Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αποκλειστική προδημοσίευση: η επιστροφή της Αρουντάτι Ρόι

Στο «Υπουργείο της Υπέρτατης Ευτυχίας», που κυκλοφορεί στα ελληνικά στις 22 Μαρτίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η Ινδή συγγραφέας του «Θεού των μικρών πραγμάτων» καταπιάνεται με το φύλο, την ανισότητα και όσους απεχθάνονται το διαφορετικό. Η LiFΟ εξασφάλισε ένα απόσπασμα από το πολυαναμενόμενο βιβλίο.

Αποκλειστική προδημοσίευση: η επιστροφή της Αρουντάτι Ρόι

Το φύλο ως κεντρί και ανάθεμα, η γλώσσα και οι λέξεις ως χάρτης για το σώμα·  το συναίσθημα να έπεται: χρειάστηκαν 20 χρόνια στη βραβευμένη με Booker Αρουντάτι Ρόι, την αυθάδη «ψηλή, παράταιρη παπαρούνα» της Ινδίας, για να αποφασίσει να γράψει ξανά, μετά τον πολυσυζητημένο «Θεό των μικρών πραγμάτων».


Κι όταν το έκανε, επανήλθε με ένα μυθιστόρημα που λίγο απέχει από τη σκληρή πραγματικότητα των intersex της χώρας της ειδικώς, αλλά και από την αλήθεια των αισθημάτων που μόνο κάποιος σε πόλεμο με το σώμα του μπορεί να αναπτύξει.


Ακτιβίστρια, άνθρωπος πρακτικός, με σκέψη τετράγωνη και θέληση ασυγχώρητη για τα πατριαρχικά δεδομένα της Ινδίας, η Αρουντάτι Ρόι στο «Υπουργείο της Υπέρτατης Ευτυχίας» καταφέρνει να περιγράψει τον πιο σπαρακτικό πόλεμο –αυτόν του σώματος προς τον ίδιο τον κάτοχό του αλλά και προς έναν κόσμο που απεχθάνεται το διαφορετικό–, χωρίς να εκβιάζει κανένα συναίσθημα.

Περιγράφει με ηρεμία ντοκιμαντεριστή σκληρές καταστάσεις, ήθη, έθιμα, πρακτικές και ονομασίες που σηκώνουν την τρίχα της τάχα πολιτισμένης Δύσης, αλλά ουσιαστικά καταγράφουν με ειλικρίνεια αυτό που συμβαίνει στις κοινωνίες με τους διαφορετικούς.


Περιγράφει με ηρεμία ντοκιμαντεριστή σκληρές καταστάσεις, ήθη, έθιμα, πρακτικές και ονομασίες που σηκώνουν την τρίχα της τάχα πολιτισμένης Δύσης, αλλά ουσιαστικά καταγράφουν με ειλικρίνεια αυτό που συμβαίνει στις κοινωνίες με τους διαφορετικούς.


Η ιστορία του intersex Αφτάμπ, που έγινε Αντζούμ, δεν είναι ακόμη μια περίπτωση «διαφορετικού» που υπέφερε κλεισμένος στο λάθος σώμα και στα άκαμπτα όρια της κλειστής κοινωνίας, μέσα στην οποία είδε το φως.


Είναι ένα πανανθρώπινο μάθημα στους τρομώδεις καιρούς του Τραμπ και των μαχών για την ταυτότητα φύλου για το πώς πρέπει να ζήσουμε και πώς να αναζητήσουμε την ευτυχία από δω και πέρα.

Στην αποκλειστική προδημοσίευση που εξασφάλισε η LiFO από το νέο μυθιστόρημα της σπουδαίας Ινδής συγγραφέως δίνεται μια μικρή, ουσιαστική γεύση από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις 22 Μαρτίου και ήδη έχει κατακτήσει μια θέση στην παγκόσμια βιβλιογραφία για το φύλο.


***

«Έκανε πείραμα. Αποφάσισε να πλάσει κάτι, ένα πλάσμα ζωντανό, ανίκανο να νιώσει ευτυχία. Και έπλασε εμάς».
Τα λόγια της χτύπησαν τον Αφτάμπ σαν γροθιά. «Πώς μπορείς και το λες αυτό; Εσείς εδώ είστε όλες ευτυχισμένες! Εδώ είναι το Κβάμπγκα!» της είπε, νιώθοντας τον πανικό του να φουσκώνει μέσα του.


