Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μικρές ιστορίες παλινδρόμησης αισθημάτων

Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθετεί την παράνοια που κρύβεται πίσω από συνηθισμένες μορφές σχέσεων στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης

Μικρές ιστορίες παλινδρόμησης αισθημάτων
Ο συγγραφέας, όπως και σε άλλα έργα του, υιοθετεί τη σπονδυλωτή μορφή για να αντιμετωπίσει καλειδοσκοπικά το θέμα του.

Μικρές ιστορίες συνθέτουν το έργο του Ζοέλ Πομερά Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα. Μια γυναίκα ζητάει διαζύγιο – χρόνια πριν ήθελε να χωρίσει, αλλά παρέμενε στη συζυγική σχέση έως ότου μεγαλώσουν τα παιδιά. Δύο γυναίκες χωρίζουν. Η μία λέει στην άλλη: «Δεν θα σ' αφήσω αν δεν μου δώσεις αυτό που μου ανήκει, αυτό που μου πήρες». Μια πόρνη, που πίστευε ότι είχε σχέση μ' έναν, σταθερό επί επτά χρόνια, πελάτη, αρνείται την προοπτική να μην τον ξαναδεί όταν αυτός της ανακοινώνει ότι γνώρισε μια γυναίκα και θα σταματήσει να την επισκέπτεται. Απαιτεί ο άνδρας να δειπνεί κάθε βράδυ μαζί της – κι αυτός δέχεται. Μια άλλη, αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα της, την «πέφτει» στον γιατρό του την αμέσως επόμενη στιγμή που του ανακοινώνει ότι ετοιμάζεται να παντρευτεί. Ένα ζευγάρι επιστρέφει από έξοδο και αναζητεί τα παιδιά – η γυναίκα που προσέλαβαν για τον ρόλο της μπέιμπι-σίτερ απορεί και τους λέει ότι παιδιά δεν υπάρχουν. Η σκηνή θα έπρεπε να είναι μια προσομοίωση «κανονικότητας», της πληρότητας που υποτίθεται ότι είναι η οικογένεια. Δύο σύζυγοι συναντούν στο σχολείο του παιδιού τους τον δάσκαλό του. Το παιδί τους δεν είναι καλά και τον κατηγορούν ότι του έκανε κάτι αισχρό – αυτός απλώς το βοήθησε σε μια δύσκολη στιγμή του. Μια γυναίκα, που συνέβη να κοιμηθεί στο δωμάτιο του προϊσταμένου της, υπονοεί με τρόπο που δεν χωρά αμφισβήτηση ότι ο άνδρας (που ακούει εμβρόντητος) κάτι έκανε τη νύχτα ενόσω αυτή κοιμόταν, ασχέτως του ότι αυτή δεν θα τον καταγγείλει, γιατί αυτό που «συνέβη» ξύπνησε τον έρωτα μέσα της!

Ο Πομερά φωτίζει την παράνοια που κρύβεται πίσω από συνηθισμένες μορφές σχέσεων, την υστερία, τις έμμονες ιδέες, τις ψευδαισθήσεις, τη συνειδητή τυφλότητα, την επιθετικότητα, πρόσκαιρες ή χρόνιες ανισορροπίες που μπορούν να καταλήξουν σε διαταραχές.

 

Ο συγγραφέας, όπως και σε άλλα έργα του, υιοθετεί τη σπονδυλωτή μορφή για να αντιμετωπίσει καλειδοσκοπικά το θέμα του. Ποιο είναι αυτό; Οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ερωτικές, οι συζυγικές, οι οικογενειακές. Η εγγενής ατέλειά τους, για την ακρίβεια. Οι διαφορετικές εκδηλώσεις αυτού του κάτι που πάντα λείπει στη σχέση δύο ανθρώπων. Αλλά αν δεχθούμε ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι σταθερά προβληματικές, ότι οι άνθρωποι πάντα παντρεύονταν, ότι χωρίζουν ή δεν χωρίζουν, υποφέρουν από την απώλεια, νιώθουν κενοί μέσα σε σχέσεις, επιθυμούν κάποιον (-α) άλλον (-η) ενώ βρίσκονται σε σχέση, επιθυμούν εμμονικά πράγματα που δεν μπορούν να έχουν, παλινδρομούν στα αισθήματά τους, νομίζουν ότι είναι καλοί γονείς, αλλά δεν είναι, τότε δεν υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί γιατί να ασχοληθεί κάποιος με αυτό το έργο.

