Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η Βίβλος στον κινηματογράφο: Έπη και παρωδίες

Οι πρώτες απόπειρες, οι πρωταγωνιστές, το αποτυχημένο CGI σήμερα

Η Βίβλος στον κινηματογράφο: Έπη και παρωδίες

Η εβδομάδα που διανύουμε ήταν για χρόνια μια εποχή κατά την οποία πολλοί παρακολουθούσαν ιστορίες εμπνευσμένες από τη Βίβλο, μια που η τηλεόραση τις πρόσφερε αφειδώς. Αυτό δεν συμβαίνει με τον ίδιο ρυθμό σήμερα, και πάλι όμως το Πάσχα παραμένει η εποχή του «Ιησού από τη Ναζαρέτ», πλαισιωμένου με κάποιες φθηνοπαραγωγές της εποχής μας που περισσότερο πιάνονται ως μικρές διαφημίσεις της Βίβλου παρά ως καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Άλλωστε Βίβλος, όπως θα διαβάσετε και πιο κάτω, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το σινεμά και για χρόνια οι ιστορίες της ήταν συνήθως υλικό για blockbusters. Οι καιροί και οι συνήθειες όμως αλλάζουν, το κοινό αφήνει το παρελθόν και το έπος και προτιμά το μέλλον, το Διάστημα και τα κόμικς όταν θέλει να δει σινεμά, οπότε οι θρησκευτικές ιστορίες έχουν υποχωρήσει. Ποια είναι όμως, συνοπτικά, η ιστορία τους;

Τα πρώτα χρόνια

Τους πρώτους μήνες της ύπαρξής του ο κινηματογράφος έχει ως θέμα την καταγραφή της πραγματικότητας. Τα επίκαιρα και οι προσωπικές στιγμές όσων είχαν την τύχη να διαθέτουν κάμερα φτάνουν ως την οθόνη, μέχρι που οι πρώτοι δημιουργοί αντιλαμβάνονται πως η νέα τέχνη δεν θα μακροημερεύσει αν δεν εισάγει στο περιεχόμενό της τη μυθοπλασία. Απλοϊκά σενάρια του ενός λεπτού γίνονται ταινίες, η παραγωγή σε όλο τον κόσμο αυξάνεται κατακόρυφα και οι κινηματογραφιστές προσανατολίζονται σε δύο κατευθύνσεις για έμπνευση: στην κλασική λογοτεχνία και στη Βίβλο. Ήδη ένας Γάλλος, παραγωγός πρώιμων ερωτικών ταινιών, είχε κάνει την αρχή. Ο Αλμπέρ Κιρσνέρ αντιλήφθηκε από νωρίς τις απαιτήσεις του κοινού και, μαζί με τα γυμνά του, γύρισε το 1897 ένα πεντάλεπτο φιλμ με τα πάθη του Χριστού, την πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη ταινία που πήρε το θέμα της από τη Βίβλο.

«Μπεν Χουρ»: η πιο ακριβή ταινία στην ιστορία του σινεμά ως τότε.
 
 

Με το πέρασμα στον 20ό αιώνα συνεχίζεται δειλά η προσπάθεια αφήγησης βιβλικών ιστοριών. Η γαλλική εταιρεία Pathè γυρνά το «Σαμσών και Δαλιδά» το 1903, μία από τις πρώτες ταινίες που άντλησαν την ιστορία τους από την Παλαιά Διαθήκη, όμως τα πρωτόγονα ακόμα τότε μέσα που χρησιμοποιούνται δεν φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες τέτοιων ταινιών. Έπρεπε να περάσει μια δεκαετία περίπου και να φτάσουμε στο 1913, όταν θα γυριστεί στην Ιταλία το «Quo Vadis», διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Χένρικ Σιένκεβιτς, που δείχνει τον δρόμο για τις ταινίες του είδους. Το φιλμ δεν είναι ακριβώς βιβλικό, μια που αναφέρεται στα χρόνια του Νέρωνα και στο μίσος του προς τους πρωτοχριστιανούς, ήταν όμως ένα πανάκριβο έργο, με τεράστια για την εποχή διάρκεια (2 ώρες), που η μεγάλη του επιτυχία έδειχνε πως ένα θρησκευτικό φιλμ μπορούσε να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, μια καλή επένδυση. Τα πρωτα blockbusters περιείχαν συχνά το θρησκευτικό στοιχείο, αφού δεν υπήρχαν ακόμη οι πόλεμοι, οι υπερ-ήρωες ή τα ειδικά εφέ που θα καθήλωναν τους θεατές. Αντίθετα, η αναπαράσταση ιστοριών που είχε ακούσει το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου έστελνε το κοινό στις αίθουσες και οι παραγωγοί ήταν αποφασισμένοι να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να κάνουν τέτοιου είδους ταινίες.