«Ποιον είδες ευτυχισμένο εδώ; Όλα τάχα μου και δήθεν είναι» απάντησε λακωνικά η Νίμο, χωρίς να μπει καν στον κόπο να σηκώσει το κεφάλι της από το περιοδικό. «Κανένας δεν είναι ευτυχισμένος εδώ. Δεν γίνεται. Arre yaar, σκέψου... Με ποια πράγματα γίνεστε δυστυχισμένοι εσείς οι κανονικοί άνθρωποι; Δεν εννοώ εσένα αλλά τους μεγάλους σαν εσένα – πότε γίνονται δυστυχισμένοι; Όταν ακριβαίνει το ρύζι, όταν παίρνουν αποβολή από το σχολείο τα παιδιά τους, όταν ο άντρας δέρνει τη γυναίκα του, όταν η γυναίκα κερατώνει τον άντρα της, όταν ξεσπούν ταραχές και πιάνονται στα χέρια ινδουιστές και μουσουλμάνοι, όταν γίνεται πόλεμος ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν – όταν συμβαίνει κάτι απ' έξω τους, που κάποια στιγμή καταλαγιάζει και περνάει. Για μας, όμως, η ακρίβεια του ρυζιού και οι αποβολές του σχολείου και οι άντρες που δέρνουν τις γυναίκες τους και οι γυναίκες που κερατώνουν τους άντρες τους, όλα αυτά είναι μέσα μας. Οι ταραχές είναι μέσα μας. Ο πόλεμος είναι μέσα μας. Δεν καταλαγιάζει ποτέ. Δεν περνάει. Δεν μπορεί».


Ο Αφτάμπ πάσχισε απεγνωσμένα να της φέρει αντίρρηση, να της πει ότι είχε λάθος, γιατί εκείνος ήταν ευτυχισμένος, πιο ευτυχισμένος παρά ποτέ. Ήταν η ζωντανή απόδειξη πως η Νίμο Γκορακπούρι είχε άδικο, έτσι δεν ήταν; Αλλά δεν μίλησε, δεν είπε λέξη, γιατί αν το 'κανε, θα φανερωνόταν πως ούτε ο ίδιος ήταν «κανονικός άνθρωπος». Κι αυτό δεν ήταν ακόμα έτοιμος να το κάνει.


