Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Καλύτερα κομπινεζόν, παρά ρόμπα ξεκούμπωτη

Φτηνό χιούμορ και νέοσυντηρητική προσκόλληση σ’ ένα πρωτόκολλο που έχει σε μεγάλο βαθμό καταστεί ανενεργό από τις σύγχρονες περιστάσεις.

Καλύτερα κομπινεζόν, παρά ρόμπα ξεκούμπωτη

Την ημέρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των πρόσφατων ισπανικών εκλογών (αλλά και στο μεγαλύτερο διάστημα της προεκλογικής καμπάνιας) ουδείς από τους αρχηγούς των κομμάτων φορούσε γραβάτα, εκτός από τον Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos, ο οποίος φορούσε, και σε συνδυασμό με τα σηκωμένα μανίκια, το δειλό μούσι και την αλογοουρά θύμιζε κουμπάρο χεβιμεταλά γαμπρού σε θρησκευτικό γάμο, όπου, τέλος πάντων, πρέπει να διατηρηθεί κι ένα κάποιο πρωτόκολλο λόγω της περίστασης. Μερικούς μήνες πριν, κατά τη διάρκεια μιας έντονης αντιδικίας στη Βουλή των Κοινοτήτων μεταξύ εκπροσώπων των δύο (πρώην;) μεγάλων κομμάτων με θέμα το Βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας, ο Ντέιβιντ Κάμερον συνέστησε (μετά βδελυγμίας) στον ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν (ο οποίος κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί από μερίδα των media ότι μοιάζει με ταχυδρόμο, καθηγητή γεωγραφίας και άλλες τέτοιες «μίζερες» επαγγελματικές ιδιότητες) να φορέσει επιτέλους ένα κουστούμι της προκοπής και να δέσει σωστά τη γραβάτα του (γραβάτα φορούσε, πάντως). Η αντίδραση ακόμα και του μέσου συντηρητικού Βρετανού –ο οποίος αγαπά το πρωτόκολλο, αλλά απεχθάνεται τα φτηνά επιχειρήματα και τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη– ήταν μάλλον αρνητική στην επίθεση του Κάμερον. Ακόμα παλιότερα, κατά τη συνδιάσκεψη του G8 (G7 πλέον, μετά την προσωρινή αποβολή της Ρωσίας) το 2013 στη Βόρεια Ιρλανδία, κάποιος είχε την επικοινωνιακή έμπνευση να εγκαταλειφθούν οι γραβάτες και να εμφανιστούν οι ηγέτες χαλαροί και casual στις φωτογραφίες. Το αποτέλεσμα ήταν να μοιάζουν ακόμα πιο ίδιοι μεταξύ τους (και πιο fake) στα navy blazer που φορούσαν, σαν επιτροπή της εργοδοσίας που αποφάσισε να προβεί σε ομαδικές απολύσεις μια «casual Friday». Στην επόμενη σύνοδο, οι γραβάτες επανήλθαν.

Aυτό που τη βαράει στον κόσμο δεν είναι η απουσία της γραβάτας αλλά η επιδεικτική αποστασιοποίηση από την αντίληψη της πλειονότητας κάποιου ναρκισσευόμενου δήθεν outsider σαν τον Βαρουφάκη, ο οποίος, ενώ κραυγάζει ότι εμφανίζεται έτσι, με τις ακραίες casual/trendy πινελιές του, επειδή είναι περί της ουσίας και όχι των τύπων, στην πραγματικότητα προκαλεί τόσο «θόρυβο», που ξεχνιέται κάθε ουσία και μένει μόνο η πρώτη αντίδραση: «Τώρα, δηλαδή, τι παριστάνει αυτό το ψώνιο;».

