Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας» άνοιξε τις πόρτες του στην Αθήνα

Στη διερώτηση αν είναι καλό σημάδι ότι το εικαστικό 2022 ξεκινά με μια τόσο ερασιθάνατη έκθεση, η απάντηση είναι, χωρίς κανέναν δισταγμό, καταφατική.

Το «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας» άνοιξε τις πόρτες του και μας περιμένει

Ας πούμε ότι φτάνεις στην περιοχή της πλατείας Αττικής, για την οποία, όποιος δεν είναι τακτικός επισκέπτης της, διαπιστώνει, με μια κάποια χωρίς πρόσημο έκπληξη, ότι έχει πλέον «απο-μουμιοποιηθεί» μετά τη μακρά περίοδο όλο και βαθύτερης γήρανσής της, χάρη στις αλλεπάλληλες μεταγγίσεις ξένου νεανικού αίματος που δείχνει πλέον πιο χαρούμενο, επειδή μάλλον βρήκε σταθερότερες άκρες επιβίωσης. Κι έτσι η περιοχή δείχνει να έχει αποκτήσει το σφρίγος της «ξαναγεννημένης» συνοικίας σε ένα «προσεχές και γενόσημο» είδος χώρας.

Και τη στιγμή που σχηματίζεται αυτή η ενδιαφέρουσα εντύπωση, διασχίζεις την είσοδο του ισόπεδου με το πεζοδρόμιο καταστήματος επί της οδού Σωζοπόλεως 15, στο οποίο παρουσιάζεται η πρώτη γενναία δόση εκθεμάτων του «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας», όπου το πρώτο ερέθισμα, το οποίο συναρπάζει το μάτι και το παρασύρει στην αιχμαλωσία, είναι μια φράση στο δάπεδο, χειρόγραφη, με μαύρη μπογιά και όμορφα, σχεδόν ισομεγέθη κεφαλαία γράμματα, που το καθένα τους είναι επιμελώς εγγεγραμμένο σε κεντρική θέση εντός ενός από τα λευκά πλακάκια, τα οποία εκφράζουν, ακόμη και έτσι ντεμοντέ που είναι, την αλαζονική αισιοδοξία της προ εικοσιπενταετίας περίπου εποχής ανακαίνισης του χώρου, τότε που όλοι πίστευαν πως οι αγελάδες ήταν παχιές και ότι ίσως θα γίνονταν ακόμα παχύτερες.

Aνάμεσα στις πιο συγκλονιστικές περιπτώσεις αυτοχειρίας είναι και εκείνη ενός νεαρού που αποφασίζει να αυτοκτονήσει με ψεύτικο όνομα. Η απόφασή του αυτή δικαιολογείται μεν από την πρόθεσή του να μην επιβαρύνει την οικογένειά του με το κοινωνικό στίγμα που θα προκαλούσε η αυτοκτονία του, ωστόσο μοιάζει να ενυπάρχει στην περίπτωσή του και η ασυνείδητη επιθυμία του να θανατώσει όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το όνομά του στον λόγο των άλλων που αφήνει πίσω του κι έτσι να πετύχει τον ολοκληρωμένο και αμετάκλητο αφανισμό του.

Με άλλα λόγια, και ενώ δεν έχεις προλάβει καν να πατήσεις και το δεύτερο πόδι σου στον εκθεσιακό χώρο, συνειδητοποιείς ότι είναι τόσο πολλά τα «κοντράστ» που έχεις προσλάβει μέχρι τότε, ώστε στιγμιαία λιποψυχείς και αναρωτιέσαι μήπως θα έπρεπε να κάνεις μια απλή μεταβολή και να αποχωρήσεις. Επειδή ομολογείς στον εαυτό σου πως είναι τεράστιος ο όγκος πολυεπίπεδης πληροφορίας που του επιβάλλεις να αφομοιώσει, χωρίς καμιά προθέρμανση, και ως εκ τούτου θα δυσκολευτείς αν φορτωθείς περισσότερα διχαστικά ερεθίσματα τέτοιας δύναμης.

Είναι όμως πια αργά γιατί, ως Αλίκη, έχεις περάσει ήδη μέσα από έναν «καθρέφτη» και διαβάζεις στα πλακάκια της «χώρας των θαυμάτων», στην οποία βρέθηκες χωρίς να το υπολογίζεις, πως: «Η Ελλάδα πεθαίνει».