Μόνο όταν πάτησε τα δεκατέσσερα, κατάλαβε πέρα για πέρα ο Αφτάμπ το νόημα των λόγων της, αλλά τότε πια η Νίμο είχε φύγει από το Κβάμπγκα μ' έναν οδηγό λεωφορείου (που δεν άργησε να την παρατήσει και να γυρίσει στην οικογένειά του). Γιατί το κορμί του τού 'χε πια κηρύξει τον πόλεμο. Το κορμί του ψήλωνε. Έδενε. Αποκτούσε μυς. Και τρίχες. Απελπισμένος προσπάθησε να απαλλαγεί από το χνούδι στα μάγουλα και στο σώμα του με Μπουρνόλ – μια αντισηπτική αλοιφή που έκαιγε τις τρίχες, αφήνοντας σκούρους λεκέδες στο δέρμα του. Μετά δοκίμασε με αποτριχωτική κρέμα, βουτώντας την Anne French που χρησιμοποιούσαν οι αδελφές του, αλλά τον κατάλαβαν αμέσως, γιατί η Anne French βρoμοκοπούσε σαν ανοιχτός υπόνομος. Μ' ένα αυτοσχέδιο τσιμπιδάκι, που έμοιαζε περισσότερο με τανάλια, έβγαλε τα πυκνά φρύδια του, σχηματίζοντας πάνω από τα μάτια του δυο ασύμμετρα μισοφέγγαρα. Το καρύδι στον λαιμό του μεγάλωσε και χοροπηδούσε πάνω κάτω όταν κατάπινε κι όταν μιλούσε. Αν μπορούσε, θα το ξερίζωνε. Και μετά ήρθε η χειρότερη απ' όλες τις προδοσίες, αυτή από την οποία δεν μπορούσε με τίποτα να γλιτώσει. Έσπασε η φωνή του. Στη θέση της γλυκιάς ψιλής φωνής του εμφανίστηκε μια βαθιά, δυνατή, αντρική φωνή. Ο εαυτός του τού προκαλούσε απέχθεια και τρόμο κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του να πει κάτι. Έγινε λιγομίλητος, μιλούσε μόνο όταν δεν μπορούσε να το αποφύγει, όταν είχε εξαντλήσει κάθε άλλη δυνατότητα. Σταμάτησε να τραγουδάει. Όταν άκουγε μουσική, όποιος τον πρόσεχε θ' άκουγε ένα ψιλό μουρμουρητό σαν ζουζούνισμα, που φαινόταν να βγαίνει από κάποιο κρυφό άνοιγμα στην κορυφή του κεφαλιού του. Δεν άνοιγε το στόμα του ούτε με το καλό ούτε με το άγριο, ακόμα και τα παρακάλια του ίδιου του ουστάντ Χαμίντ πήγαιναν στράφι, ο Αφτάμπ δεν εννοούσε να τραγουδήσει. Δεν ξανατραγούδησε ποτέ στη ζωή του, παρά μόνο για κοροϊδία, παρωδώντας τραγούδια του ινδικού σινεμά σε συγκεντρώσεις άλλων Χίτζρα, ή όταν (με την επαγγελματική τους ιδιότητα) έμπαιναν ακάλεστοι σε γάμους, γεννήσεις, αρραβώνες κανονικών ανθρώπων, χορεύοντας και τραγουδώντας με τις αγριοφωνάρες τους, προσφέροντας τις ευχές τους και απειλώντας να διώξουν τους καλεσμένους (δείχνοντάς τους τα ακρωτηριασμένα γεννητικά τους όργανα) ή να καταστρέψουν τη γιορτή με βρισιές και αδιανόητες ξεδιαντροπιές, εκτός κι αν ο οικοδεσπότης υποχωρούσε και τους πλήρωνε για να φύγουν. (Αυτό εννοούσε η Ράζια, όταν μιλούσε για μπανταμίζι· σ' αυτό αναφερόταν η Νίμο Γκορακπούρι, όταν έλεγε «Είμαστε τσακάλια που τρέφονται από την ευτυχία των άλλων. Είμαστε Κυνηγοί της Ευτυχίας». Κούσι-κορ ήταν η φράση που χρησιμοποιούσε).


Όταν η μουσική τον εγκατέλειψε, ο Αφτάμπ δεν είχε κανένα λόγο να συνεχίσει να ζει σ' αυτό που οι περισσότεροι κανονικοί άνθρωποι θεωρούν πραγματικό κόσμο – και οι Χίτζρα αποκαλούν Ντουνίγια, δηλαδή ο Κόσμος. Μια νύχτα έκλεψε λίγα χρήματα και τα καλύτερα ρούχα της αδελφής του και μετακόμισε στο Κβάμπγκα. Η Τζαχανάρα Μπεγκούμ, που δεν ήταν καθόλου ντροπαλή ή μαζεμένη, μπούκαρε μέσα να τον πάρει πίσω. Αρνήθηκε να την ακολουθήσει. Με τα πολλά έφυγε, αφού πρώτα απέσπασε από την ουστάντ Κουλσούμ Μπι την υπόσχεση ότι τα Σαββατοκύριακα τουλάχιστον ο Αφτάμπ θα φορούσε τα κανονικά αγορίστικα ρούχα του και θα πήγαινε να δει την οικογένειά του. Η ουστάντ Κουλσούμ Μπι προσπάθησε να τηρήσει την υπόσχεσή της, αλλά η συμφωνία κράτησε μονάχα λίγους μήνες.

 

Κι έτσι, σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από το σπίτι όπου η οικογένειά του ζούσε εδώ και αιώνες, ο Αφτάμπ, διαβαίνοντας ένα συνηθισμένο κατώφλι, εισήλθε σ' ένα άλλο σύμπαν. Την πρώτη του νύχτα ως μόνιμος ένοικος του Κβάμπγκα χόρεψε στην αυλή το αγαπημένο τραγούδι όλων, από την αγαπημένη ταινία όλων – «Pyar Kiya To Darna Kya» από το Mughal-e-Azam. Στη μικρή τελετή της επόμενης βραδιάς τού χάρισαν μια πράσινη ντουπάτα Κβάμπγκα και τον μύησαν στους κανόνες και στα τυπικά της κοινότητας των Χίτζρα. Ο Αφτάμπ έγινε Αντζούμ, μαθήτρια της ουστάντ Κουλσούμ Μπι, στην γκαράνα που βρισκόταν στο Δελχί. Η χώρα όλη είχε εφτά γκαράνα, επικεφαλής των οποίων ήταν οι Ναγιάκ. Επικεφαλής όλων των τοπικών γκαράνα ήταν η Αρχηγός.

