1.
Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος γράφει: Ευδαίμων είμαι, το ξέρω τώρα, μα δεν θα πεθάνουμε ποτέ./ Η ακριβής στιγμή αυτή είναι κορυδαλλός, νερό σγουρό και πικραμύγδαλο,/ το κάθε κίνημα του χεριού μου αφηγείται μια υπόσχεση:/στην Κλεομένους 34 που σου μιλώ, συλλάβισέ με.// Δεν έχω μετακινηθεί, όλα σε με προφτάσανε·/ Πλούσια μού αφιερώθηκαν καθώς το θερινό φως./ Κάμαρή μου, να μεταμορφώνεσαι σε απεριόριστο τοπίο,! τηλέφωνο, κόκκινο κρασί, έλλειμμα ανάμνησης.// Μόνο το ν' αγαπάς δεν είναι τίποτε./ Εύκολα ο ένας διαχέεται στον άλλο./ Πρέπει να έχης την αγάπη προσδιορίσει,/ Σε τόπο και καιρό, με τρόπο, μέχρι τέλους!
2.
Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος ομνύει: 04:49' Η ΔΗΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ / Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα / την υπόσταση της Δηούς./ Σ' αυτό το ποίημα η Δηώ μια βάναυση είναι λυκοθυγατέρα / που φωνάζει./ Κόρη μου, σ' ευγνωμονώ που μου έδωσες τόση από έλλαμψη πολλή·/ στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι.// Λυκάκι λοιπόν. Έτσι είπα σε κάποιο άλλο ποίημα / (ποτέ δεν το 'γραψα· προς τι; Επί ματαίω)./ Κάτι τις αν τα 'παιρνα στα σοβαρά· θα θύμιζε ίδρυση της Ρώμης./ Πού να βρεις λεφτά για ν' αναθρέψεις δίδυμα;// Ρώμος, Ρωμύλος· το λυκάκι ουρλιάζει·/ δεν έχω αίμα και ψυχή, δεν έχω πρόσωπο·/ δεν μπορεί να εκδώσει τίποτε από εμένα παρά,/ ένα στοιχείο από αλατισμένο δάκρυ./ Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό•// χαμού χαμός, χαμότατος, δικός μου ή δικός της,/ για μας αδιάφορο!
3.
Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος ψαλμωδεί: Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,/ σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός,/ μα πώς βαστάς την τόση απουσία;/ Δεν σ' το 'πανε, ψυχούλα μου, που ο θάνατος νικήθηκε για πάντα;/ Σφαλισμένη η πόρτα μου· κλειστά τα παραθυρόφυλλα· μπορείς/ να μπης./ Παλιέ μου και μονώτατε, έλα να με γιορτάσης,/ ν' ανάψη η μια στιγμή χαράς, δικιά σου και δικιά μου,/ κι αχ, μου δίνεις το χέρι σου κι αχ, μου λες τ' όνομά σου.// Απόψε οι πεθαμένοι ξαγρυπνούν μες στων κεριών τις φλόγες,/ Και μοναχή παρηγοριά τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα··/ γίνε αγερίτσα του Θεού και πέταξε εδώ πάνω./ Δεν το 'νιωσες, κορμάκι μου, που ο θάνατος μας κέρδισε για πάντα;!
4.
ΥΓ. Γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης για τον Ηλία Λάγιο: Έτσι, ο Λάγιος, αφού έμαθε να εξαπατά τον θάνατο παριστάνοντας τον νεκρό, ώστε ο θάνατος να μην τον αρπάξει, αισθανόταν ξαφνικά ασφαλής και ξαναπετούσε στα μούτρα του θανάτου το γάντι. Τώρα βρίσκεται εκεί ακριβώς απ' όπου έρχονταν πάντοτε οι φωνές που τον δαιμόνιζαν, οι φωνές που του υπαγόρευαν την ποίησή του, εν ολίγοις οι φωνές των πεθαμένων συγγραφέων. Βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης όλων των λυρικών τίτλων,