Υπενθυμίζω αυτά τα περιστατικά βραχυκυκλώματος του ενδυματολογικού κώδικα, επειδή ακριβώς οι εποχές έχουν αλλάξει (και θα αλλάξουν ακόμα πιο πολύ καθώς οι πολιτικοί, ακόμα και οι πιο συντηρητικοί, θα αναγκάζονται να απευθύνονται εξίσου στις «γραβάτες» και στους «εργάτες») και τα πρωτόκολλα και οι εθιμοτυπίες δεν έχουν ούτε την αίγλη, ούτε την ισχύ, ούτε τη σημειολογία που είχαν κατά το παρελθόν. Υπ’ αυτή την έννοια, μόνο κέρδος αποσπά η ελληνική κυβέρνηση από τις τακτικές επιθέσεις  περί «τυχάρπαστων», «λέτσων», «άπλυτων» κ.λπ. που δέχεται κατά καιρούς με αφορμή τα ενδυματολογικά ατοπήματα  επιφανών στελεχών της και τον ευτελισμό, υποτίθεται, από μέρους τους πάσης φύσεως πρωτοκόλλων εμφάνισης και συμπεριφοράς. Ειδικά αν πρόκειται για σχόλια τόσο χαμηλού επιπέδου (και ξεφτιλισμένου χιούμορ) όσο αυτά που πλημμύρισαν (σαν να ξεχείλισε βόθρος) τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτές τις μέρες κατά την επίσημη επίσκεψη της εθνικής αντιπροσωπείας, κυρίως σε σχέση με το «κομπινεζόν» που επέλεξε να φορέσει η σύζυγος του πρωθυπουργού. Συνέπεσε και η επέτειος του περσινού κατάπτυστου δημοψηφίσματος και τα νεύρα ήταν πιο τεντωμένα από το κανονικό, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία για τέτοιου ύφους εκτόνωση. Χυδαίο και ανάρμοστο δεν είναι το φόρεμα, χυδαίο και ανάρμοστο ήταν το δημοψήφισμα ή οτιδήποτε άλλο από τα μύρια όσα μπορεί να ψέξει κανείς τη συγκεκριμένη κυβέρνηση με σοβαρά επιχειρήματα.

Δεν πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει κάποιου είδους dress code στους πολιτικούς (και στις συζύγους τους); Ναι, πρέπει. Οφείλουν να ενδύονται αξιοπρεπώς, να είναι κουμπωμένοι και ξενέρωτοι. Οφείλουν να είναι όσο γίνεται αόρατοι εμφανισιακά, είτε φοράνε κουστούμι και γραβάτα, είτε πόλο μπλουζάκι και κοτλέ παντελόνι. Αυτό που τη βαράει στον κόσμο δεν είναι η απουσία της γραβάτας (σκεφτείτε κράξιμο που θα έτρωγε ο Τσίπρας απ’ όλες τις πλευρές, αν ξαφνικά αποφάσιζε να παραβεί τον κανόνα που ο ίδιος με τόσο κραυγαλέο, τελικά, τρόπο κατοχύρωσε) αλλά η επιδεικτική αποστασιοποίηση από την αντίληψη της πλειονότητας κάποιου ναρκισσευόμενου δήθεν outsider σαν τον Βαρουφάκη, ο οποίος, ενώ κραυγάζει ότι εμφανίζεται έτσι, με τις ακραίες casual/trendy πινελιές του, επειδή είναι περί της ουσίας και όχι των τύπων, στην πραγματικότητα προκαλεί τόσο «θόρυβο», που ξεχνιέται κάθε ουσία και μένει μόνο η πρώτη αντίδραση: «Τώρα, δηλαδή, τι παριστάνει αυτό το ψώνιο;». Ας θυμηθούμε επίσης –για λίγο– τον αλήστου μνήμης Αυστριακό ακροδεξιό ηγέτη Γεργκ Χάιντερ, ο οποίος συστηματικά «τρολάριζε» (θα λέγαμε σήμερα) κάθε είδους ενδυματολογικό πρωτόκολλο, φορώντας από πανάκριβα κουστούμια σε έντονα χρώματα μέχρι παστέλ βερμούδες, σχεδόν πάντα όμως κόντρα στη «στολή» που απαιτούσε η εκάστοτε επίσημη περίσταση.