Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αλέξανδρος Ψυχούλης

«Η τέχνη είναι η μόνη διεξοδική ματιά απέναντι σε ό,τι συμβαίνει».

Αλέξανδρος Ψυχούλης

Επηρεασμένος από την αιώνια διαδικασία και ικανότητα της φύσης να εξαπλώνεται εκεί που η ανθρώπινη δραστηριότητα αναστέλλεται, ο Αλέξανδρος Ψυχούλης δημιούργησε ένα νέο έργο, προσπαθώντας να βρει απαντήσεις για τη σημερινή πραγματικότητα, αφού, όπως ο ίδιος τονίζει, οι λύσεις δεν θα έρθουν από τους οικονομολόγoυς.

Πού παραπέμπει ο τίτλος της νέας σου δουλειάς «Τα νύχια του Θεού»;

Τον δανείστηκα από ένα μαγαζί περιποίησης νυχιών στον Βόλο, όπου έχω το εργαστήριό μου και δουλεύω, το οποίο ονομάζεται God Nails. Μου άρεσε πολύ ως εικόνα και σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίος τίτλος για ένα φανταστικό φυτό που έφτιαχνα εκείνη τη στιγμή. Έχει απόλυτη σχέση με το Σολάρις, όπου περιγράφεται ο πλανήτης ως ατελής θεός, που όμως καταρρέει μέσα από την παντοδυναμία του. Κι ενώ είναι ικανός να κάνει τα πάντα, δεν βρίσκει νόημα για το τι θα κάνει. Μια μοναχική ύπαρξη που οι άνθρωποι προσπαθούν να προσεγγίσουν και να καταλάβουν, αντιλαμβάνονται δε ότι, χωρίς να προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί τους, μιμείται κάποιες μορφές, παίρνοντας διάφορα σχήματα και μορφώματα.


Οπότε, θα έλεγες ότι έχει και μια μεταφυσική διάσταση, ότι έχουμε πια αφεθεί στα νύχια του Θεού;

Όχι με τη χριστιανική έννοια, γιατί υπάρχει αυτή η άμεση αναφορά στο Σολάρις. Η έκθεση συνδέεται και με τη μελαγχολία της εποχής, στην οποία συμβάλλουν κατά κόρον τα ΜΜΕ και ειδικά η τηλεόραση, η οποία σε κρατάει σε ένα συνεχές σοκ. Αν όμως βγεις με το αυτοκίνητό σου έξω από την πόλη, όλη αυτή η πληροφορία της κρίσης διαχέεται. Και το ισχυρότερο στοιχείο που βλέπεις στην ύπαιθρο είναι η ακμάζουσα βλάστηση, που σε θεραπεύει. Η ιδέα γεννήθηκε κάπως έτσι, καθώς απομακρυνόμουν από την πόλη και κατευθυνόμουν στο νότιο Πήλιο. Ήταν χειμώνας προς άνοιξη και βρήκα τον μπαξέ μου με ελάχιστα μόνο ίχνη της δικιάς μου ύπαρξης από το καλοκαίρι, κυρίως πτώματα φυτών και άγρια βλάστηση που είχαν ανακαταλάβει όλο το μέρος που είχα στο παρελθόν καλλιεργήσει. Υπάρχει, λοιπόν, κάποιος που έχει ένα πολύ σταθερό πρόγραμμα ανάπτυξης κι εξέλιξης κι αυτός είναι η φύση. Η οποία προσπαθεί να ανακαταλάβει κάθε ίχνος εδάφους που η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει ανασταλεί.