Έναν χρόνο μετά τη «Γέννηση του Έθνους», το 1916, ο Γκρίφιθ ξοδεύει ένα κάρο λεφτά για τη «Μισαλλοδοξία» του, το σπονδυλωτό φιλμ με τις τέσσερις ιστορίες, μία εκ των οποίων αφηγείται τη σταύρωση του Ιησού. Η ταινία απέτυχε παταγωδώς στα ταμεία, αφού ο κόσμος δυσκολευόταν να συνδέσει τις ιστορίες και ήθελε πιο συγκεκριμένη αφήγηση. Μπαίνοντας στα '20s, με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την ανάπτυξη που γνωρίζουν οι ΗΠΑ, τα στούντιο ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε επίπεδο επίδειξης πλούτου. Ο νεαρός τότε Σέσιλ Μπ. Ντε Μιλ γυρίζει το 1923 τις «Δέκα Εντολές» (αυτές που ξαναγύρισε 33 χρόνια αργότερα), εγκαινιάζοντας μια σειρά πανάκριβων ταινιών εμπνευσμένων από τη Βίβλο με πολύ συντηρητική προσέγγιση. Η ταινία του χωριζόταν σε δύο μέρη. Το πρώτο καταπιανόταν με την ιστορία της Εξόδου, με τον Μωυσή να χωρίζει τη θάλασσα στα δύο σε ένα ασύλληπτο για την εποχή εφέ, και το δεύτερο επέστρεφε στο παρόν, μιλώντας για την ηθική σήψη της εποχής και την ανάγκη του κόσμου να επιστρέψει σε αυτά που διδάσκει η Βίβλος. Ο Ντε Μιλ, στο μεταξύ, ξόδεψε αδιανόητα ποσά για το χτίσιμο των σκηνικών της αρχαίας Αιγύπτου που στο τέλος αναγκάστηκε να θάψει για να αποφύγει τις ενοχλητικές ερωτήσεις των παραγωγών. Το 1925, η MGM τον ξεπέρασε με τον «Μπεν Χουρ» της, την πιο ακριβή ταινία στην ιστορία του σινεμά ως τότε, ο Ντε Μιλ απάντησε μιλώντας για τον Χριστό με τον «Βασιλιά των Βασιλέων» το 1927 και η Warner έδωσε τη δική της υπερπαραγωγή με την «Κιβωτό του Νώε» το 1928, που επίσης ταξίδευε από το παρελθόν στο παρόν με δύο ιστορίες. Ταινίες που δίδασκαν την εγκράτεια και τη σύνεση, τη στιγμή που η παραγωγή τους δήλωνε ακριβώς το αντίθετο, πέρασαν στην ιστορία μιας θεότρελης εποχής για το Χόλιγουντ της οποίας η πορεία ανακόπηκε μοιραία με το Κραχ.

Τα μεγάλα έπη της δεκαετίας του '50

«Ο Χιτώνας»: μία από τις καλύτερες ταινίες που εμπνεύστηκαν την ιστορία τους από τη Βίβλο
 
 

