Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ακολούθησε έναν δικό του δρόμο

Το καλύτερο λεύκωμα που έγινε ποτέ για τον Ιερώνυμο Μπος.

Ακολούθησε έναν δικό του δρόμο

Από ένα γαλάζιο ποτάμι έντεκα γυμνοί άντρες αναδύονται και σπρώχνονται να μπουν μέσα σε ένα μισοσπασμένο αυγό. Μεγάλο.

Είκοσι άλλοι (γυμνοί κι αυτοί, αλλά ίσως είναι και γυναίκες μεταξύ τους) κάθονται οκλαδόν κυκλικά και σηκώνουν στους ώμους τους μια δυσανάλογη φράουλα. Μεγάλη.

Στη χλόη είναι πεσμένος μπρούμυτα ένας άντρας. Γυμνός. Μάλλον κοιμάται. Ένα ελάφι σκύβει και τον μυρίζεται.

Πάνω σε υπερφυσικά σπουργίτια, κάπρους, μονόκερους και κοκκινολαίμηδες καλπάζουν γυμνοί άντρες.

Μέσα σε ένα βαρέλι με κρασί (ή αίμα), όπου πλέουν μαύρα βατράχια κι ερπετά, προβάλλει το κεφάλι ενός άντρα. Μια πράσινη, γιγάντια σαύρα σκύβει από πάνω και ξερνάει φλόγες, καίγοντάς τον.

Σε μια υπερτροφική αγκαθιά, τρία σώματα αντρών, γυμνά, είναι καρφωμένα, διάτρητα. Ο ένας φοράει μεταλλικό κράνος, ο άλλος φτύνει αίμα. Άλλος βυθίζεται στο χώμα, βλέπουμε μόνο το χέρι του.

Ένα ξωτικό με πόδια κότας και ουρά ποντικού σφυροκοπάει τα μέλη ενός γυμνού άντρα που έχει ριχτεί δεμένος πάνω σε ένα πυρακτωμένο αμόνι. Δίπλα, πάνω σε μια μεταλλική εστία, φαίνεται το μισοκαμένο σώμα ενός άλλου – έχουν απομείνει μόνο τα δυο του πόδια κι ένα χέρι.

Ένα από τα ωραιότερα λευκώματα του Taschen, το πληρέστερο που έγινε ποτέ για τον Ιερώνυμο Μπος, κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες και συμπτωματικά βρίσκεται απόψε πάνω στο γραφείο μου – απόψε, που ακόμα μια φορά, ό,τι πάω να πω, μου φαίνεται ξαναειπωμένο κι άχρηστο.

Τι κατόρθωμα! Ιδιοφυώς έχει απομονωθεί κάθε «επεισόδιο» από τα πυκνοκατοικημένα έργα του, σχεδόν ως αυτόνομος πίνακας, με πρωτοφανή διαύγεια και ποιότητα απεικόνισης, κι είναι σαν να φανερώνεται πρώτη φορά, πέρα από τον αρχικό ίλιγγο του όλου, η σοβαρότητα του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου. Σε έναν αιώνα που η ζωγραφική ήταν αρμονία, θρησκεία, μνημειακότητα, μυθολογία και λαμπρότης (κατέφθανε καλπάζοντας η Αναγέννηση), αυτός ο άνθρωπος-κομήτης διαφοροποιήθηκε από όλους και από όλα, χρησιμοποιώντας ένα παρακατιανό, γκροτέσκο ύφος, που το είχαν οι λαϊκοί τεχνίτες στις ξυλογραφίες, τις διακοσμήσεις πέτρας, τα "κόμικς" στα περιθώρια των χειρογράφων. Πήρε το χτυπητό, φαιδρό ιδίωμα και το έκανε ζωγραφική. Μεγάλη.

Έχουν πει πολλά για τους συμβολισμούς του έργου του. Έχουν μιλήσει για αλχημεία, αιρέσεις, μυστικισμό, αστρολογία κ.λπ. Κι έχουν αδίκως προσπαθήσει να αποδώσουν στον χαρακτήρα του Μπος κάτι από την ασυδοσία της φαντασίας του. Δεν ισχύει τίποτα. Επρόκειτο για έναν εχέφρονα, επιτυχημένο και απολύτως ιδιοφυή άνθρωπο. Το μεγαλείο του ήταν η απόφαση που πήρε να γίνει κάτι απολύτως ανόμοιο, αταίριαστο, ανάδελφο με οτιδήποτε άλλο.

Όπως έγραψε το 1605 ο José de Siguenza (και είναι προμετωπίδα του βιβλίου): «Ήξερε ότι έχει μεγάλο ταλέντο και οι άνθρωποι θα τον κατατάξουν ως έναν ζωγράφο πίσω απ' τον Ντύρερ, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Ραφαήλ και άλλους, έτσι ακολούθησε έναν καινούργιο δρόμο, έναν δρόμο που θα άφηνε όλους τους άλλους πίσω του...».

www.facebook.com/stathis.tsagar