Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γκρέτα Γκάρμπο: 31 χρόνια από τον θάνατο της πιο μεγάλης σταρ

Πώς η κορυφαία ηθοποιός των δεκαετιών του '20 και του '30 έγινε ένας από τους πρώτους ζωντανούς μύθους του Χόλιγουντ.

Γκρέτα Γκάρμπο: 30 χρόνια από τον θάνατο της πιο μεγάλης σταρ

Τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» του Χόλιγουντ οι αστέρες του ήταν ακριβώς αυτό: αστέρια που φώτιζαν τις ζωές των θνητών, όντα μυθικά και μυστηριώδη που έμοιαζαν να ζουν μονάχα στη μεγάλη οθόνη. Όλα αυτά πριν μας αποκαλυφθεί η μέχρι τότε αθέατη, άχαρη καθημερινότητά τους, τα κουρασμένα, αμακιγιάριστα πρόσωπα που κατέγραψαν με τη γνωστή τους επαγγελματική συνέπεια παπαράτσι και φωτορεπόρτερ, διαλύοντας έτσι τον χολιγουντιανό μυστικισμό και τοποθετώντας αυτή την εποχή στο χρονοντούλαπο.

Φυσικά, μερίδιο ευθύνης γι' αυτό έφεραν και οι ίδιοι οι αστέρες: ο έκλυτος βίος του Έρολ Φλιν, το μεγάλο σκάνδαλο του Φάτι Αρμπάκλ, που βρέθηκε κατηγορούμενος για φόνο (αθωώθηκε, αλλά η καριέρα του καταστράφηκε αμετάκλητα), και πολλά άλλα που αποτυπώθηκαν σε μικρές ή μεγαλύτερες στήλες επέφεραν εξίσου δυνατές ρωγμές στη μέχρι τότε θεϊκή τους υπόσταση. Μονάχα ένα αστέρι απέφυγε κάθε ρυτίδα.

Τα πρώτα χρόνια

H Γκρέτα Γκούσταφσον γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1905 στο Σόντερμαλμ της Σουηδίας, σε μια γειτονιά φτωχών, ανειδίκευτων εργατών. Μοναδική απόδραση από τη θλιβερή πραγματικότητα, η φαντασία της, δηλαδή η υποκριτική. Τον πρώτο της θίασο τον έστησε στα 13 της.

Δυστυχώς, τα νεανικά της χρόνια δεν είχαν να της προσφέρουν χαρές. Πριν ενηλικιωθεί θα χάσει τον πατέρα της, έτσι γεμίζει το «κενό» της παιδικής της ηλικίας μονάχα με όνειρα. Υποχρεωμένη πια να βοηθήσει την οικογένειά της, βρίσκει δουλειά ως πωλήτρια σε ένα πολυκατάστημα, για να προαχθεί στη συνέχεια, φυσικά, σε μοντέλο.

Σύντομα βρίσκεται να πρωταγωνιστεί σε μικρές διαφημιστικές ταινίες για μηχανουργούς και, λίγο μετά, το 1922, την ανακαλύπτει ο παραγωγός και σκηνοθέτης Έρικ Πέτσλεκ, που της προτείνει να εγγραφεί στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης. Δύο χρόνια μετά εμφανίζεται στο βωβό αριστούργημα του σκηνοθέτη Μόριτς Στίλερ, «Gösta Berling Saga». Χάρη σ' αυτόν η Γκάρμπο «ανθίζει» τόσο ως ηθοποιός όσο και ως άνθρωπος. «Οφείλω τα πάντα σε αυτόν, ό,τι κατέκτησα και ό,τι αγάπησα» θα πει στη συνέχεια. Και δεν έχει άδικο. Σκεφτείτε πως αυτός ήταν που τη βάφτισε «Γκάρμπο».

Μετά από έναν δεύτερο ρόλο, μαζί με την Άστα Νίλσεν, στο «Die freudlose Gasse» (Ο δρόμος της θλίψης) του τιτάνα Παμπστ, που στην Ελλάδα θα προβληθεί με τον τίτλο «Τα δράματα εις τους οίκους ανοχής»(!), η Γκάρμπο θα ακολουθήσει τον Στίλερ στο Χόλιγουντ τον Ιούλιο του 1925. O τελευταίος δεν θα στεριώσει εκεί. Έναν χρόνο αργότερα θα επιστρέψει στη Σουηδία, όπου και θα πεθάνει από έμφραγμα. Συντετριμμένη, η Γκάρμπο θα πει: «Αν ήταν ποτέ να αγαπήσω έναν άνθρωπο, αυτός θα ήταν ο Στίλερ».

Η ομορφιά της Γκρέτα Γκάρμπο έμοιαζε εξώκοσμη. Ήταν λες και μια θαυμαστή γέφυρα ανάμεσα στον ουρανό και την κόλαση είχε μόλις στηθεί, ένα πρόσωπο απαράμιλλης τελειότητας, υπεράνω ηθικής: κανένας ιερέας σε αυτόν τον κόσμο δεν θα τολμούσε να καταδικάσει το πάθος που προκάλεσε η μορφή της.