Η έλευση του ήχου και η αλλαγή των οικονομικών δεδομένων ανέβασαν ψηλά τα φθηνότερα κινηματογραφικά είδη και τα έπη εξαφανίστηκαν. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όμως με το τέλος του και κατά τη διάρκεια των χρόνων της αθωότητας και της ευμάρειας που έρχονταν το Χόλιγουντ τα ξαναθυμήθηκε. Πάλι ο Ντε Μιλ ασχολήθηκε με την αναβίωση των βιβλικών θεμάτων, γυρνώντας το 1949 το δικό του «Σαμσών και Δαλιδά», την ταινία που βλέπουμε να γυρίζει σε μια σκηνή του «Sunset Boulevard», όταν τον επισκέπτεται η Γκλόρια Σουάνσον. Η μεγάλη εμπορική του επιτυχία έδωσε το πράσινο φως για να ξεκινήσει η εποχή της νέας θρησκευτικής τρέλας. Το σινεμά είχε γίνει πλέον πιο εντυπωσιακό και έπρεπε να το αποδεικνύει, καθώς παραμόνευε ο νέος κίνδυνος που λεγόταν «τηλεόραση», ενώ το ψυχροπολεμικό κλίμα απαιτούσε την υπενθύμιση κλασικών αξιών με τις οποίες πορευόταν το αμερικανικό έθνος και η Βίβλος μπορούσε να τις παρέχει. Παράλληλα, όμως, τα βιβλικά έπη της εποχής βοήθησαν με τον τρόπο τους στη σταδιακή χαλάρωση του κώδικα Χέιζ, καθώς οι βίαιες σκηνές και το αθώο γυμνό της Παλαιάς Διαθήκης απέφευγε ευκολότερα το ψαλίδι του λογοκριτή με τη δικαιολογία ότι έτσι γράφτηκαν, έτσι πρέπει να φανούν. Ο Ντε Μιλ ειδικά, που ανέκαθεν έψαχνε τρόπους να σκανδαλίσει, έβαλε στις «Δέκα Εντολές» σκηνές που σημειολογικά παρέπεμπαν σε σεξουαλικούς υπαινιγμούς, όπως εκείνη στην οποία η τέλεια περιποιημένη Αν Μπάξτερ, ως βασίλισσα Νεφερτίτη, παρακαλά γονατιστή τον γεμάτο λάσπες Τσάρλτον Χέστον για λίγη αγάπη.

Τη δεκαετία του '50 το είδος περνά τα αμερικανικά σύνορα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το ιταλικό «Η Βασίλισσα του Σαβά» (1953) και το μεξικανικό «Αδάμ και Εύα» (1956), όπου η πρώην Μις Κόσμος Κριστιάν Μαρτέλ κυκλοφορεί γυμνή στον Παράδεισο μέχρι να σαγηνεύσει τον Αδάμ. Το Χόλιγουντ βάζει τα δυνατά του, συστήνει το Cinemascope, μεγαλώνοντας την κινηματογραφική οθόνη, και δίνει τον «Χιτώνα» (1953), μία από τις καλύτερες ταινίες που εμπνεύστηκαν την ιστορία τους από τη Βίβλο, υπογράφει τις 2 γνωστότερες μέχρι σήμερα ταινίες της εποχής, τις «Δέκα Εντολές» και τον «Μπεν Χουρ», και remakes των ταινιών του '20 που έστειλαν τον Χέστον στην κινηματογραφική αιωνιότητα, δίνοντας έμφαση στη φαντασμαγορία και όχι στον διδακτισμό. Ειδικά οι «Δέκα Εντολές» ξεπέρασαν το θρησκευτικό τους περιεχόμενο και ήταν μια επίδειξη δύναμης της αμερικανικής Χώρας των Θαυμάτων με μνημειώδεις σκηνές, όπως η παραλαβή των Εντολών και το νέο άνοιγμα της Ερυθράς Θάλασσας, φτιαγμένες με έναν περφεξιονισμό που νικά σήμερα οποιοδήποτε CGI. Ο «Μπεν Χουρ» του Γουάιλερ από την άλλη, με τα 11 Όσκαρ και τις 3,5 γεμάτες ώρες, ήταν η τελευταία μεγάλη στιγμή αυτής της εποχής, στην οποία υπήρχε ο χαρακτήρας του Χριστού χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό του αλλά και χωρίς να κρατά κεντρικό ρόλο. Παρά τη μεγάλη παραγωγή θρησκευτικών ταινιών εκείνα τα χρόνια, οι ταινίες με θέμα τη ζωή του Θεανθρώπου σπάνιζαν επειδή οι παραγωγοί φοβούνταν πώς θα αντιδρούσαν εκατομμύρια πιστοί στον τρόπο με τον οποίο θα τον παρουσίαζαν, αλλά και επειδή η πανίσχυρη στο Χόλιγουντ εβραϊκή κοινότητα έδειχνε προτίμηση σε συγκεκριμένη απεικόνιση, βάσει του δόγματός της. Όταν δοκιμάστηκαν οι ιστορίες για τον Χριστό, απέτυχαν οικτρά. Ο «Βασιλιάς των Βασιλέων» του Νίκολας Ρέι (1961) και η «Ωραιότερη ιστορία του κόσμου» (1965) καταποντίστηκαν εμπορικά και το Χόλιγουντ ξανάβαλε λουκέτο στα έπη, μια που οι εποχές άλλαζαν. Κόντρα στο ρεύμα, ο Ντίνο ντε Λαουρέντις είχε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, να διηγηθεί όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, έμεινε όμως στο πρώτο, κάνοντας τη «Βίβλο» του Τζον Χιούστον, που ξεκινά από τους Πρωτόπλαστους για να καταλήξει στην Κιβωτό του Νώε. Τέλος, στην Ιταλία, ένας δηλωμένος άθεος, κάνει με πενιχρά μέσα μία από τις καλύτερες μεταφορές επί του θέματος. Το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964) του Πιερ Πάολο Παζολίνι αποδεικνύει τη διαφορά της πραγματικής πίστης από τον τυφλό φανατισμό και είναι ως σήμερα η καλύτερη απόδειξη για το ότι δεν χρειάζεται να δηλώνεις χριστιανός για να γυρίσεις μια ταινία με έντονο το στοιχείο του «ιερού».

