Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μαντάμα Μπατερφλάι: Σεξισμός, βία και η λατρεία του χρήματος στην ανάγνωση του Ολιβιέ Πι στο Ηρώδειο

Ο διάσημος σκηνοθέτης και επί σειρά ετών διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, Ολιβιέ Πι, έρχεται στο Ηρώδειο με τη σκηνοθεσία της εμβληματικής όπερας του Πουτσίνι.

Μαντάμα Μπατερφλάι: Σεξισμός, βία και η λατρεία του χρήματος στην ανάγνωση του Ολιβιέ Πι στο Ηρώδειο

Με μια νέα παραγωγή της «Μαντάμας Μπατερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή, στις 1, 4, 7 και 10 Ιουνίου 2023, τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης της όπερας και του θεάτρου Ολιβιέ Πι, στην πρώτη του αναμέτρηση με το αριστούργημα του Πουτσίνι.

Η «Μαντάμα Μπατερφλάι» είναι μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου. Η «γιαπωνέζικη τραγωδία» του Τζάκομο Πουτσίνι είναι διάσημη για τις υπέροχες άριές της, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της.

Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, όπου μαθαίνει ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπατερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Ο Ολιβιέ Πι αντιμετωπίζει το έργο ως κάθοδο στον Άδη, λιγότερο συναισθηματική απ' όσο φαίνεται, και όχι ως μελόδραμα.

Ο Ολιβιέ Πι, που σκηνοθέτησε στη Λυρική το 2020 τον «Βότσεκ», προτάσσει την πολιτική διάσταση του έργου, μέσα από τη δική του αναγνωρίσιμη σκηνοθετική ταυτότητα, και ελπίζει, όπως λέει, ότι η δύναμη του πολιτικού μηνύματος του Πουτσίνι θα φανεί στη σκηνοθεσία και ότι το παράλογο αυτό έργο δεν θα θεωρείται πλέον μια λυπητερή συναισθηματική ιστορία με φόντο ένα γλυκανάλατο σκηνικό, αλλά ένας δυνατός πολιτικός λόγος και το προμήνυμα του θανάτου ενός κόσμου.

Στιγμιότυπο από την όπερα «Βότσεκ». Φωτ.: Valeria Isaeva

«Tη νεαρή γκέισα “δεσποινίδα Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων τον μήνα ένας Αμερικανός αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός, φεύγοντας για την Αμερική, της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμφτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά».

Με αυτή την αφήγηση της αδελφής του, που έζησε στο Ναγκασάκι, η οποία αφορούσε την πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, ο συγγραφέας Τζον Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημά του το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.

Όπως γράφει ο Ολιβιέ Πι, «η "Μαντάμα Μπατερφλάι" θεωρείται γενικώς ένα μελόδραμα χωρίς πολιτικό βάθος που εξελίσσεται σε μια φανταστική Ιαπωνία. Από τον 19ο αιώνα, οι λιμπρετίστες και οι συνθέτες συνηθίζουν να μεταθέτουν αλλού και μακριά τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Η "Κάρμεν" του Μπιζέ δεν μιλά για την Ισπανία αλλά για τη μετεπαναστατική Γαλλία, όπως η "Αΐντα" του Βέρντι δεν μιλά για την αρχαία Αίγυπτο αλλά για την Ιταλία κατά τη διάρκεια της ενοποίησης της χώρας, του Risorgimento.

Η μετάθεση αυτή επέτρεπε την αποφυγή της λογοκρισίας για θέματα παρεκβατικά, όπως η πορνεία, η κρατική βία ή η δύναμη του χρήματος. Κατά μια έννοια, η "Μπατερφλάι" δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Αν αφαιρέσουμε το βερνίκι του "couleur locale", είναι η ιστορία ενός Αμερικανού χωρίς ηθικούς φραγμούς που αγοράζει ένα παιδί δεκαπέντε ετών και το καταστρέφει. Κάτω από τις ανθισμένες κερασιές, η ποταπότητα, η βία, η άρνηση του ιαπωνικού πολιτισμού, η λαγνεία και ο αλκοολισμός είναι οι πραγματικοί κινητήρες του έργου».

«Το σεπούκου του Μισίμα δεν σήμαινε κάτι διαφορετικό: σήμαινε την άρνηση του αμερικανικού τρόπου ζωής και την επανοικειοποίηση του ιαπωνικού πολιτισμού ως αναπαλλοτρίωτης ελευθερίας» λέει ο Ολιβιέ Πι. Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο Ολιβιέ Πι αντιμετωπίζει το έργο ως κάθοδο στον Άδη, λιγότερο συναισθηματική απ' όσο φαίνεται, και όχι ως μελόδραμα, με τον γιάνκη Πίνκερτον, για τον οποίο το ουίσκι και το δολάριο είναι οι πραγματικοί θεοί, να εκφράζει αχαλίνωτη σεξιστική βία, με το χρήμα να παίζει τον ρόλο της ειμαρμένης των τραγωδιών, σαν ένας θεός που δεν ακούει τίποτε, σε έναν κόσμο χωρίς ατομική ελευθερία. Και αυτή η ειμαρμένη του χρήματος είναι ένας πέρα για πέρα πραγματικός θεός, κι όχι μόνο ένας μύθος.