Σε κάποιες από τις περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή η ψυχρή ειρωνεία με την οποία ο Τύπος αναφέρεται σε ένα περιστατικό.
Αυτό υπερασπίζεται το «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας»: η έννοια του πολιτισμού δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αυτούς που τον αρνήθηκαν.
 

«Είναι μια φράση που λέει ο Θανάσης Βέγγος στην ταινία “Το βλέμμα του Οδυσσέα” του Θόδωρου Αγγελόπουλου», λέει ο Σαμσών Ρακάς, ο οποίος είναι πρωτίστως ποιητής, αν και αυτός ο προσδιορισμός ίσως να μην αποδίδει επαρκώς το πλάτος των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων του και την ποικιλότητα των καλλιτεχνικών πεδίων που αγγίζει ως δημιουργός.

Ο Ρακάς είναι επίσης ο εμπνευστής (και ιδρυτής) του «Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών», το οποίο, για λόγους συντομίας, ας το περιγράψουμε ως ένα οραματικό (αλλά και πραγματικό) κέντρο ρεμβασμού και ανάλογων παρεμβατικών δράσεων που έχουν στόχο «την επαναμάγευση της ζωής», διαπερνώντας και υπερβαίνοντας τα παραδοσιακά πεδία του καλλιτεχνικού λόγου. Προφανώς, ο Σαμσών Ρακάς και το «Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών» («ΡΠΑ safe space» για τους φίλους) ίδρυσαν και το νεότευκτο «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας».

Προχωρώντας λίγο πιο μέσα, στο πίσω δωμάτιο του ισογείου του εκθεσιακού χώρου, μία ακόμα φράση είναι γραμμένη με τον ίδιο τρόπο στα πλακάκια: «Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης δεν έχει τελειώσει ακόμα», με υπογραφή «Αλ. Τρ.», καθότι πρόκειται για τον τίτλο ποιήματος του αυτόχειρα ποιητή της γενιάς του '70 Αλέξη Τραϊανού (1944-1980).

Κάθε εκτιθέμενο έργο συνοδεύεται από ένα πολύ ωραίο κείμενο.

Πολύ σύντομα ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ότι οι δύο αυτές επιγραμματικές φράσεις στο δάπεδο κείτονται εκεί όπως τα «πληγωμένα σώματα [των αυτοχείρων, τα οποία] μοιάζουν με ξαπλωμένα μανιφέστα που επιτίθενται στις κοινωνίες του στίγματος, της πλειοψηφίας, της τρέχουσας ηθικής, καταδεικνύοντας το κακοφόρμισμα της νεωτερικότητας», όπως γράφει ο Σαμσών Ρακάς στο εξαιρετικό κείμενό του, με το οποίο απαντά στο γιατί προτείνει ένα «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας».

Στο ίδιο κείμενο, μετά από μια καταγραφή που, χωρίς να κρύβει λόγια, συγκεντρώνει τις μεγάλες πληγές ηθικής τάξεως στην αμείλικτη πραγματικότητα που βιώνουμε στις μητροπόλεις, ο Ρακάς αναφέρει ότι έρχεται κάποια στιγμή που εξαιτίας τους ο άνθρωπος γονατίζει. Γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Οι συνθήκες τον καθιστούν τόσο ευάλωτο και αβοήθητο, ώστε τελικά να γονατίζει.

«Μα ό,τι γονατίζει ορθώνεται ακόμη πιο ψηλά», διευκρινίζει στη συνέχεια, «κι αυτό υπερασπιζόμαστε, σπάζοντας την ένοχη σιωπή, φέρνοντας στο προσκήνιο τους “Αυτοκράτορες του Εαυτού”, τους αυτόχειρες της νεοελληνικής ιστορίας, επιχειρώντας μια σπάνια κατάθεση συλλογικού πένθους. Δεν πρόκειται για κάτι μακάβριο. Η αυτοκτονία γίνεται μια μοριακή αφορμή για να μπορέσουν να τεθούν τα υπαρξιακά ερωτήματα που αντιπαλεύουν το παρόν μας. Γι’ αυτό και τους προσεγγίζουμε με ταπεινότητα, τους νιώθουμε να στέκονται σαν φάροι στην ερημιά, ανώνυμοι κι ανώνυμες του χωροχρόνου που φωτίζουν τις κακοτοπιές, τους σκοπέλους, τα αδιέξοδα τούτης της κοινωνίας.