Το πέρασμα στην τηλεόραση και οι παρωδίες

Το «Jesus Christ Superstar», από την αντίστοιχη ροκ όπερα του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ έμπλεκε τις Γραφές με τα ποπ είδωλα της εποχής και την άνοδο της ντίσκο.
 
 

Στα αντισυμβατικά '70s, το Χόλιγουντ είχε καταλάβει πως αν έδινε στο κοινό χλαμύδα και έπη θα καταστρεφόταν, οπότε όλα τα βιβλικά πρότζεκτ μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση με σαφώς πιο μειωμένο προϋπολογισμό. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός για να μαντέψει την πιο ολοκληρωμένη δουλειά της εποχής. Ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ», σχεδόν ταυτισμένος με το ελληνικό Πάσχα, αφού προβάλλεται σχεδόν 40 χρόνια με την ίδια ευλάβεια από κρατική και ιδιωτική τηλεόραση, εξαφάνισε οτιδήποτε είχε γίνει πιο πριν για τη ζωή του Χριστού, με τον Φράνκο Τζεφιρέλι να κάνει εξαντλητικά κοντινά στο πρόσωπο του Ρόμπερτ Πάουελ, απαγορεύοντάς του να ανοιγοκλείνει τα μάτια για να κρατήσει το έντονο βλέμμα του που έμεινε στο μυαλό όλων ως μια σύγχρονη μορφή του χριστιανισμού. Πλάι σε αυτήν τη μεγάλη παραγωγή δικαίως παίρνει θέση η γενιά της αμφισβήτησης, που πλέον είχε φωνή και κανείς λογοκριτής δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Ταινίες σαν το «Jesus Christ Superstar», από την αντίστοιχη ροκ όπερα του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ που έμπλεκε τις Γραφές με τα ποπ είδωλα της εποχής και την άνοδο της ντίσκο, αλλά κυρίως το ανεπανάληπτο «Life of Brian» (1979) που βρήκε τους Μόντι Πάιθον σε πολύ μεγάλα κέφια, καταγράφονται από πολλούς ως παρωδίες, οι φανατικοί τα αναφέρουν ακόμη και σήμερα ως βλάσφημα, είναι όμως γενναία δημιουργήματα που χρησιμοποίησαν βιβλικό υλικό για να μιλήσουν, το πρώτο για την εποχή του και το δεύτερο για τη διαχρονικότητα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού.