Η εναλλαγή αφενός των ιστοριών, αφετέρου των ίδιων ηθοποιών σε διαφορετικούς ρόλους, κρατά το ενδιαφέρον των θεατών.

Η περίπτωση της Επανένωσης της Βόρειας με τη Νότια Κορέα σώζεται γιατί ο Πομερά φωτίζει την παράνοια που κρύβεται πίσω από συνηθισμένες μορφές σχέσεων, την υστερία, τις έμμονες ιδέες, τις ψευδαισθήσεις, τη συνειδητή τυφλότητα, την επιθετικότητα, πρόσκαιρες ή χρόνιες ανισορροπίες που μπορούν να καταλήξουν σε διαταραχές. Και δείχνει και κάτι ακόμα, που ξέρουμε βέβαια καλά από πολλά άλλα έργα: ο λόγος είναι περισσότερο πεδίο παρανοήσεων παρά επικοινωνίας. Τα επίπεδα της κυριολεξίας είναι πολλά και, σε συνδυασμό με τις ελευθερίες του μεταφορικού λόγου, τα νοήματα πολλαπλασιάζονται. Σκέψου τώρα, μια εποχή πολιτικής ορθότητας, που ο άλλος μπορεί να σε κατηγορήσει επειδή τον κοίταξες «κάπως», γονείς να καταγγείλουν δάσκαλο ότι βίασε το παιδί τους ή μια γυναίκα ότι την παρενόχλησε συνάδελφος. Να μην υπάρχουν μάρτυρες και η αναμέτρηση να είναι τύπου «ο λόγος σου, στον λόγο μου». Φρίκη!

Ο Πομερά συνηθίζει αυτήν τη δραματουργία των μικρών ψηφίδων, που αποκαλύπτει διαφορετικές πτυχές του ζητήματος που τον απασχολεί. Η ποικιλότητα αντικαθιστά την εμβάθυνση, ώστε επαγωγικά να βγαίνει η τελική εντύπωση, που, ως εντύπωση, δεν στηρίζει μία αρχή, ούτε αποδεικνύει κάτι. Σε παρακινεί να προσπαθήσεις να καταλάβεις, αλλά έχοντας στο μυαλό σου ότι από τη στιγμή που το Ένα χωρίστηκε στα δύο, ακόμη και αν ξαναβρεθούν, πάντα η τομή θα πονάει.

Η εναλλαγή αφενός των ιστοριών, αφετέρου των ίδιων ηθοποιών σε διαφορετικούς ρόλους, κρατά το ενδιαφέρον των θεατών. Το στοίχημα για τους ηθοποιούς είναι να μπορέσουν μέσα σε ελάχιστο διάστημα να δώσουν βάθος και αλήθεια στο «σχήμα» προσώπου που υποδύονται. Το καταφέρνουν η Μαρία Καλλιμάνη και ο Κλέων Γρηγοριάδης. Δεν το καταφέρνουν ο Χάρης Φραγκούλης, ο Δημήτρης Πασσάς, η Κατερίνα Λυπηρίδου. Η Ιωάννα Μαυρέα δεν πείθει στις δραματικές σκηνές – ανά πάσα στιγμή περιμένεις ότι θα το γυρίσει στην παρωδία. Και η Κωνσταντίνα Τάκαλου πρέπει, νομίζω, να προσέξει τη μανιέρα της υστερίας.

Το σκηνικό, ένας μικρός λαβύρινθος, επέβαλε ένα φορμαλιστικό στήσιμο, αφού οι ηθοποιοί κινούνταν στους διαδρόμους το και όλες οι ιστορίες ερμηνεύονταν στο όρθιο. Στα ενδιάμεσα των σκηνών, εξαιρετικές μουσικές συνθέσεις συνόδευαν την κίνηση των ηθοποιών, που άλλοτε έμοιαζαν σαν να περπατούν σε πασαρέλα κι άλλοτε χόρευαν νευρικά την τυποποιημένη κίνηση του τσάρλεστον ή του τουίστ. Όλα προσεγμένα, όλα με άποψη. Κι όμως, η θερμοκρασία της παράστασης είναι χαμηλή. Κάτι λείπει κι αυτό νομίζω ότι είναι η θεμελιώδης πίστη του σκηνοθέτη Νίκου Μαστοράκη και των ηθοποιών του ότι το έργο πραγματικά αξίζει.

Η κριτική δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO