Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το Luton δεν είναι μόνο προορισμός

Ο Μιχάλης Κωνσταντάτος μας μιλά για την ταινία του

Το Luton δεν είναι μόνο προορισμός

Μετά το «Δυο φορές τώρα» και το «Μόνο για πάντα», το Luton είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μιχάλη Κωνσταντάτου.

Το Luton βγαίνει στις αίθουσες στις 10 Οκτωβρίου, αφού προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας και στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, ενώ ετοιμάζεται για το διαγωνιστικό του Φεστιβάλ του Λονδίνου στις 18 Οκτωβρίου.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα ο Μιχάλης Κωνσταντάτος, σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο και σχεδόν ταυτόχρονα στη σχολή Σταυράκου και στη συνέχεια έκανε ένα μεταπτυχιακό στο Πολυτεχνείο για τον σχεδιασμό του χώρου και του πολιτισμού. Δούλεψε στο Λονδίνο για ένα χρόνο, επέστρεψε και άρχισε να κάνει τις μικρού μήκους του. Από το 2009 ασχολείται και με το θέατρο με την ομάδα Blind Spot.

Θα ήθελα να περιγράψω την ταινία με αυτή τη σκηνή: πριν μπω στη δημοσιογραφική, πρωί στην Πανεπιστημίου, μπροστά στα μάτια μου, ένας ταξιτζής και ένας πεζός, από το πουθενά, πιάστηκαν στα χέρια με απίστευτη βία. Μια σκηνή που κράτησε δευτερόλεπτα, ένα τρομακτικό σκηνικό για το πως ένας διαβάτης ήρεμος, μπορεί να μεταμορφωθεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου σε θηρίο.

Η ταινία μου φάνηκε σαν φυσική συνέχεια της πραγματικότητας. Στην οθόνη πρωταγωνιστούν τρία πρόσωπα: Ο Τζίμης είναι ένας ευκατάστατος μαθητής λυκείου, γύρω στα 17. Η Μαίρη, είναι μια ασκούμενη δικηγόρος γύρω στα 30. Ο Μάκης, ένας 50αρης οικογενειάρχης, ιδιοκτήτης ενός ψιλικατζίδικου.

Τρεις πολύ διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους και η καθημερινότητά τους. Μέσα στο πλαίσιο μιας συμβατικής ζωής που τους πιέζει όταν όλα γι' αυτούς μοιάζουν ακίνητα και αναμενόμενα, τα τρία αυτά πρόσωπα βρίσκουν το δικό τους τρόπο διαφυγής. Τη βία.

Τον συναντήσαμε μετά την προβολή της ταινίας και το πως αποφάσισε για μια μεγάλου μήκους ήταν η πρώτη μας ερώτηση

«Η απόφαση για τη μεγάλου μήκους ήταν για μένα φυσική. Ήταν η ταινία που ήθελα να κάνω, παρόλο που αρκετοί μου είπαν ότι ήταν παρακινδυνευμένο το θέμα για πρώτη ταινία.»

Γιατί;

"Γιατί το θεωρούσαν δύσκολο τόσο το θέμα της όσο και τον κώδικά της. Γιαυτό. Βρίσκανε «επικίνδυνη» λίγο και κάπως τολμηρή την ιδέα."

Η ιδέα ποιά είναι;

"Ξεκίνησε από τα περιστατικά αναίτιας βίας, που άκουγα από εδώ και από εκεί και συνέβαιναν σε όλο τον κόσμο. Συγχρόνως, αναρωτιόμουνα πάντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι τους συμβαίνει στη ζωή τους, γιατί δεν ήταν περιστατικά στα οποία οι θύτες ήταν άτομα με ψυχοπαθολογικά ευρήματα. Ήταν κανονικοί άνθρωποι. Οπότε η αφορμή ήταν αυτά τα περιστατικά. Μετά άρχισα να ψάχνω την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων και να βρίσκω τις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς τους."

Μιλάμε για τη βία;

"Ναι, αυτό με ενδιαφέρει, η βία. Μιλάμε για την κρυμμένη βία, αυτή είναι η ιδέα από την οποία γεννήθηκε η ταινία."

Πως γεννιέται αυτό σε μια κοινωνία;

"Από τη στιγμή που μπαίνουν οι ρόλοι αρχίζει και η βία σε μια κοινωνία. Γιατί στη συνέχεια, καλώς η κακώς ο καθένας πρέπει να υπερασπιστεί το ρόλο του και αυτό γίνεται συχνά πολύ αγχωτικό και πολύ έντονο. Προστίθενται οι φιλοδοξίες, οι οικονομικές συνθήκες, οι οικονομικές υποχρεώσεις και αναγκαστικά κάνουμε και θέλουμε πράγματα έξω από αυτά που επιθυμούμε πραγματικά. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μια ένταση και τη νεύρωση που οδηγεί στη βία."