«Αν η πολιτισμική οικειοποίηση όλων των εξωτισμών χρησίμευσε ως μάσκα στις όπερες της εποχής εκείνης, εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Πουτσίνι δεν γνωρίζει καλά την Ιαπωνία (κανένας Δυτικός δεν γνωρίζει καλά την Ιαπωνία), αλλά γνωρίζει καλά την Αμερική, αυτή την Αμερική των ρεβόλβερ, την οποία βρίσκουμε στην όπερα "Το κορίτσι της Δύσης" και η οποία γοητεύει και τρομάζει τον Πουτσίνι. Γι’ αυτόν, είναι ο κόσμος της εξαφάνισης του ανθρωπισμού και των ηθικών αξιών. Η Τσο-Τσο-Σαν μοιάζει σίγουρα περισσότερο με μια νεαρή, αφελή πόρνη των μεγαλουπόλεων της Δύσης παρά με μια πραγματική γκέικο, αλλά ο θηρευτής της είναι πέρα για πέρα πραγματικός και ενσαρκωμένος με όλη του τη δηλητηριώδη δύναμη».

Ο Ολιβιέ Πι αναφέρεται στον Τανιζάκι και το «Εγκώμιο της σκιάς», το εξαιρετικό δοκίμιο που μελετά την παραδοσιακή ιαπωνική αισθητική. Σε αυτό οι συγκρίσεις του φωτός με το σκοτάδι χρησιμοποιούνται για να αντιπαραβάλλουν τον δυτικό με τον ασιατικό πολιτισμό, ώστε ο συγγραφέας να μας υπενθυμίσει ότι κάτι από την ιαπωνική ψυχή έχει εκπορνευθεί στον δρόμο για την πρόοδο που επέβαλε η Δύση ως απόλυτη αξία κατά τη δεκαετία του ’20, όταν η Ιαπωνία γνώρισε ένα κύμα βίαιου εκδυτικισμού. Μέσα σε πενήντα χρόνια, η χώρα πέρασε από τον Μεσαίωνα στη βιομηχανική κοινωνία. Ήδη από την εποχή εκείνη υπήρξε ο κίνδυνος ο ιαπωνικός πολιτισμός να μετατραπεί σε φολκλόρ.

Θεωρεί απίστευτη την προφητεία του Πουτσίνι, που δεν μπορούσε να φανταστεί την ατομική βόμβα και την καταστροφή μιας ολόκληρης πόλης από τις αμερικανικές δυνάμεις, χωρίς να υπάρχει –ας το υπενθυμίσουμε– στρατηγική αναγκαιότητα. Η τοποθέτηση της δράσης στο Ναγκασάκι, σε μια πόλη μάρτυρα του πυρηνικού αφανισμού, καθιστά τη δική του «Μπατερφλάι» ενσάρκωση μιας Ιαπωνίας που δεν έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης.

«Η καταστροφή της Ιαπωνίας ως προς την πολιτισμική της ταυτότητα, η μετατροπή της σε αμερικανική αποικία, δεν αποτελεί γεγονός μόνο για το Αρχιπέλαγος. Αφορά το σύνολο του κόσμου, τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση εξαφανίζει όλους τους τοπικούς πολιτισμούς και κλείνει όλους τους πληθυσμούς μέσα στον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό, στην αμερικανική έκδοσή τους. Τα πάντα αγοράζονται, τα πάντα καταστρέφονται, αυτό κατάλαβε ο Πουτσίνι για τον αμερικανικό επεκτατισμό, χωρίς να βλέπει τις απώτερες επιπτώσεις της καταστροφής αυτής. Σήμερα, όχι μόνο η Τσο-Τσο-Σαν αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης έχουν πουληθεί, εξευτελιστεί, ταπεινωθεί και εκμηδενιστεί. Το έργο αποκτά μια οικουμενική διάσταση χωρίς να χάσει τη σημασία του ως προς τη μοίρα της Ιαπωνίας.

Ορισμένοι σοκάρονται από τη φρικτή συνενοχή της ηρωίδας, από τη συγκατάθεσή της στη δυστυχία. Όμως, στην τελευταία σκηνή θα βρει αυτό που ο Ζανκελεβίτς αποκαλεί "μοναδική ελευθερία", την ελευθερία της αυτοκτονίας. Το σεπούκου του Μισίμα δεν σήμαινε κάτι διαφορετικό: σήμαινε την άρνηση του αμερικανικού τρόπου ζωής και την επανοικειοποίηση του ιαπωνικού πολιτισμού ως αναπαλλοτρίωτης ελευθερίας» λέει ο Ολιβιέ Πι.

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.