κάτι που δεν το βρίσκεις συχνά, και ειδικά στην Ελλάδα. Νομίζω όμως ότι αν επιμείνεις σε κάτι και δεν ξεφύγεις από την πορεία σου, όσα σκατά και να φας, κάποια στιγμή θα ζήσεις το όνειρό σου κατά κάποιον τρόπο.
  • Στις αρχές δεν υπήρχε τίποτα όσον αφορά το χιπ-χοπ, μετά εμφανίστηκαν γκρουπ όπως οι FFC, οι Active Member, οι Terror X Crew. Ήταν όμορφο να το βλέπεις να γεννιέται αυτό και δεδομένο ότι έπρεπε να το στηρίξεις.
  • Κάποια στιγμή με κάτι παιδιά κάναμε τους Deadlock, βγάλαμε δύο δίσκους, αλλά δεν ήταν τελικά αυτό που με ενδιέφερε. Δεν ήθελα ποτέ να κάνω καριέρα με ένα γκρουπ. Ήθελα να παίζω σε μαγαζιά, να κάνω τα πάρτι μου, να κάνω συναυλίες, να γνωρίσω τους ανθρώπους που άκουγα και λάτρευα από τους δίσκους. Αυτό με εξιτάριζε περισσότερο και τελικά ήρθε αυτή η στιγμή.
  • Υπάρχει κόσμος που θεωρεί τη σκηνή λίγο γελοία. Λογικό, αν βλέπουν 2-3 Έλληνες που είναι για τα σκυλάδικα ή τους ξένους ράπερ που βγαίνουν με χρυσαφικά και αμάξια και τις γκόμενες να κουνάνε τους κώλους τους. Η ποζεριά υπάρχει παντού. Η ελληνική σκηνή, όμως, έχει φτάσει σε ένα καλό σημείο και τη γνωρίζουν πλέον όλοι, με τα καλά και τα άσχημά της.
  • Απ' ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου κι έχω ασχοληθεί, το πιο δύσκολο είναι η διοργάνωση συναυλιών, αλλά είναι το Α και το Ω για μένα. Μπορεί, βέβαια, να σε διαλύσει οικονομικά και ψυχολογικά, θεωρώ όμως πως μια συναυλία είναι και παιδεία και διασκέδαση και εμπειρία. Μπορώ να ξεχάσω τα πάντα, εκτός από το πώς πέρασα σε μια συναυλία. Αυτό δεν το ζεις ακούγοντας ένα mp3.
  • Η νύχτα έχει αλλάξει αρκετά από τότε που ξεκίνησα. Ο κόσμος πλέον είναι πιο μαζεμένος, πιο κλεισμένος στο σπίτι του. Οι νέοι κάποτε έβγαιναν για να γνωριστούν, να πιουν, να ακούσουν μουσική και να περάσουν καλά. Σήμερα ασχολούνται με τα social media. Ακόμα κι όταν βγαίνουν έξω δεν πολυμιλάνε και η διάθεσή τους είναι πεσμένη. Από την άλλη, βλέπω πολλά μαγαζιά να ανοίγουν, άρα ο κόσμος βγαίνει ακόμα. Δεν ξέρω αν το κάνει απλώς και μόνο για να ξεφύγει από την καθημερινότητά του. Δεν μπορεί, όμως, εκεί που είσαι, να τα σταματάς όλα και να βγάζεις ένα κινητό για να βγάλεις φωτογραφία το ποτό σου ή το φαγητό σου. Όταν περνάς καλά, το ξεχνάς αυτό.
Δεν ήθελα ποτέ να κάνω καριέρα με ένα γκρουπ. Ήθελα να παίζω σε μαγαζιά, να κάνω τα πάρτι μου, να κάνω συναυλίες, να γνωρίσω τους ανθρώπους που άκουγα και λάτρευα από τους δίσκους... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
 
  • Από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου ήταν όταν ήμουν για μια βδομάδα ο DJ των Special Olympics στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Πήρα πολλά πράγματα από αυτό. Έζησα καλοσύνη, ευγένεια, όσα δεν ζούμε στην καθημερινότητά μας. Έβλεπα αθλητές που θεωρητικά έχουν κάποια προβλήματα, που δεν πληρώνονται, δεν έχουν χορηγούς, αλλά τα δίνουν όλα γι' αυτό που αγαπάνε.
  • Το σημαντικότερο είναι να είσαι καλά με τον εαυτό σου, να μην ντρέπεσαι γι' αυτά που κάνεις και να μην κάνεις πράγματα απλώς για να κερδίζεις χρήματα, εκτός κι αν είναι απόλυτη ανάγκη. Και δεν χρειάζεται να ζεις πλουσιοπάροχα και μέσα στη χλιδή. Δεν σημαίνει ότι όλα θα σου πηγαίνουν ρόδινα ή όπως τα θέλεις εσύ. Αντιμετωπίζεις δυσκολίες, αλλά μέσα από αυτές ζεις και περνάς καλά. Κι αν κάνεις και κάποιους άλλους να περνάνε καλά, τότε είναι το πιο θετικό που μπορεί να σου συμβεί.

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Σεπτέμβριο του 2014