Περιγράφεις τις συνέπειες της εγκατάλειψης…

Η καλλιέργεια είναι ένα στοιχείο πολιτισμού. Όποτε αυτό σταματάει, μια δύναμη αρχίζει την προσπάθεια οικειοποίησης του χώρου. Πάντα μ’ ενδιέφερε τι συμβαίνει στις πόλεις-φαντάσματα, όπως η Αμμόχωστος στην Κύπρο. Στην Πράσινη Γραμμή η βλάστηση αρχίζει να κατατρώει ό,τι ο ανθρώπινος πολιτισμός είχε χτίσει. Πιστεύοντας ότι δεν θα πάρω απαντήσεις για την κρίση από τους οικονομολόγους -δεν πιστεύω ότι η λύση θα έρθει από εκεί, σκοπίμως μας κάνουν να την περιμένουμε από τα οικονομικά μοντέλα-, άρχισα να μελετώ ορισμένες νομοτέλειες. Εκεί ήταν το σημείο αναφοράς μου, η ακμάζουσα φύση που προϋπήρξε του ανθρώπινου είδους. Που προετοίμασε τις συνθήκες για να υπάρξει ο άνθρωπος. Και συνεχίζει να έχει ένα πρόγραμμα, είτε υπάρχει κρίση είτε όχι. Στρέφω το βλέμμα μου λοιπόν εκεί, γιατί εκεί υπάρχουν απαντήσεις.


Παρ’ ολα αυτά, πάντα επιστρέφεις στην πόλη.

Δεν μιλάω για μια επιστροφή στη φύση. Χαίρομαι πάρα πολύ ανθρώπους που, λόγω κρίσης, επέστρεψαν στην επαρχία. Εγώ μεταφέρω μια εμπειρία. Το αντικείμενο της μελέτης μου βρίσκεται εκεί για να μου δώσει απαντήσεις για την πόλη. Το ίδιο το έργο είναι μια αναπαράσταση περιβολιού σε αγρανάπαυση, όπου αρχίζει να αναπτύσσεται ένα είδος μύκητα, ένα είδος φυτού που θα μπορούσε να μοιάζει πάρα πολύ με τον ατελή θεό του Σολάρις. Όλη η γκαλερί είναι ένα in situ έργο φτιαγμένο με πολλή χειρωνακτική εργασία, αφού όλη η εγκατάσταση είναι ένα μεγάλο πλεκτό. Για μένα αυτή η διαδικασία ήταν μια διέξοδος απ’ όλα αυτά που προσπαθούν να μας εξοντώσουν. Απασχολημένος μέσα στο εργαστήριο, έφτιαχνα τρισδιάστατα αντικείμενα περισσότερο ως μια διαδικασία διαλογισμού, μια αργή διαδικασία που σχεδόν μιμείται τους χρόνους της ίδιας της φύσης. Που δεν τη βιάζει τίποτα και που εν τέλει κερδίζει τη συνείδηση των πραγμάτων.


Θα έλεγες ότι έχεις φτάσει σε μια «κορύφωση» της δημιουργικής σου πορείας;

Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι ο Γούντι Άλεν των εικαστικών, σαν τακτική δράσης μέσα στα χρόνια. Χωρίς εφέ και φανφάρες λέει μια ιστορία και μόλις τελειώνει μ’ αυτήν πάει στην άλλη. Βλέποντας ταινίες του, δεν μπορείς να πεις ότι έχει μια κορύφωση.


Και ποια είναι τα αναγνωρίσιμα στοιχεία τα οποία κατέκτησε και τελειοποίησε;

Β0ρίσκω υπέροχο το ότι συνεχίζει ατέρμονα να δημιουργεί, χωρίς να περιμένει δύο χρόνια να μαζέψει τεράστια budgets για να κάνει μια ταινία. Αρχίζει αμέσως να διηγείται άλλη μια ιστορία. Δεν πιστεύω στις κορυφώσεις.


Μα, δεν έχεις πει ότι η εγκατάστασή σου «Body Milk» ήταν ένας σταθμός στην καριέρα σου;

Το είπα. Λέμε κάποια πράγματα και μετά μας δεσμεύουν… (γέλια). Ε, λοιπόν, τώρα το παίρνω πίσω. Δεν μ’ αρέσουν οι σταθμοί.