Αν και δεν τον επισκέφτηκε ποτέ ξανά εκεί, η Τζαχανάρα Μπεγκούμ συνέχισε επί χρόνια να στέλνει ένα ζεστό γεύμα κάθε μέρα στο Κβάμπγκα. Το μόνο μέρος όπου εκείνη και η Αντζούμ συναντιούνταν ήταν η νταργκά του Χατζράτ Σαρμάντ Σαχίντ. Εκεί κάθονταν μαζί για λίγο, η Αντζούμ, ένα κι ογδόντα, στο κεφάλι μια σεμνή ντουπάτα με πούλιες, και η μικροσκοπική Τζαχανάρα Μπεγκούμ, που τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να γκριζάρουν κάτω από τη μαύρη της μπούρκα. Κάποιες φορές πιάνονταν κρυφά χέρι-χέρι. Ο Μουλακάτ Αλί, απ' τη μεριά του, στάθηκε λιγότερο ικανός ν' αποδεχτεί την κατάσταση. Η ραγισμένη του καρδιά δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Κι ενώ συνέχισε να δίνει συνεντεύξεις, ποτέ δεν μίλησε σε κανέναν, ούτε κατ' ιδίαν ούτε δημόσια, για τη συμφορά που είχε χτυπήσει τη δυναστεία του Τζένγκις Χαν. Προτίμησε να κόψει κάθε σχέση με τον γιο του. Δεν συνάντησε ποτέ την Αντζούμ, δεν της μίλησε ποτέ. Κάποιες φορές συναντιούνταν τυχαία στον δρόμο, κοιτάζονταν, αλλά δεν χαιρετιούνταν. Ποτέ.


Με τα χρόνια η Αντζούμ έγινε η πιο φημισμένη Χίτζρα στο Δελχί. Σκηνοθέτες την αναζητούσαν, ΜΚΟ την επιχορηγούσαν, ξένοι ανταποκριτές, ανταποδίδοντας χατίρια ή εξυπηρετήσεις, έδιναν το τηλέφωνό της ο ένας στον άλλον, μαζί με το τηλέφωνο του Νοσοκομείου των Πουλιών, του Πουλάν Ντέβι, της πρώην Βασίλισσας των Ληστών και της Μπεγκούμ του Ουντ, που ζούσε σ' ένα ερείπιο στο δάσος Ριτζ με τους υπηρέτες της και τους πολυελαίους της, προβάλλοντας αξιώσεις για τον θρόνο ενός ανύπαρκτου βασιλείου. Στις συνεντεύξεις που έδινε οι δημοσιογράφοι ενθάρρυναν την Αντζούμ να μιλήσει για την κακοποίηση και τη βία που υπέθεταν ότι είχε υποστεί από τους συντηρητικούς παραδοσιακούς μουσουλμάνους γονείς της, τ' αδέλφια και τους γείτονές της πριν φύγει από το σπίτι της. Όλοι ανεξαιρέτως απογοητεύονταν όταν τους έλεγε πόσο πολύ την αγαπούσαν η μητέρα και ο πατέρας της και πόσο σκληρά είχε φερθεί η ίδια στην οικογένειά της. «Άλλοι έχουν φρικτές ιστορίες, που σας αρέσουν να τις γράφετε» τους έλεγε. «Γιατί δεν ρωτάτε εκείνους;» Μα, οι εφημερίδες δεν δουλεύουν βέβαια μ' αυτό τον τρόπο. Η εκλεκτή ήταν αυτή. Αυτή ήθελαν, αυτή έπρεπε να έχουν, ακόμα κι αν αναγκάζονταν να κάνουν μικρές αλλαγές στην ιστορία της, για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις και τις προσδοκίες των αναγνωστών τους.