Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ένα (και δύο) ποτά με τον Juergen Teller στην Αθήνα

Ήρθε για να φωτογραφίσει εδώ τον κατάλογο των Barney's

Ένα (και δύο) ποτά με τον Juergen Teller στην Αθήνα

Do you know what I mean? * Πίσω στις αθώες (;), προ Ιnternet εποχές των ’90s, σχηματίσαμε την πραγματικότητά μας και τον τρόπο που φαντασιωνόμασταν αυτά που διαβάζαμε και βλέπαμε στα ξένα περιοδικά (ειδικά στο «Face») μέσα από τις φωτογραφίες του Juergen Teller, του Wolfgang Tillmans και της Nan Goldin. Αυτή η αντιφασιονίστικη ωμότητα, που ερχόταν σε τέλεια αντισυστημική αντίθεση με το υπερφίαλο καλοσιδερωμένο σύμπαν των top models και του photoshop, ήταν η μολότοφ στα χέρια όσων ήθελαν να δηλώσουν «ναι, είμαστε εδώ, αλλά είμαστε διαφορετικοί». Ειδικά η άψητη (raw) ματιά του Teller, έχτισε μια σχολή που πολλά χρόνια αργότερα έγινε μόδα. Τα αψεγάδιαστα μοντέλα έδωσαν τη θέση του σε characters, πανάκριβες γόβες πετάχτηκαν στη λάσπη για χάρη μιας φωτογράφισης, όλοι κάπως κατάλαβαν ότι η πραγματική ζωή είναι κάπου αλλού.

Ακολούθησα (ως fixer) για ένα Σαββατοκύριακο τον Juergen Teller, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα για να φωτογραφίσει τον νέο κατάλογο των αμερικανικών high-end καταστημάτων Barneys. Η Αθήνα της κρίσης είναι πεδίο έμπνευσης για την παγκόσμια καλλιτεχνική κοινότητα – κάτι καλό θα γεννηθεί μέσα από αυτό, το ξέρουμε πια. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι το πώς ένας ξένος (και η ομάδα του, γύρω στα 15 άτομα) αντιλαμβάνονται την πόλη και την κατάσταση, πώς μεταμορφώνουν την κάθε λεπτομέρεια σε σπουδαία τέχνη, πώς μπορούν να διηγηθούν ιδανικά μέσα από μερικές φωτογραφίες αυτό που ζούμε σήμερα (κάτι που δεν καταφέρνουν οι περισσότεροι φωτορεπόρτερ που στέκονται επίμονα στη στυγνή πραγματικότητα και χάνουν αυτό που συμβαίνει αθόρυβα δίπλα τους και ίσως έχει περισσότερα να πει).

Πώς αποδομούν τα αθηναϊκά σύμβολα, πώς καταφέρνουν να ισορροπήσουν μεταξύ της γραφικότητας και της αβανγκάρντ, πώς μια φωτογραφία μόδας μπορεί να χτυπήσει διάνα στο ψαχνό της επικαιρότητας. Ακόμα και αν δεν μπορούν να τα αποκωδικοποιήσουν όλα. Γοητεύονται από την Ακρόπολη και το Ηρώδειο, αλλά ξέρουν ότι δεν πρέπει να τα βάλουν μέσα στο κάδρο, γιατί αφαιρούν πόντους από τη δύναμη της εικόνας. Ένα άδειο μαγαζί πίσω από το ΝΙΜΙΤΣ με το αφισάκι «Ενοικιάζεται», το σιντριβάνι της πλατείας Μαβίλη, μια στροφή στον δρόμο για το Λαύριο, ένα ανθοπωλείο, οι αλογοκεφαλές στο Μπρίκι, ένας απλός γκρι τοίχος έξω από το μετρό του Κεραμεικού (και όχι τα γκράφιτι), ο βράχος έξω από το θέατρο του Λυκαβηττού με τα συνθήματα «Panathinaikos» και «G13» (και όχι η θέα), μια διαφήμιση εταιρείας ενοικίασης σκαφών, η καταστασιακή Kunsthalle του Μεταξουργείου.

Η αλάνθαστη ματιά του Juergen Teller δεν αλληθώρισε ποτέ προς τη γοητευτική παρακμή (ακόμα και όταν το πρωί της Κυριακής μπήκαμε μαζί σε ένα μπουρδέλο της Ιάσωνος) ή τη δεδομένη ομορφιά της Αθήνας (αρνήθηκε να φωτογραφίσει στην Πλάκα). Κέντραρε στο μικρό, το αληθινό, το παγκόσμιο. Χωρίς να ξέρει καλά την Αθήνα, σούταρε εκεί που βρίσκεται το ουσιαστικό νέκταρ, εκεί που είναι η αληθινή ζωή και μας δίδαξε ότι η πραγματική Αθήνα δεν είναι το ιστορικό κέντρο, η (στον κόσμο της) Κηφισιά, τα πολιτικοποιημένα Εξάρχεια ή το Κολωνάκι που κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να δείξει τα snapshots της Αθήνας, εκεί που βρίσκεται η πραγματική ζωή, πέρα από τις οποιεσδήποτε «δεδικασμένες» ταμπέλες.

Τους δρόμους των Αμπελόκηπων, την παράλληλη ζωή στις βίλες της Φιλοθέης, τους θαμώνες στις μεγάλες καφετέριες του Γκαζιού. Δηλαδή, αυτό που είναι η Αθήνα σήμερα, πέρα από τους ελιτίστικους, χιπστερικούς αφορισμούς και το περιχαρακωμένο σύμπαν της mainstream φούσκας. Δηλαδή, αυτό που ζούμε σήμερα, αλλά το καταγράφουμε λανθασμένα. Do you know what I mean?