Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αυτό το βιβλίο κάνει ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι υπόσχεται

H Τίνα Μανδηλαρά γράφει για το αριστούργημα του Άγγλου συγγραφέα Σάμιουελ Μπάτλερ που συνδέει την κοινωνική καταγραφή και κριτική με τη μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία.

Αυτό το βιβλίο κάνει ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι υπόσχεται
Samuel Butler. Ακόμα κι όταν όλα στη ζωή του έδειχναν ότι έπρεπε να ακολουθήσει την ανθρώπινη μοίρα που τον προάλειφε για τη θέση του ιερέα, εκείνος πολέμησε με ό,τι είχε στη διάθεσή του για να ανατρέψει την οικογενειακή επιταγή...

Ο τίτλος προφανώς και δεν λέει την αλήθεια –η Κοινή ανθρώπινη μοίρα ως πετυχημένη απόδοση ενός ιδιωματισμού της βικτωριανής εποχής, του «the way of all flesh»–, αφού ο λογοτέχνης και περίοπτος καλλιτέχνης Σάμιουελ Μπάτλερ υπήρξε το αντίθετο του μοιρολάτρη. Ακόμα κι όταν όλα στη ζωή του έδειχναν ότι έπρεπε να ακολουθήσει την ανθρώπινη μοίρα που τον προάλειφε για τη θέση του ιερέα, εκείνος πολέμησε με ό,τι είχε στη διάθεσή του για να ανατρέψει την οικογενειακή επιταγή. Κόντρα σε οποιαδήποτε selva oscura της οδύνης και της κατάθλιψης που επέφερε ο διαρκής ξυλοδαρμός από τον βάναυσο πατέρα, ο Μπάτλερ ταξίδεψε παντού, αφοσιώθηκε στις τέχνες, τα έβαλε με την Εκκλησία κι έγινε ο φορέας κάθε επαναστατικής ιαχής. Προφανώς αυτός ήταν ο λόγος που το κατεξοχήν επαναστατικό του πόνημα Η κοινή ανθρώπινη μοίρα –κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg σε έξοχη μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη, ένα αριστούργημα που συνδέει την κοινωνική καταγραφή και κριτική με τη μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία– δημοσιεύτηκε μετά θάνατον. Παρότι, δηλαδή, γράφτηκε από το 1873 έως το 1884, εκδόθηκε, ακριβώς επειδή ο ίδιος ο συγγραφέας το θέλησε, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, το 1903, όταν η βικτωριανή εποχή είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της και το fin de siècle έδινε τη θέση του στον πιο εκρηκτικό αιώνα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τις δυο αυτές εποχές ένωσε με τη δική του απαράμιλλη σφραγίδα ο περίοπτος Βρετανός συγγραφέας, μετατρέποντας την Ανθρώπινη Μοίρα σε όργανο της κριτικής κάθε μορφής συντηρητισμού – με αποτέλεσμα τα ποτισμένα στο ξίδι σχόλιά του για την υποκρισία της εποχής του να καταστούν οι πλέον βαρυσήμαντες εκτιμήσεις για την ανθρώπινη φύση εν γένει. Η σκυτάλη που έδωσε ο Μπάτλερ στους επιγόνους του –από τον Μπέρναρντ Σο, που τον λάτρεψε, έως τον Σίγκμουντ Φρόιντ– ήταν αυτή η ακριβής, περίτεχνη κριτική στο ηθικοπλαστικό σύστημα. Κι αυτό όχι με την κοντόθωρη ματιά του σκωπτικού γραφιά, είδους που άνθιζε τις βικτωριανές μέρες, αλλά με τη βαθιά συνειδητοποίηση ενός ολοκληρωμένου μυθιστοριογράφου, φιλοσόφου, στοχαστή και καλλιτέχνη (με τα έργα του να κοσμούν ακόμα τις αίθουσες της Tate).

Γραμμένο με τη μορφή του Bildungsroman, το βιβλίο κάνει ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι υπόσχεται, καθώς ξεδιπλώνει την πορεία του κεντρικού πρωταγωνιστή όχι προς την ενηλικίωση αλλά προς την ελευθερία.


Γι' αυτό και τα συμβολικά μέσα που έθεσε σε εφαρμογή ο Σάμιουελ Μπάτλερ για να χτυπήσει τις θρησκευτικές και κοινωνικοπολιτικές προκαταλήψεις δεν ήταν τα αναφάνταλα, σκωπτικά παιχνίδια ενός βασανισμένου πλάσματος. Ήταν τα συνειδητοποιημένα όπλα του απαρασάλευτου διακορευτή των υποκριτικών συνειδήσεων, αυτών που τον κάνουν να φθέγγεται με την ίδια δύναμη που τα πολεμά. Ο Όργουελ είχε πει ότι δεν θα έβλεπε την αδιέξοδη πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα αν δεν είχε πρωτύτερα διαβάσει τον Σάμιουελ Μπάτλερ, ενώ ο Φόστερ επέμενε ότι «αν δεν είχε υπάρξει ο Μπάτλερ, πολλοί από εμάς τώρα ίσως να είχαμε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια, να μην είχαμε αντίληψη του τι ακριβώς παιχνίδια και παγίδες μάς στήνει η ίδια η ζωή, όπως δεν θα αντιλαμβανόμασταν σε βάθος το μέγεθος της βραδύνοιάς μας». Ο Μπάτλερ ήταν ίσως ένας από τους μεγαλύτερους –αν όχι ο μεγαλύτερος– επαναστάτες της εποχής του, όπως ακριβώς ήταν και οι επίγονοι καλλιτέχνες που τον λάτρεψαν. Ένας από τους βιογράφους του –και η αλήθεια είναι πως υπήρξαν αρκετοί– έλεγε πως αν ο Μπάτλερ ήταν ο κατεξοχήν επαναστάτης της βικτωριανής εποχής, το βιβλίο που απεικονίζει σε βάθος την επαναστατική ιδιοσυγκρασία του είναι η Κοινή ανθρώπινη μοίρα, ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο, «εκπληκτικό, θαυμαστό και αλησμόνητο, που προκαλεί δυνατά αισθήματα ταύτισης και αποτροπής, καθώς αποκαθηλώνει για πάντα το ιερό βρετανικό τοτέμ, την ιδέα της οικογένειας».

