Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ηλίας είναι ο ποιητής και Λάγιος τ' όνομά του!

Δέκα χρόνια από τον θάνατο του Ηλία Λάγιου.

Ηλίας είναι ο ποιητής και Λάγιος τ' όνομά του!

1.

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος γράφει: Ευδαίμων είμαι, το ξέρω τώρα, μα δεν θα πεθάνουμε ποτέ./ Η ακριβής στιγμή αυτή είναι κορυδαλλός, νερό σγουρό και πικραμύγδαλο,/ το κάθε κίνημα του χεριού μου αφηγείται μια υπόσχεση:/στην Κλεομένους 34 που σου μιλώ, συλλάβισέ με.// Δεν έχω μετακινηθεί, όλα σε με προφτάσανε·/ Πλούσια μού αφιερώθηκαν καθώς το θερινό φως./ Κάμαρή μου, να μεταμορφώνεσαι σε απεριόριστο τοπίο,! τηλέφωνο, κόκκινο κρασί, έλλειμμα ανάμνησης.// Μόνο το ν' αγαπάς δεν είναι τίποτε./ Εύκολα ο ένας διαχέεται στον άλλο./ Πρέπει να έχης την αγάπη προσδιορίσει,/ Σε τόπο και καιρό, με τρόπο, μέχρι τέλους!

2.

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος ομνύει: 04:49' Η ΔΗΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ / Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα / την υπόσταση της Δηούς./ Σ' αυτό το ποίημα η Δηώ μια βάναυση είναι λυκοθυγατέρα / που φωνάζει./ Κόρη μου, σ' ευγνωμονώ που μου έδωσες τόση από έλλαμψη πολλή·/ στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι.// Λυκάκι λοιπόν. Έτσι είπα σε κάποιο άλλο ποίημα / (ποτέ δεν το 'γραψα· προς τι; Επί ματαίω)./ Κάτι τις αν τα 'παιρνα στα σοβαρά· θα θύμιζε ίδρυση της Ρώμης./ Πού να βρεις λεφτά για ν' αναθρέψεις δίδυμα;// Ρώμος, Ρωμύλος· το λυκάκι ουρλιάζει·/ δεν έχω αίμα και ψυχή, δεν έχω πρόσωπο·/ δεν μπορεί να εκδώσει τίποτε από εμένα παρά,/ ένα στοιχείο από αλατισμένο δάκρυ./ Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό•// χαμού χαμός, χαμότατος, δικός μου ή δικός της,/ για μας αδιάφορο!

3.

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος ψαλμωδεί: Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,/ σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός,/ μα πώς βαστάς την τόση απουσία;/ Δεν σ' το 'πανε, ψυχούλα μου, που ο θάνατος νικήθηκε για πάντα;/ Σφαλισμένη η πόρτα μου· κλειστά τα παραθυρόφυλλα· μπορείς/ να μπης./ Παλιέ μου και μονώτατε, έλα να με γιορτάσης,/ ν' ανάψη η μια στιγμή χαράς, δικιά σου και δικιά μου,/ κι αχ, μου δίνεις το χέρι σου κι αχ, μου λες τ' όνομά σου.// Απόψε οι πεθαμένοι ξαγρυπνούν μες στων κεριών τις φλόγες,/ Και μοναχή παρηγοριά τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα··/ γίνε αγερίτσα του Θεού και πέταξε εδώ πάνω./ Δεν το 'νιωσες, κορμάκι μου, που ο θάνατος μας κέρδισε για πάντα;!

4.

ΥΓ. Γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης για τον Ηλία Λάγιο: Έτσι, ο Λάγιος, αφού έμαθε να εξαπατά τον θάνατο παριστάνοντας τον νεκρό, ώστε ο θάνατος να μην τον αρπάξει, αισθανόταν ξαφνικά ασφαλής και ξαναπετούσε στα μούτρα του θανάτου το γάντι. Τώρα βρίσκεται εκεί ακριβώς απ' όπου έρχονταν πάντοτε οι φωνές που τον δαιμόνιζαν, οι φωνές που του υπαγόρευαν την ποίησή του, εν ολίγοις οι φωνές των πεθαμένων συγγραφέων. Βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης όλων των λυρικών τίτλων, κατοικεί –πώς να το πω;– σ' έναν τόπο σαν τα Ακασικά Αρχεία, όπου όλα τα ποιήματα, αυτά που έχουν ήδη γραφτεί κι εκείνα που δεν έχουν γραφτεί ακόμη, όλο αυτό το απόθεμα της αιθερικής διακειμενικότητας που τον συγκινούσε μέχρι παροξυσμού – λοιπόν σ' αυτόν τον ομφαλό είναι τώρα εγκατεστημένος για να υπαγορεύσει τα δικά του σκιρτήματα στους ανθρώπους που πρόκειται να επηρεάσει με τη σειρά του. Μπορεί, ποιος ξέρει, να ζήσουμε μια μικρή άνθηση των υποκοριστικών, μέσα από τα κρύσταλλα των οποίων εκείνος διέκρινε περιστασιακά λίγο απ' το φως ενός χρυσαφένιου απογεύματος σε κάποιον κήπο, το κυμάτισμα των βρύων γύρω απ' το πηγάδι. Σε μια εποχή αχαλίνωτης γιγάντωσης, αυτός επέμεινε στο φυλλαράκι, στο νεράκι, στις λεπτομέρειες των γάμων της μοναχής, όπου παρίσταντο σαν παράνυμφοι οι φωνές των λουλουδιών και των καρπών του ευκαλύπτου. Λίγοι έδειξαν τέτοια τρυφερότητα προς τα σιγανά ιντερλούδια του μικρόκοσμου. Ας υπογραμμίσω ότι δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στο μήκος κύματος της φιλολογικής επίδρασης που θα ασκήσει –μικρής ή μεγάλης μένει να αποδειχτεί–, αλλά και της συγκινησιακής, εφόσον αυτή είναι σίγουρη, κι έπειτα, καθώς πιστεύω, τίποτα δεν θα δονούσε τον ίδιο περισσότερο από τη σκέψη ότι μερικοί φανατικοί ίσως να απαγγέλουν αύριο τα ποιήματά του καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι η ψυχή του ανασαίνει εκεί, παρούσα σαν μια πνευματική πυκνότητα, γεμίζοντας το δωμάτιο με αντήχηση. Αυτή η προσδοκία του, εννοείται, δεν ήταν καβαφική αλλά υπάκουε στην απεριόριστη λατρεία για τους ήχους της ελληνικής γλώσσας όπως την έμαθε παιδί. Τον ενθουσίαζε η παλιομοδίτικη αλλά ανθεκτική άποψη ότι γλώσσα και ψυχή ήταν ένα και το αυτό. Και να ο λόγος που η ψυχή του έκανε τόσα λάθη, να γιατί μπλέχτηκε σε τόσους αδιέξοδους ελιγμούς!

radiobookspotting.blogspot.gr/