Μήπως εννοούσες σταθμό σε μια δυνητικά διεθνή καριέρα, επειδή εκτέθηκε στο Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο;

Δεν υπάρχει η έννοια της καριέρας στην Ελλάδα. Όπως αποδεικνύεται, είναι περίεργο να μιλάς για καριέρα στους εικαστικούς. Δεν υφίσταται. Δεν σημαίνει τίποτα το σπουδαίο να βγαίνεις και να εκθέτεις μια φορά σ’ ένα μουσείο, όταν δεν υπάρχει συνέχεια.


Γιατί δεν επιδίωξες να κάνεις καριέρα εκτός Ελλάδας;

Γιατί είχα εμπειρίες από καλλιτέχνες που συναντούσαν τους εραστές τους στα αεροδρόμια και μετά ζούσαν μια νευρωτική ζωή. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι η πατρίδα μου είναι εκεί όπου ήταν οι φίλοι μου και οι αγαπημένοι μου άνθρωποι. Και είχα την εμπειρία μιας άλλης κλιματολογικής συνθήκης, που δεν θα την άντεχα. Ήξερα ότι θα μείνω για πάντα στην Ελλάδα, και ειδικά στο νότιο Πήλιο. Το πήρα οριστικά απόφαση και δεν το έχω μετανιώσει.


Δηλαδή, δεν είχες ούτε τάσεις φυγής ούτε υπέρμετρη ματαιοδοξία. Σου αρκούσαν η καριέρα και η ζωή εδώ…

Ήμουν απόλυτα συνειδητοποιημένος από τα είκοσι τέσσερα. Βρήκα πρόσφατα ένα χαρτάκι στο οποίο είχα γράψει ένα μανιφέστο της προσωπικής μου ευτυχίας. Έλεγε: «Είμαι ευτυχισμένος, αν έχω κάπου να μένω, κάτι να τρώω, πάρα πολλά μολύβια και πάρα πολλά χαρτιά. Οτιδήποτε άλλο το θεωρώ επιπλέον». Πάντα υπήρχαν πολύ περισσότερα και τ’ απολάμβανα σχεδόν με ενοχές.


Μόλις ρίξαμε την ταφόπλακα σε μια θρασεία κι ελαφριά εποχή που διέβρωσε και την καλλιτεχνική δημιουργία. Μάλιστα, η γενιά σου επηρεάστηκε απ’ όλο αυτό και υπήρξες και ο ίδιος μέρος μιας τέτοιας έκφρασης.

Αν θέλεις να επικοινωνήσεις, πάντα λειτουργείς με τους αναγνωρίσιμους κώδικες της εποχής σου.


Απ’ όλη αυτή την εποχή της αλαζονείας του lifestyle, τι κρατάς και τι πετάς;

Νομίζω δεν έχω πρόβλημα να το πετάξω όλο αυτό. Ήταν συμπτώματα μιας εποχής την οποία ζήσαμε και στην ουσία μιλήσαμε με τους κώδικές της.


Τι είναι αυτό που σε οδηγεί στη σύλληψη ενός έργου; Η προσωπική ή η συλλογική αγωνία;

Είναι μάταιο να μην ξεκινάς από προσωπικές ανησυχίες. Ξεκινάς από το πιο κοντινό σου πρόβλημα. Π.χ. ένα παιδί που κλαίει. Πολλές μου εκθέσεις ξεκίνησαν από αυτό.


Άλλο όμως είναι ένα παιδί που κλαίει επειδή είναι κακομαθημένο κι άλλο ένα παιδί που δεν έχει να φάει…

Συνήθως βλέπω το δικό μου παιδί, που είναι κακομαθημένο. Ξεκινάς από το δικό σου πρόβλημα, το εξετάζεις μες στον μικρόκοσμό σου, κι αρχίζεις να εξετάζεις αν αυτό αντέχει σ’ ένα οικουμενικό πεδίο.


Μήπως έφτασε η ηλικία της ωριμότητας και της υπευθυνότητας;  

Δεν ξέρω αν η υπευθυνότητα θα έλυνε τα προβλήματα. Πάντα πίστευα ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να έχουν έναν βαθμό ανευθυνότητας. Αυτό, βέβαια, δημιουργεί πολλά προβλήματα στην προσωπική σου ζωή. Ίσως αυτό που φοβήθηκε η δική μου γενιά είναι αυτό που λες ωριμότητα. Αλλά μοιραία, μεγαλώνοντας, αλλάζουν οι διάλεκτοι κι αρχίζεις να κατανοείς περισσότερο τα πράγματα και τους ανθρώπους έξω από τον μικρόκοσμό σου. Φροντίζεις τότε η γλώσσα σου να απευθύνεται σε όσο περισσότερους γίνεται.


Σήμερα, που το ζητούμενο είναι η επιβίωση, ποιος ρόλος απέμεινε για την τέχνη;

Η τέχνη είναι η μόνη διεξοδική ματιά απέναντι σε ό,τι συμβαίνει. Έβλεπα στα διόδια της Αττικής Οδού ένα χέρι με χρυσό Ρόλεξ να βγαίνει από μια μπλε ελεκτρίκ Πόρσε, να παίρνει το χαρτάκι και να το πετάει κάτω. Αυτό είναι έλλειμμα παιδείας και πολιτισμού. Ο θυμωμένος πιτσιρικάς που τα καίει κι ο πλούσιος που φοροδιαφεύγει έχουν την ίδια έλλειψη κουλτούρας. Και είναι τεράστιο λάθος να νομίζουν ότι στην οικονομία θα βρεθούν οι λύσεις. Αυτή η κρίση θα μας φτωχύνει και θα μας κάνει πιο πλούσιους συγχρόνως. Γιατί θα αναγκαστούμε να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας, που στις χρυσές εποχές τα’ αφήσαμε γιατί βολευόμασταν. Και η τέχνη αρχίζει να έχει μεγαλύτερο βάρος κι ενδιαφέρον όταν μιλάει σε μια εποχή προβλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στα θέατρα και στις εκθέσεις υπάρχουν αυξημένα νούμερα.


Ακούγεται ότι τα νούμερα των πελατών στην τέχνη είναι σχεδόν ανύπαρκτα.

Δεν μας νοιάζει αυτό, καλύτερα.


Δεν σε νοιάζει γιατί έχεις πελάτες πλούσιους συλλέκτες.

Όχι, κάποτε ζούσα από αυτό. Σήμερα πια δεν υπάρχει.


Τέλειωσε κι αυτό με το lifestyle;

Δεν μ’ αρέσει που με κατατάσσεις εκεί.


Έτυχες ιδιαίτερης προβολής σε μια εποχή πλαστής ευμάρειας. Λειτούργησε υπέρ σου…

Λειτούργησε, αλλά δεν έγινα πλούσιος. Δυστυχώς ή ευτυχώς, χρηματιστήριο τέχνης στην Ελλάδα δεν είχαμε. Η Ελλάδα δεν μιμήθηκε την αγορά άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή της Αμερικής.


Από δω και πέρα, λοιπόν, τι απομένει;

Αν υπάρχει μια μορφή άμυνας απέναντι σ’ ό,τι αυτήν τη στιγμή συμβαίνει, είναι να μη σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε. Αυτό που ο καθένας μας θεωρεί αναγκαίο για τον ίδιο να κάνει. Εγώ δεν θα σταματήσω να κάνω αυτό που έκανα. Δεν ξέρω αν θα είναι πιο ώριμη τέχνη, απλώς θα συνεχίσω να λέω τις δικές μου ιστορίες, όπως ο Γούντι Άλεν.

Aλέξανδρος Ψυχούλης. «Τα νύχια του Θεού”, 10 Μαρτίου-12 Απριλίου 2012, a.antonopoulou.art, www.aaart.gr