Αν θέλετε πραγματική παρωδία, ο Μελ Μπρουκς έβαλε ένα σπαρταριστό σκετσάκι στην «Ιστορία του Κόσμου» (1980), κάνοντας πλάκα με τον Μυστικό Δείπνο. Η δεκαετία του '80 περιείχε ελάχιστη Βίβλο, μια που είχαμε ανακαλύψει πια τις διαγαλαξιακές μάχες και πλέον μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι λιγότερο παραδοσιακές προσεγγίσεις. Ο καθολικός Μάρτιν Σκορσέζε πάλεψε με τους δαίμονες της παιδικής του ηλικίας στον «Τελευταίο Πειρασμό» (1988) που βασίστηκε στο βιβλίο του Καζαντζάκη και τουλάχιστον εδώ προβλήθηκε με το ζόρι, εξαιτίας των γελοίων αντιδράσεων του κλήρου. Οτιδήποτε συμβατικό, σαν τον «Βασιλιά Δαβίδ» του Μπρους Μπέρεσφορντ με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, έκανε τους παραγωγούς να κλαίνε τα λεφτά τους.

Το αντιεμπορικό σήμερα

Ο Αρονόφσκι με τον «Νώε» του έκανε μία από τις πιο αδιάφορες ταινίες του.
 
 

Σήμερα, οι βιβλικές ταινίες παραμένουν χαμηλά στη σειρά προτεραιότητας. Το νεανικό κοινό που συντηρεί τους κινηματογράφους δεν ενδιαφέρεται για τέτοια θεάματα, ενώ τα CGI έχουν αποδειχτεί ανίκανα να αναπλάσουν αρχαίους πολιτισμούς και να συγκινήσουν το μεγαλύτερο κοινό που μεγάλωσε βλέποντας σκηνές με χιλιάδες κομπάρσους που τις έκαναν πολύ πιο αληθινές. Ο περσινός «Μπεν Χουρ» του Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ ήταν ένα μικρό φιάσκο, ο Αρονόφσκι με τον «Νώε» του έκανε μία από τις πιο αδιάφορες ταινίες του, ενώ και η «Έξοδος» (2014) του Ρίντλεϊ Σκοτ δεν τα πήγε καλύτερα, παρά το ότι πρωταγωνιστούσαν γνωστοί ηθοποιοί. Η αποστροφή του κόσμου είχε ως αποτέλεσμα οι πιο πολλές ταινίες που γυρίστηκαν μετά το 2000 να έχουν αποκλειστικό target group το κοινό που δεν πηγαίνει σινεμά, γι' αυτό και οι περισσότερες προορίζονται σχεδόν αποκλειστικά για την τηλεόραση και συνήθως είναι ανάξιες αναφοράς. Η ταινία που συζητήθηκε περισσότερο ήταν τα «Πάθη του Χριστού» (2004) του Μελ Γκίμπσον, η πιο πετυχημένη μέχρι σήμερα από εμπορικής πλευράς υποτιτλισμένη ταινία στις ΗΠΑ (μια που οι διάλογοι ήταν στα αραμαϊκά), μια πρωτότυπη προσέγγιση που ασχολήθηκε υπερβολικά με τον σωματικό πόνο και απευθύνθηκε σε μια γενιά που ίσως μόνο με το δέλεαρ του σοκ θα μπορούσε να παρακολουθήσει μια τέτοια ιστορία.


Είναι σίγουρο πως σε εποχές που γίνονται remakes για τα πάντα κάποια στιγμή τα στούντιο θα στραφούν στις κλασικές ιστορίες. Κάτι τέτοιο, όμως, θα είναι για καλό; Συνήθως τέτοιες αποφάσεις είναι θέμα στρατηγικής και περιστρέφονται γύρω από την πόλωση του κοινού. Τα '50s ήταν αθώα χρόνια για πολλούς στις ΗΠΑ, ενώ νωρίτερα, τη δεκαετία του 20, υπήρχε ακόμη η φοβία πως με τη συγκρότηση και την άνοδο της αστικής τάξης ο κόσμος θα οδηγούνταν στα νέα Σόδομα και Γόμορα. Σήμερα, μια στροφή στη Βίβλο θα σήμαινε ίσως την παραδοχή πως το κοινό είναι πιο φοβισμένο από ποτέ για το μέλλον του και ξαναγυρίζει στις πνευματικές δυνάμεις, αναζητώντας λύτρωση. Κινηματογραφικά μιλώντας, η Βίβλος ναι μεν έδωσε σπουδαίο σινεμά, σπανίως όμως μπορείς να αναφερθείς σε αυτό ως προοδευτικό. Ας μείνουμε με την ωραία ανάμνησή του, εφόσον μέσα από την οθόνη θα παραμείνει για πάντα διαθέσιμο.