Είναι οι Ακρίτες της ύπαρξης. Οι πιο αδιάψευστοι μάρτυρες για το τι πηγαίνει λάθος στο εδώ και τώρα. Έχουμε ανάγκη τη γνώση τους. Πρέπει να συναισθανθούμε την εκδίωξη που τους συνέβη χωρίς υπεκφυγές. Δεν πρόκειται για κάτι μακρινό: είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια ύλη, αντιμετωπίζοντας όμοια αδιέξοδα, τα οποία στον καιρό της πανδημίας όλο και γιγαντώνονται.

Αυτό υπερασπίζεται το “Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας”: η έννοια του πολιτισμού δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αυτούς που τον αρνήθηκαν. Έχουμε χρέος να επιθυμήσουμε μια κοινωνία λιγοστής παγίδευσης των ανθρώπων. Κανείς και σε κανέναν δεν είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί για την ευαισθησία του. Η δουλειά των μαζών είναι να θανατώνουν τη μονάδα. Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία δίχως αποκλεισμούς; Αυτό είναι ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που θέτει ο αυτόχειρας προς εμάς και μας ενθαρρύνει να παραμείνουμε ζωντανοί, να μη χάσουμε την ελπίδα μας, και επιτέλους να αναζητήσουμε με παρρησία την ελληνική ιστορία από την πλευρά της απελπισίας».

Κάθε εκτιθέμενο έργο συνοδεύεται από ένα πολύ ωραίο κείμενο –που είναι και συγκινητικό–, το οποίο περιγράφει την προσωπική ιστορία και τα αίτια της αυτοκτονίας του εκάστοτε αυτόχειρα. Περιέχει συνήθως και κάποιες ακόμα πληροφορίες, που συχνά μοιάζουν με δευτερεύουσες παραλειπόμενες λεπτομέρειες, οι οποίες όμως φωτίζουν το σκοτεινό, ίσως και ακατανόητο, πιθανόν και άχρηστο για τα μάτια ενός τρίτου τελετουργικό της πράξης. Αυτές οι λεπτομέρειες ωστόσο είναι που κάνουν κάθε περίπτωση αυτοχειρίας να φαντάζει εντελώς ξεχωριστή.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το καθένα από αυτά τα κείμενα σκιαγραφεί επίσης και το υπόρρητο ψυχικό φόντο του προσώπου που οδηγήθηκε στο απονενοημένο διάβημα.

Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κατόπιν αναζήτησης και επιλογής περιστατικών αυτοχειρίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι τα μέσα του εικοστού.
Το πρώτο ερέθισμα, το οποίο συναρπάζει το μάτι και το παρασύρει στην αιχμαλωσία, είναι μια φράση στο δάπεδο, χειρόγραφη, με μαύρη μπογιά και όμορφα, σχεδόν ισομεγέθη κεφαλαία γράμματα.
 

Σε κάποιες από τις περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή η ψυχρή ειρωνεία με την οποία ο Τύπος αναφέρεται σε ένα περιστατικό. Σε άλλα κείμενα ξαφνιάζουν οι «παραγγελίες» προς αυτούς στους οποίους απευθύνονται οι επιστολές που αφήνουν πίσω τους οι αυτόχειρες, επειδή δείχνουν ότι αυτός που επιλέγει να θέσει τέρμα στη ζωή του δεν θέλει με αυτή την απόφασή του να διαταράξει καθόλου τη ροή των τετριμμένων καθημερινών λειτουργιών στην πραγματικότητα που αφήνει πίσω του.

Αλλού, πάλι, διακρίνονται κάποια εντελώς παράδοξα στοιχεία που θα μπορούσαν να φαντάζουν και αφελή, όπως συμβαίνει, ας πούμε, στην περίπτωση δύο αδελφών και μιας φίλης τους που είναι και οι τρεις ερωτευμένες με τον ίδιο άνδρα και προκειμένου να μη συγκρουστούν μεταξύ τους διεκδικώντας τον, μαζεύονται ένα απόγευμα για καφέ με δηλητήριο, ώστε να φύγουν από τη ζωή ταυτόχρονα κι αχώριστες.

Ανάλογη περίπτωση είναι και εκείνη του ζευγαριού που, επειδή οι οικογένειές τους δεν τους επιτρέπουν να παντρευτούν, αυτοκτονούν τρώγοντας δηλητηριασμένα λουκούμια. Ωστόσο, ανάμεσα στις πιο συγκλονιστικές περιπτώσεις αυτοχειρίας είναι κι εκείνη ενός νεαρού που αποφασίζει να αυτοκτονήσει με ψεύτικο όνομα. Η απόφασή του αυτή δικαιολογείται μεν από την πρόθεσή του να μην επιβαρύνει την οικογένειά του με το κοινωνικό στίγμα που θα προκαλούσε η αυτοκτονία του, ωστόσο μοιάζει να ενυπάρχει στην περίπτωσή του και η ασυνείδητη επιθυμία του να θανατώσει όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το όνομά του στον λόγο των άλλων που αφήνει πίσω του κι έτσι να έχει πετύχει τον ολοκληρωμένο και αμετάκλητο αφανισμό του.

