Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γράφει για την Αθήνα της κρίσης

H Τίνα Μανδηλαρά διάβασε το βιβλίο «Η Πόλη και η Σιωπή»

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γράφει για την Αθήνα της κρίσης

Είμαστε όλοι ο Αργύρης. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο επιγραμματικός τίτλος που θα απέδιδε ιδανικά την ουσία του βιβλίου «Η Πόλη και η Σιωπή» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (από εκδόσεις Καστανιώτη), ένα βιβλίο που γράφτηκε για όλους εμάς που ζούμε, ονειρευόμαστε και απελπιζόμαστε- γινόμαστε άλλοι ή προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τα κομμάτια μιας αποσαρθρωμένης προσωπικής ταυτότητας σε μια πόλη που καταρρέει.

Εγκλωβισμένοι στα κεφάλαια της δικής μας μυθιστορίας-όπως ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, άλλοτε ιδιοκτήτης μιας βιομηχανίας κουμπιών, σήμερα οδηγός ταξί σε αδιέξο δο-αδυνατούμε να βρούμε τη δική μας φωνή στον ορυμαγδό που γεννάει ως μετωνυμική αντίστιξη η κρίση.

Ο διόλου τυχαίος τίτλος «Η πόλη και η σιωπή» αναφέρεται σε αυτή ακριβώς την ηχηρή και πολύβουη παρουσία μιας πόλης-ντουντούκες, διαδηλώσεις, επεισόδια-σε αντιδιαστολή με την εσωτερική σιωπή που επιβάλλεται, σχεδόν αυτόματα, σε όλους μας. Σάμπως το μόνο που μένει στον καθένα από μας είναι να παραμείνει σιωπηλός από μια ανάγκη που μοιάζει σχεδόν αδήριτη. Ο Αργύρης Τρίκορφος, όπως ονομάζεται ο (αντι)ήρωας του βιβλίου, δεν μιλάει ακριβώς γιατί ξέρει ότι τα περιθώρια της αλλαγής ή μετατροπής της σημερινής κατάστασης είναι ελάχιστα-δεν μιλάει όταν τον αδικούν στη δουλειά και όταν τα αφεντικά τον καλούν να απολογηθεί (για κάτι που δεν φταίει), δεν μιλάει στους κακότροπους πελάτες και στις κυρίες που τον σπρώχνουν στο ασανσέρ, δεν μιλάει στην αναιδή κόρη του ή στην ίδια τη γυναίκα του, ακόμη κι όταν αποκαλύπτει ότι τον απατά.

Σαν ήρωας του Κάφκα αδυνατεί να καταλάβει πως εισήλθε σε αυτό το αδιέξοδο όπου κάθε επιλογή μοιάζει ισοδύναμη ή αδύνατη. Σε κάθε σελίδα του περίτεχνα δομημένου βιβλίου του Τζαμιώτη όπου η ειρωνεία και το δράμα εναλλάσσονται ιδανικά, υπάρχουν διάσπαρτα τα καφκικά περιστατικά που συναντάμε όλοι στο διάβα μας: εξαγριωμένα πιτσιρίκια στα Εξάρχεια, κάποιοι να δέρνουν έναν φτωχοδιάβολο, τα ναυάγια της ζωής στα πέριξ της Ομονοίας, ένας τρωγλοδύτης να προσπαθεί να μεταφέρει ένα θεόρατο ψυγείο, άνδρες προς άγραν εξωτικής σαρκός μεθυσμένοι από την απελπισία μάλλον παρά τη λαγνεία.

Τίποτα δεν είναι παρηγορητικό στις σελίδες του Τζαμιώτη εκτός από την ίδια την καλοστημένη, εξαιρετική του αφήγηση που έρχεται να αποδείξει ότι τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας η λογοτεχνία μεγαλουργεί. Ο Μπέρνχαρντ έγραψε την αριστοτεχνική βιογραφία του κυριολεκτικά μέσα από τα συντρίμμια και ο δικός Ροΐδης έγινε παρανοικά και υπέροχα δηκτικός παρατηρώντας την αποσαρθρωμένη Αθήνα.

Σήμερα λοιπόν τον ρόλο του τοποτηρητή των συνειδήσεων αποκτά ο φτωχός τιμονιέρης του Τζαμιώτη σάμπως για να μας θυμίσει ότι το μερτικό στη δημιουργία και τον πόνο τον έχουμε εξίσου όλοι. Διότι ακόμη και όταν ο ήρωας του καλείται να αποφασίσει για το αν θα πάει με το μέρος των καλών ή των κακών, αν χάσει τα λογικά του ή αυτοκτονήσει-γιατί όλα αυτά μας θυμίζει διαρκώς η πένα του Τζαμιώτη είναι θέμα απόφασης-δείχνει να μιλάει με τα δικά μας λόγια.

Μοιράζεται τη δική μας γλώσσα και προσφεύγει στη δική μας θυμοσοφία (τα ιερά λόγια του πατέρα και τα αριστοτεχνικά φτιαγμένα ρεμπέτικα). Κι όταν τελικά αποφασίζει να παραδώσει τον χαμένο θησαυρό-χρήματα που βρίσκει στο ταξί του-δεν το κάνει για να θυμίσει τίποτα άλλο από τη χαμένη μας αξιοπρέπεια.

Όχι με τρόπο ηθικολογικό αλλά φαντασιακό προστρέχοντας στην ελληνική περηφάνια και σεμνότητα που είναι βαθιά φωλιασμένη στην καρδιά και χρειάζεται μόνο λίγη ανθρωπιά για να ξεθαρρέψει.

Το βιβλίο του Τζαμιώτη δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιστροφή στον χαμένο ανθρωπισμό που έρχεται να θυμίσει ότι η ελληνικός κόσμος υφίσταται ακόμη πιο δυναμικά μέσα από την πιο ανεπαίσχυντη αλλοτρίωσή του. Είπαμε ο Αργύρης Τρίκορφος είναι ένας από εμάς-και ο Τζαμιώτης καλά κάνει που έρχεται να μας τον θυμίσει ακριβώς τώρα.

 Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970 και σήμερα ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε στην τηλεόραση, στη διαφήμιση και στον κινηματογράφο-τον οποίο και σπούδασε. Υπήρξε διευθυντής του «Αντί» και του "Highlights".

Έχει γράψει τα βιβλία: "Η συνάντηση" (Ίνδικτος, 2002), "Βαθύ πηγάδι" (Ίνδικτος, 2003), "O βαθμός δυσκολίας" (Ίνδικτος, 2004), "Παραβολή" (Καστανιώτης, 2006), "Η εφεύρεση της σκιάς" (Καστανιώτης, 2008), και σε διάφορες συλλογικές εκδόσεις.