Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Jonny Greenwood έγραψε ένα αριστούργημα για την ταινία Phantom Thread

Ο κιθαρίστας των Radiohead υπογράφει το soundtrack της νέας ταινίας του Paul Thomas Anderson και φυσικά, προτείνεται για Όσκαρ

Ο Jonny Greenwood έγραψε ένα αριστούργημα για την ταινία Phantom Thread

Πριν από λίγες ημέρες, η μουσική του Jonny Greenwood για τη νέα ταινία του Paul Thomas Anderson «Phantom Thread» έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Best Original Score. Μπορεί για πολλούς να μοιάζει με μια υποψηφιότητα σαν όλες τις άλλες, αλλά στην πραγματικότητα έχει ξεχωριστή σημασία.

Πρόκειται κυρίως για την αργοπορημένη αναγνώριση της δουλειάς του πιο εργατικού, ταπεινού και χαρισματικού μέλους των Radiohead από την Ακαδημία, όπως και για μια ευκαιρία για το μαζικότερο κοινό να ανακαλύψει τη δημιουργική διάνοια του Greenwood μέσα από τις εκπληκτικές solo κυκλοφορίες του.

Οι συνθέσεις με τις πλούσιες έγχορδες ενορχηστρώσεις αναδεικνύουν το μελοδραματικό πνεύμα της ταινίας, ενώ τα απειλητικά πιανιστικά περάσματα αποκρυσταλλώνουν άψογα τα ανείπωτα συναισθήματα που κρύβονται στην ψυχή των δύο πολύπλοκων χαρακτήρων.

Ο Βρετανός πολυοργανίστας και κιθαρίστας του δημοφιλούς συγκροτήματος υπέγραψε για πρώτη φορά σάουντρακ σε ταινία του μεγάλου Αμερικανού σκηνοθέτη το 2007 με το «Τhere will be blood», το οποίο, παρόλο που αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά της κινηματογραφικής ιστορίας, κρίθηκε από την Ακαδημία ακατάλληλο να συμπεριληφθεί στη λίστα των υποψηφιοτήτων των Όσκαρ λόγω κάποιων ειδικών κανονισμών.

Έκτοτε οι δύο καλλιτέχνες συνέχισαν τη συνεργασία τους. Τα φιλμ «Master» και «Inherent Vice» και το ντοκιμαντέρ «Junun» του Paul Thomas Anderson διακρίνονται για τις αριστοτεχνικές συνθέσεις του Greenwood, με τον τελευταίο να κατανοεί απόλυτα το όραμα του σκηνοθέτη σε κάθε του ταινία.

 

Το επίσημο τρέιλερ της ταινίας PhantomThread.

Ωστόσο, η επίσημη επιβράβευση ήρθε με την τελευταία τους δημιουργική σύμπραξη. Το «Phantom Thread» είναι ένα νευρωτικό ρομάντζο που εκτυλίσσεται στο ντελικάτο Λονδίνο της δεκαετίας του 1950.

Αφηγείται την ιστορία του εμμονικού με τη λεπτομέρεια μόδιστρου Reynolds Woodcock (τον οποίο υποδύεται ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις) που σχεδιάζει ρούχα και ντύνει μέλη της υψηλής κοινωνίας της βρετανικής μητρόπολης. Όταν ερωτεύεται μια νεαρή σερβιτόρα ονόματι Alma (την υποδύεται η Vicky Krieps), η σχέση τους μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι εξουσίας μεταξύ των δύο.

Για τις ανάγκες της ταινίας ο Greenwood συγκέντρωσε μια 60μελή ορχήστρα. Το σάουντρακ εμπνέεται κυρίως από την κληρονομιά των ρομαντικών της κλασικής μουσικής δωματίου αλλά και από την μπαρόκ ηχητική αισθητική, με το λεπτεπίλεπτο, εκλεπτυσμένο αποτέλεσμα να συνδυάζεται με την εύθραυστη σχέση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, όπως και με το ύφος της εποχής και της κοινωνίας που αποτυπώνει το φιλμ.

 

Το "House of Woodcock" του Jonny Greenwood από το soundtrack της ταινίας Phantom Thread. Το σάουντρακ εμπνέεται κυρίως από την κληρονομιά των ρομαντικών της κλασικής μουσικής δωματίου αλλά και από την μπαρόκ ηχητική αισθητική

Οι συνθέσεις με τις πλούσιες έγχορδες ενορχηστρώσεις αναδεικνύουν το μελοδραματικό πνεύμα της ταινίας, ενώ τα απειλητικά πιανιστικά περάσματα αποκρυσταλλώνουν άψογα τα ανείπωτα συναισθήματα που κρύβονται στην ψυχή των δύο πολύπλοκων χαρακτήρων.


Όπως είπε και ο ίδιος ο Greenwood, «σκοπός μου ήταν να αποδώσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αίγλη της εποχής και τον ρομαντισμό που συνυπήρχαν με τον φόβο και το σκοτάδι. Δεν ήθελα να ακουστεί σοβαροφανές ή ρετρό, αλλά δεν είμαι και ο Penderecki».

Μπορεί στο μυαλό των περισσοτέρων ο Greenwood να είναι ο ταλαντούχος κιθαρίστας των Radiohead με τα εξωπραγματικά, φουτουριστικά σόλο και το όνομά του να έχει ταυτιστεί με τη σύγχρονη πoπ/ρoκ κουλτούρα, αλλά ο Βρετανός είναι ένας πολυπράγμων μουσικός με πολυδιάστατη μουσική παιδεία.

Τα αρχικά του ερεθίσματα εντοπίζονται στη μουσική που άκουγε στο αμάξι των γονιών του, όπου έπαιζαν κασέτες από μιούζικαλ, κονσέρτα του Mότσαρτ και διασκευές τραγουδιών των Simon and Garfunkel. Όταν κάποια κασέτα χαλούσε, επικεντρωνόταν στον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου, ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί τις μελωδίες των τραγουδιών.

Γρήγορα άρχισε να παίζει μπάσο, ντραμς, βιόλα, πιάνο και Οndes Martenot, έναν πρόδρομο του συνθεσάιζερ, παράλληλα συμμετείχε σε διάφορες μπαρόκ ορχήστρες της περιοχής της Οξφόρδης, ενώ ταυτόχρονα πήγαινε σε συναυλίες των Fall.

Ενώ φοιτούσε στο ιδιωτικό σχολείο Abingdon μαζί με τον αδελφό του και μετέπειτα μέλος των Radiohead, Colin, γνώρισε τον Thom Yorke, τον Εd O'Brien και τον Phil Selway, και άρχισε να παίζει στην μπάντα τους On A Friday.

Οι Radiohead. Η μπάντα ξεκίνησε με το όνομα On A Friday αλλά όταν το 1991 υπέγραψε συμβόλαιο με την EMI άλλαξε το όνομά της σε Radiohead

Όταν η μπάντα υπέγραψε το 1991 επαγγελματικό συμβόλαιο με την EMI άλλαξε το όνομά της σε Radiohead, ο Greenwood παράτησε τις σπουδές του στη μουσική και στην ψυχολογία και... η ιστορία για το πώς οι Radiohead εξελίχθηκαν σε ένα από τα πιο σημαντικά συγκροτήματα της σύγχρονης ροκ ιστορίας είναι χιλιοειπωμένη.

Η πρώτη απόπειρα του Greenwood να δοκιμάσει τις συνθετικές του δυνάμεις εκτός του πλαισίου ενός γκρουπ πραγματοποιήθηκε το 2003, όποτε έγραψε τη μουσική για το ντοκιμαντέρ «Bodysong», το οποίο μάλιστα κέρδισε και το βραβείο BAFTA την ίδια χρονιά.


Μέσα από αυτήν του τη δουλειά ο Paul Thomas Anderson συνειδητοποίησε πως είχε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο, με τον οποίο έφτασαν τελικά στην προσωπική τους κορυφή με το «There will be blood».

Στη συνέχεια o Βρετανός μουσικός υπέγραψε το σάουντρακ της γιαπωνέζικης ταινίας «Norwegian Wood» (από το ομότιτλο βιβλίο του Mουρακάμι), ενώ ξεκίνησε και νέα συνεργασία με τη σκηνοθέτιδα Λιν Ράμσεϊ, γράφοντας αρχικά τη μουσική για το ψυχολογικό δράμα «We need to talk about Kevin» και πέρσι για την τελευταία της ταινία «You were never really here».

 

 Ο Jonny Greenwood σε συνέντευξή του για το ντοκιμαντέρ της Anna Schmidt, "Paths Through the Labyrinth".

Αν η ιστορία του Jonny Greenwood αποδεικνύει κάτι, είναι πως αποτελεί έναν από τους αφανείς ήρωες της μουσικής ιστορία του 21ου αιώνα. Η προσήλωσή του στην τέχνη, η ταπεινοφροσύνη και ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετωπίζει κάθε δουλειά που του ανατίθεται αλλά και αυτή η απαράβατη φιλοσοφία του να «γιορτάζει», τελικά, τον συγκερασμό εγκεφαλικότητας και συναισθηματισμού με όποιο μέσο και αν το επιδιώξει, θα είναι πάντα οι αρετές που θα τον ξεχωρίζουν από τους συναδέλφους του. Ακόμη και αργοπορημένα, η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα και το επαγγελματικό του ήθος φαίνεται πως θα αναγνωριστούν.