Αυτές οι κάπως ακραίες περιπτώσεις, όπως και οι περιπτώσεις ατόμων που αυτοκτονούν χωρίς «αξιόλογη πρόφαση», αποκαλύπτουν μάλλον καλύτερα το υπόρρητο ψυχικό φόντο που, όπως προαναφέρθηκε, σκιαγραφούν όλα αυτά τα κείμενα.

Και το οποίο μάλλον είναι η λεγόμενη «μελαγχολική φύση» του ανθρώπου. Εκείνη που νιώθει βαρύτερη και βαθύτερα μέσα της τη δυσφορία που της προκαλεί ο πολιτισμός.

Σε άλλα κείμενα ξαφνιάζουν οι «παραγγελίες» προς αυτούς στους οποίους απευθύνονται οι επιστολές που αφήνουν πίσω τους οι αυτόχειρες.
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του χρόνου και συνεχώς θα ανανεώνεται, θα εξελίσσεται και θα εμπλουτίζεται.
 

Τα κείμενα αυτά συγκεντρώθηκαν κατόπιν αναζήτησης και επιλογής περιστατικών αυτοχειρίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι τα μέσα του εικοστού και ο Σαμσών Ρακάς τα έχει συγγράψει εξαρχής ή έχει επιμεληθεί τις σχετικές δημοσιογραφικές αναφορές. Συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της έκθεσης και έναν πάρα πολύ ισχυρό «πομπό ερεθισμάτων» για τη δημιουργία έργων τέχνης.

Σχηματίζουν επίσης έναν σαφή και δυνατό «ιστό» πάνω στον οποίο καθένα από τα έργα που εκτίθενται στο «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας» αγκιστρώνεται σε μια μοναδική θέση. Και με αυτόν τον τρόπο έργα εντελώς ανόμοια και άνισα συνυπάρχουν χωρίς να δείχνουν παράταιρα, με τον τρόπο που δεν δείχνουν «παράταιροι» μεταξύ τους οι αυτόχειρες.

Ο επισκέπτης έχει αρχικά την αίσθηση ότι βρίσκεται σε μια έκθεση κυρίως εικαστικών έργων, επειδή του δημιουργείται η εντύπωση με την πρώτη ματιά στον χώρο ότι θα δει ζωγραφική, βιντεο-τέχνη, γλυπτά, εγκαταστάσεις, κολάζ, κεραμική και φωτογραφίες. Όμως γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι αφθονούν και τα κείμενα κάθε είδους (ποίηση, θέατρο, πεζά και δοκίμια), με τα οποία διάφοροι καλλιτέχνες απαντούν στα κείμενα που περιγράφουν τα περιστατικά αυτοκτονιών.

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του χρόνου και συνεχώς θα ανανεώνεται, θα εξελίσσεται και θα εμπλουτίζεται με προβολές, διαλέξεις, απαγγελίες, χορό, μουσική και περφόρμανς. Γιατί, όπως σημειώνει ο Σαμσών Ρακάς: «Δεκάδες άνθρωποι του ανήσυχου πολιτισμού συνυπογράφουν με τα ποικιλόμορφα έργα τους το Απονενοημένο Σύνταγμα και συγκροτούν Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας στη μνήμη όσων έκαναν πράξη τον ίδιο τους τον θάνατο, μην αντέχοντας την κακοποίηση ή την ντροπή σε τούτο δω τον τόπο».

Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας

Στον χώρο «Sozopolis», Σωζοπόλεως 15 (περιοχή πλ. Αττικής, 400 μ. από το μετρό)

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2022

Ωράριο λειτουργίας: Σάβ.-Κυρ. 16:00-20:00

Είσοδος: 2 ευρώ, ελάχιστη προαιρετική συνεισφορά

Παρέχεται η δυνατότητα ομαδικών επισκέψεων άνω των πέντε ατόμων, με ραντεβού οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας και κατόπιν σχετικής συνεννόησης μέσω email στο syntagma2021@yahoo.com