Υπάρχει κάποιο όριο που είναι δυσδιάκριτο, αλλά καθορίζει τη συμπεριφορά μας;

"Αν δείς πραγματικά την καθημερινότητά μας, όταν υπερβαίνουμε λίγο τους ρόλους μας και τις υποχρεώσεις μας και κάνουμε ακόμα και σε ένα μικρό πράγμα, μια υποχώρηση, -δηλαδή αν πιούμε έναν καφέ αντί για τσάι που θέλουμε πραγματικά- εκεί, αρχίζει ένας μικρός υποδόριος σχεδόν, ψυχαναγκασμός, μέσα στον οποίο τα όρια είναι απολύτως δυσδιάκριτα."

Υπάρχουν τρεις χαρακτήρες στην ταινία σου. Ένας μικροεπαγγελματίας, ένας έφηβος, μια γυναίκα. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό τους;

"Το κύριο χαρακτηριστικό των ηρώων είναι ότι βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο. Οι άντρες έχουν πιο στερεοτυπικούς ρόλους, η γυναίκα ανήκει κάπου, θέλει να πάει κάπου αλλού, θέλει να έχει το στάτους ενός επιστήμονα, αλλά τρώει το «σκατό». Δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει αυτό που θέλει, είναι ένας πιο αφηρημένος χαρακτήρας σε σχέση με τους άλλους δυο."

Αυτοί οι τόσο ήσυχοι ήρωες είναι συνειδητοποιημένοι; Εχουν συνείδηση του τι κάνουν;


"Αφορά η ταινία και στη συνείδηση και στη συνειδητοποίηση των ανθρώπων. Η ταινία γράφτηκε και γυρίστηκε πριν ξεσπάσει όλο αυτό, με την κρίση στην Ελλάδα, και την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαιώνουν κάπως την ταινία. Εμένα με απασχολεί και με ενδιαφέρει τι είναι αυτό, που γεννάει την κρίση και τη βία. Είναι ο θυμός και ο φόβος. Κυρίως ο φόβος. Και βεβαίως κάποιος μπορεί να δει μέσα στην ταινία τους ανθρώπους που έφεραν τη Χρυσή Αυγή τόσο ψηλά. Οι άνθρωποι που δεν έχουν το κουράγιο και την παιδεία να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Αυτό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα μιας κοινωνίας και αυτό το πρόβλημα εκπαιδευτικό σύστημα. Οριακά, το σχολείο, είναι σαν να εκπαιδεύει χρυσαυγίτες με τον τρόπο που λειτουργεί, όχι απαραίτητα με την ταμπέλα του χρυσαυγίτη, αλλά χωρίς καμιά αίσθηση του πλαισίου, του διπλανού τους, της κοινωνίας."

Στο θέατρο σας απασχολούν τα ίδια ζητήματα;


"Το πρώτο έργο που κάναμε ήταν η Πτώση του Καμί, και στη συνέχεια ανεβάζουμε κείμενα που γράφουμε εμείς και κινούνται στο πλαίσιο της αυτής της σχέση της ψυχολογίας του ατόμου σε σχέση με την κοινωνία και πως αλληλοδιαμορφώνονται. Και βέβαια, πάντα το θέμα της βίας, το οποίο με απασχολεί συνεχώς. Στο θέατρο με απασχολεί πολύ και ο χώρος. Πρώτα βρίσκω ένα χώρο, κάνω μια εγκατάσταση και εκεί μέσα βάζω το θέμα μου."


Για το σινεμά σήμερα τι θα μου πείτε;


"Θα πω το αυτονόητο, ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνουμε ταινίες. Ταινίες κάνεις επειδή σε στηρίζουν ή οι θεσμοί ή οι ιδιώτες χρηματοδότες. Στην ελληνική αγορά σήμερα, είναι ανύπαρκτα σχεδόν όλα, όλοι προσπαθούν να επιβιώσουν , η ΕΡΤ έκλεισε σε μια μέρα, θα παίρναμε κάποια χρήματα, πάνε... Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι, σκηνοθέτες, παραγωγοί, με εξωστρέφεια, οι οποίοι έχουν πολλά πράγματα να πουν, που έχουν γραφή να δείξουν. Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι να παρασυρθούμε όλοι εμείς και να πάμε σε έναν αγώνα δρόμου με τα φεστιβάλ και τις διεθνείς συμμετοχές. Ο καθένας είναι ωραίο να κοιτάζει τον κόσμο του, τη γραφή του και να κάνει σοβαρά τη δουλειά του."

*****