Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Για τα «Άπαντα» του Μάριου Χάκκα, που κατέχει ξεχωριστή θέση στα μεταπολεμικά γράμματα

Άνθρωπος ανήσυχος, ασυμβίβαστος και βασανισμένος, ο Μάριος Χάκκας μετουσίωσε σε τέχνη τις εμπειρίες του, μέσα σε εξομολογητικά, σχεδόν παραληρηματικά κείμενα, χωρίς πλοκή και χαρακτήρες αλλά πλημμυρισμένα σε κρίσεις, συλλογισμούς και συμπεράσματα.

Για τα «Άπαντα» του Μάριου Χάκκα, που κατέχει ξεχωριστή θέση στα μεταπολεμικά γράμματα

«Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, παναθεμάτα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μυρμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ. Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης (...). Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας».

Ο συγγραφέας του «Mπιντέ», o Mάριος Χάκκας, δεν πρόλαβε να δει τη μετάλλαξη των μικροαστών σε νεόπλουτους επί εκσυχρονισμού, ούτε τις περιπέτειες του λεκανοπεδίου στα χρόνια της διαπλοκής και της ξέφρενης εμπορευματοποίησης. Άλλα ήταν τα δικά του βιώματα, αυτά που πέρασε δεξιοτεχνικά στα «μικρά σαν κουτσουλιές», όπως τα χαρακτήριζε, γραπτά του.

Άνθρωπος ανήσυχος, ασυμβίβαστος και βασανισμένος, ο Μάριος Χάκκας μετουσίωσε σε τέχνη τις εμπειρίες του, μέσα σε εξομολογητικά, σχεδόν παραληρηματικά κείμενα, χωρίς πλοκή και χαρακτήρες αλλά πλημμυρισμένα σε κρίσεις, συλλογισμούς και συμπεράσματα.

Γεννημένος το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και μεγαλωμένος στην Καισαριανή, κοντά στο σκοπευτήριο που χρησιμοποιούσαν οι ναζί ως τόπο εκτέλεσης, έζησε στην εποχή όπου για να δουλέψεις χρειαζόσουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κι όπου τις καλύτερες σπουδές τις έκανες στη φυλακή. Το φιτιλάκι του κάηκε πολύ γρήγορα – πέθανε στα 41 του έπειτα από σκληρή μάχη με τον καρκίνο. Στην επταετία όμως της λογοτεχνικής του διαδρομής άφησε έντονο το στίγμα του, κατακτώντας στις συνειδήσεις της μεταπολιτευτικής, πολιτικοποιημένης νεολαίας μια θέση πλάι στους Στρατή Τσίρκα, Μιχάλη Κατσαρό και Άρη Αλεξάνδρου.

Η πρώτη έκδοση των «Απάντων» του Χάκκα κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1986, και η δεύτερη, από τον ίδιο οίκο, πάντα με εικόνες του Τάκη Σιδέρη, το 2008. Στην τελευταία συμπεριλαμβάνονται τα ποιήματα και τα τρία θεατρικά μονόπρακτά του, οι συλλογές διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», «Ο μπιντές» και «Το κοινόβιο», καθώς κι ένα μέρος από τα κατάλοιπά του που είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Αντί».

Άνθρωπος ανήσυχος, ασυμβίβαστος και βασανισμένος, ο Μάριος Χάκκας μετουσίωσε σε τέχνη τις εμπειρίες του, μέσα σε εξομολογητικά, σχεδόν παραληρηματικά κείμενα, χωρίς πλοκή και χαρακτήρες αλλά πλημμυρισμένα σε κρίσεις, συλλογισμούς και συμπεράσματα. Πάντα εν βρασμώ ψυχής, με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, άπλωνε στο χαρτί τα πάθη και τις αγωνίες του, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα όλα τα ιλαροτραγικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής πραγματικότητας γύρω του.

Μέχρι να τυπώσει –το 1965– την ποιητική συλλογή «Όμορφο καλοκαίρι», είχε πάει εθελοντής στη Γυάρο για να βοηθήσει στην περίθαλψη των πολιτικών κρατουμένων από τον Ερυθρό Σταυρό, είχε τιμωρηθεί ως αριστερός με τέσσερα χρόνια εγκλεισμού στις φυλακές της Καλαμάτας και της Αίγινας, είχε κάνει τη θητεία του ως στρατιώτης τρίτης κατηγορίας (μουλαράς) και, ως πλασιέ σε εργοστάσιο πλαστικών πλέον, ζούσε με τη γυναίκα του σ' ένα διαμέρισμα στον Βύρωνα, όπου και το πρόσθετο δωματιάκι με τον θρυλικό «μπιντέ»...

Πέθανε στα 41 μόλις χρόνια του από καρκίνο.

Τα διηγήματά του ήταν που χάρισαν στον Χάκκα μια ξεχωριστή θέση στα μεταπολεμικά γράμματα. Όπως σημειώνει ο Δ. Κούρτοβικ στον "Kριτικό οδηγό" του, η ταχύτητα της λογοτεχνικής του ωρίμανσης ήταν εντυπωσιακή. Αν η πρώτη φουρνιά των ιστοριών του, των αντλημένων από τις ταλαιπωρίες ενός αριστερού στη μετεμφυλιακή εποχή, έμοιαζε λίγο πολύ συμβατική, εκείνες που ακολούθησαν κουβαλούσαν μέσα τους τη σκιά του επερχόμενου θανάτου του.

Τα διηγήματα του «Μπιντέ» και του «Κοινοβίου» φέρουν την προοπτική ενός ανθρώπου που αισθάνεται ότι πεθαίνει άσκοπα και κάνει τον απολογισμό του, χωρίς να περιμένει ούτε δικαίωση ούτε παρηγοριά. Ενός ανθρώπου ελεύθερου από κάθε είδους πίστη, που αντικρίζει τον κόσμο με ξεκάθαρη ματιά και δεν διστάζει να τ' ομολογήσει:

«Δεν μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκοπίζουν τριγύρω τους».