Κι όντως, αυτό που βρίσκεται στο στόχαστρο της Κοινής ανθρώπινης μοίρας είναι η οικογένεια ως γενεσιουργός αιτία κάθε ψυχικής αρρώστιας. Γραμμένο με τη μορφή του Bildungsroman, το βιβλίο κάνει ακριβώς το αντίθετο απ' ό,τι υπόσχεται, καθώς ξεδιπλώνει την πορεία του κεντρικού πρωταγωνιστή όχι προς την ενηλικίωση αλλά προς την ελευθερία. Ανάμεσα στις διασκεδαστικές περιγραφές του πανταχού παρόντα τριτοπρόσωπου αφηγητή Όβερτον και στις δραματικές τριτοπρόσωπες θέσεις του κεντρικού ήρωα Ερνέστο, ουσιαστικά αναφαίνεται η ιλαροτραγική ταυτότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή την ίδια. Τίποτα δεν μοιάζει περισσότερο γελοίο από τον πόνο, αφού, όπως έλεγε κι ο αγαπημένος του Μπάτλερ, Πλίνιος, «Όπως γεννάει χαρά η γνώση, έτσι κι η γνώση πρέπει να γεννηθεί από την ιλαρότητα». Η σάτιρα για τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής που διαπερνά κάθε φράση του βιβλίου αντισταθμίζεται έτσι δραματικά από τα τραγικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή και την ψυχή του νεαρού Ερνέστο: όπως κι ο ίδιος ο συγγραφέας Σάμιουελ, ο Ερνέστο κακοποιείται βάναυσα από τον ανάλγητο πατέρα του και αναγκάζεται να δεχτεί την κατήχηση και τις υπαγορεύσεις της Εκκλησίας αλλά και τον καταναγκασμό ενός γάμου – με την Έλεν, την οποία ο Ερνέστο νυμφεύεται όταν βγαίνει από τη φυλακή, όπου έχει καταδικαστεί για σεξουαλική επίθεση. Φτάνοντας στην ώριμη τότε ηλικία των 28, κι ύστερα από φυλακίσεις, συγκρούσεις, έναν γάμο κι έναν χωρισμό, μπορεί επιτέλους να κατακτήσει την αυτογνωσία και την εσωτερική ελευθερία. Εννοείται ότι μέσα από τη φωνή του Ερνέστο ουσιαστικά ο Μπάτλερ ορθώνει τη δική του, διεκδικώντας την ελευθερία της βούλησης και της αυτόνομης πράξης, καθώς ήταν αυτός που υποστήριζε τη μητρότητα εκτός γάμου και την αντικατάσταση της οικογενειακής ηθικής από τον αυτοσχέδιο και ελεύθερο ηδονισμό των επικούρειων φιλοσόφων. Θεωρούσε, δε, πως το μοναδικό όχημα προς την εσωτερική γαλήνη και τη στοχαστική ζωή είναι η ελαχιστοποίηση του «θορύβου» που προκαλούν οι εξωτερικές πιέσεις – κι αυτό είναι που ανακαλύπτει κι ο ήρωάς του στο τέλος του βιβλίου. Σε μια μετατόπιση στο σήμερα, θα λέγαμε ότι ο Ερνέστο, πολύ πριν από τον συνονόματό του Τσε Γκεβάρα, ήταν το πρώτο επαναστατικό σύμβολο που υιοθετήθηκε αμέριστα από τους ελευθεριακούς καλλιτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίοι αγάπησαν την Κοινή ανθρώπινη μοίρα για την αντικομφορμιστική της δύναμη. Ουσιαστικά «κόπιαραν» δημιουργικά τους αφηγηματικούς της τρόπους –μια γλώσσα λεπτεπίλεπτη, χωρίς να είναι επιτηδευμένη–, το σκωπτικό ύφος, τα συμπεράσματα, τη δημιουργική μανία που επικαλείται ο Μπάτλερ κόντρα στο πλέον ζοφερό κλίμα και την κυρίαρχη μελαγχολία της εποχής. «Βλέπω μια θάλασσα κακό, πώς να την κολυμπήσω;» αναρωτιόταν αντίστοιχα ο πολύ οικείος στον Μπάτλερ αρχαίος Ευριπίδης: ακριβώς όπως ο ίδιος ο φημισμένος βικτωριανός καλλιτέχνης, με το να μπεις μέσα της όσο πιο βαθιά μπορείς και να γελάσεις δυνατά, ηχηρά και χωρίς όρια.