Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Απεβίωσε ο σπουδαίος διευθυντής ορχήστρας Kurt Masur που διηύθυνε χωρίς παρτιτούρες

Ο μαέστρος έχασε την μάχη με την Νόσο του Πάρκινσον, σε ηλικία 88 ετών

Απεβίωσε ο σπουδαίος διευθυντής ορχήστρας Kurt Masur που διηύθυνε χωρίς παρτιτούρες

Ο Σιλεσιανός διευθυντής ορχήστρας Kurt Masur, ειδήμων του ρομαντικού ρεπερτορίου που είχε διευθύνει την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και την Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας έφυγε από την ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 88 ετών. Έπειτα από συνεχόμενες ακυρώσεις συναυλιακών υποχρεώσεων ο μεγάλος μαέστρος είχε ανακοινώσει το 2012 μέσω του ιστότοπου του ότι έπασχε από την Νόσο του Πάρκινσον.

 

Ο Kurt Masur, ένας από τους "τελευταίους μαέστρους παλαιάς κοπής" όπως τον αποκαλούσαν, γεννήθηκε το 1927 στο Brieg της Κάτω Σιλεσίας. Ασχολήθηκε από πολύ νεαρή ηλικία με την μουσική και η αρχική του επιθυμία ήταν να γίνει πιανίστας, ωστόσο ένας πιο κοντός τένοντας στο μικρό δάκτυλο του δεξιού του χεριού και δύο επεμβάσεις έθεσαν προώρα τέλος στην φιλοδοξία του αυτή.

Είχε μια σαφή προτίμηση στο ρεπερτόριο των ρομαντικών και μεταρομαντικών συνθετών, του Μέντελσον, του Τσαϊκοφσκι και κυρίως του Μπετόβεν για τον οποίο είχε δηλώσει το 2002: "Ο Μπετόβεν παραμένει η καρδιά της συμφωνικής μουσικής, κάθε ορχήστρα ξεγυμνώνεται μπροστά του. Ο τρόπος που παίζεις την μουσική του δεν υπακούει σε ρουτίνες. Απαιτεί κόπο αλλα τον αξίζει κιόλας."

Αποτέλεσε αστέρα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και παρότι υπήρξε επί σειρά ετών πιστός στις αρχές του κομμουνιστικού καθεστώτος η πολιτική του τοποθέτηση άλλαξε το 1989 με αφορμή την σύλληψη ενός μουσικού του δρόμου στην Λειψία. Το ίδιο έτος παρενέβη μάλιστα σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις διαπραγματευόμενος με τα σώματα ασφαλείας υπέρ των διαδηλωτών και κατόρθωσε να αποτρέψει την χρήση βίας εναντίον τους. Ο Masur παραδέχθηκε πως συνειδητοποίησε πολύ αργά την πνευματική καταπίεση του καθεστώτος και κατά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου είχε μετατρέψει την έδρα της ορχήστρας του στην Λειψία σε εστία αμφισβήτησης.

Ο πρώτος διορισμός του σε συμφωνική ορχήστρα ήταν στην Φιλαρμονική Ορχήστρα της Δρέσδης το 1955 ενώ από το 1970 διήθυνε την ορχήστρα του Gewandhaus της Λειψίας, την ορχήστρα του Μπαχ και του Μέντελσον, μέχρι το 1991. Υπό την διεύθυνση του μάλιστα η Gewandhausorchester Leipzig εκτέλεσε την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν στην τελετή επανένωσης της Γερμανίας. Στην συνέχεια διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, της Φιλαρμονικής του Λονδίνου και έκλεισε την καριέρα του στην Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας.

Ο Kurt Masur από νεαρή ηλικία ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, δίνοντας συνολικά πάνω από 900 συναυλίες ακόμα και στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1970. Είχε μια σαφή προτίμηση στο ρεπερτόριο των ρομαντικών και μεταρομαντικών συνθετών, του Μέντελσον, του Τσαϊκοφσκι και κυρίως του Μπετόβεν για τον οποίο είχε δηλώσει το 2002: "Ο Μπετόβεν παραμένει η καρδιά της συμφωνικής μουσικής, κάθε ορχήστρα ξεγυμνώνεται μπροστά του. Ο τρόπος που παίζεις την μουσική του δεν υπακούει σε ρουτίνες. Απαιτεί κόπο αλλα τον αξίζει κιόλας."

Ο Σιλεσιανός μαέστρος που απολάμβανε να διευθύνει χωρίς μπαγκέτα και παρτιτούρες ήταν πνευματικό τέκνο των Wilhelm Fürtwangler και Bruno Walter. Στο διάστημα 1960-1964 ανέλαβε και την διεύθυνση της Komische Oper του ανατολικού Βερολίνου όπου συνεργάστηκε με τον Walter Felsenstein. Σύντομα όμως οι προσεγγίσεις των μοντερνιστών σκηνοθετών τον απομάκρυναν από την όπερα.

Ως ανθρωπιστής επιθυμούσε με την μουσική να εμπνεύσει "έντιμα συναισθήματα" όπως έλεγε αναφερόμενος στο έργο του Walter. Ο Masur ήταν εξαιρετικά ανοιχτός στην νέα γενιά μουσικών και σε άλλα είδη, κάτι που απέδειξε προσκαλώντας τον τζαζίστα Wynton Marsalis να εμφανιστεί με την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης στον εορτασμό της επετείου των 100 ετών από την γέννηση του Duke Ellington. Σε έναν κόσμο τον οποίο θεωρούσε "επικίνδυνο, ιδίως για τους νέους" ο Kurt Mansur θεωρούσε χρέος του να φροντίσει μέσω του έργου του «να συνεχίσουν οι άνθρωποι να έρχονται στα κονσέρτα, να αναζητούν σε αυτά τα διαχρονικά έργα την απάντηση στα ερωτήματα τους για την ζωή και τον θάνατο. Εμείς οφείλουμε να μεταδώσουμε μηνύματα ζώης.»