Στα «δίχτυα» της MGM

Ένας άλλος φίλος θα τη βοηθήσει να βρει τον δρόμο της, ο Άιναρ Χάνσον, Σουηδός ηθοποιός που δούλεψε μαζί της στον «Δρόμο της θλίψης» και μόλις είχε φτάσει στο Χόλιγουντ για να δουλέψει στην MGM και στην Παραμάουντ. Αναπάντεχα θα σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα, μετά από ένα δείπνο με την Γκάρμπο και τον Στίλερ. Η δε αδερφή της Γκάρμπο, Άλβα, θα πεθάνει από καρκίνο το 1926, σε ηλικία 23 ετών. Η MGM, που την έχει «κλειδώσει» ήδη με ένα δυνατό συμβόλαιο, δεν θα της επιτρέψει να παρευρεθεί την κηδεία της αδερφής της στη Σουηδία. Η μελαγχολία αρχίζει να την καταβάλει. Το κοινό όμως είναι ήδη ενθουσιασμένο.


Η Γκάρμπο αντιπροσώπευε κάτι πρωτόγνωρο για το Χόλιγουντ. Ήταν μια γυναίκα ψηλή, επιβλητική, με φαρδείς ώμους, σε μια εποχή κατά την οποία οι γυναίκες σταρ ήταν μικροκαμωμένες και επιφυλακτικές. Με την MGM η Γκρέτα Γκάρμπο θα γυρίσει 24 ταινίες, πολλές εκ των οποίων εμφανίζονται στις λίστες των κορυφαίων βωβών ταινιών του Χόλιγουντ. Ανάμεσά τους το «Flesh and the Devil» του 1927 («Η σαρξ και ο διάβολος») και το «Love» του 1927, όπου συμπρωταγωνίστησε με τον εξαιρετικά δημοφιλή τότε Τζον Γκίλμπερτ που συνέδεσε το όνομά του με το δικό της σε ένα ειδύλλιο το οποίο πήρε μεγάλη δημοσιότητα.

Φυσικά, η ίδια δεν έκανε καμία δήλωση για τη σχέση της, τα κουτσομπολιά όμως έλεγαν πως ο Γκίλμπερτ της έκανε πρόταση γάμου τρεις φορές προτού εκείνη πει το πολυπόθητο «ναι». Ο γάμος κανονίστηκε κι εκείνη... δεν εμφανίστηκε ποτέ. Όμως, ακόμα και μετά το τέλος της σχέσης, ακόμα και μετά το τέλος της καριέρας του Γκίλμπερτ, εκείνη επέμενε να συνεργάζεται μαζί του (π.χ. στη «Βασίλισσα Χριστίνα» το 1933), παρά τις αντιρρήσεις της ΜGM.

Στο «Love» του 1927, όπου συμπρωταγωνίστησε με τον εξαιρετικά δημοφιλή τότε Τζον Γκίλμπερτ που συνέδεσε το όνομά του με το δικό της σε ένα ειδύλλιο το οποίο πήρε μεγάλη δημοσιότητα.
 
 

Εδώ αξίζει να ειπωθεί πως, σε αντίθεση με όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς, η μυστηριώδης δημόσια εικόνα της Γκρέτα Γκάρμπο στήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την MGM, αν και, για να πούμε την αλήθεια, η Γκάρμπο όχι μόνο δεν προέβαλε κάποια αντίθεση αλλά της άρεσε κιόλας. Λίγα μόλις χρόνια μετά την εδραίωσή της στο στερέωμα, η ηθοποιός άρχισε να απορρίπτει μαζικά τα αιτήματα για συνεντεύξεις από ονομαστούς και μη εκπροσώπους του Τύπου. Έτσι, καθώς η εταιρεία της έμοιαζε να συγκεντρώνει ολοένα και λιγότερα στοιχεία για την ίδια, το γραφείο τύπου της MGM έκανε αυτό που όφειλε: έστηνε δελτία Τύπου χωρίς τη συμμετοχή της. Η πρόθεσή τους ήταν, αρχικά, τιμωρητική. Αναπάντεχα, όμως, αυτή η πολιτική συντέλεσε στη δημιουργία ενός νέου μύθου.

Ήταν ένα εντυπωσιακό μάθημα για όλους τους σταρ: η απομάκρυνση της Γκάρμπο τόσο από το τμήμα προώθησης της MGM όσο και από τη συνεργασία της με τις Λουέλα Πάρσονς και Χέντα Χόπερ, τις διάσημες αρθρογράφους των κουτσομπολίστικων στηλών, όχι μόνο δεν την εξαφάνισε αλλά δημιούργησε ένα τεράστιο ενδιαφέρον γι' αυτήν. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η μεγάλη «σιωπηλή, μυστηριώδης γυναίκα» της οθόνης ήταν μια τυχαία δημιουργία ‒ ένας τύπος δημοσιότητας που η ίδια έμαθε σταδιακά να χειραγωγεί για τους δικούς της σκοπούς.

Έτσι, στα πόστερ της κωμωδίας της «Ninotchka» διαβάζουμε: «Η Γκάρμπο γελά!», και αυτό από μόνο του ήταν γεγονός, γιατί δεν την είχαμε δει ποτέ να γελάει, ούτε στη μεγάλη οθόνη ούτε εκτός αυτής. Ήταν μια κομβική στιγμή για την τέχνη της διαφήμισης. Ο διάλογος μεταξύ παραγωγών και θεατών διευθετήθηκε εκ νέου, με έναν τρόπο που δεν είχε προηγούμενο, και θα έθετε ένα νέο στάνταρ εις τους αιώνες των αιώνων.

Στα πόστερ της κωμωδίας της «Ninotchka» διαβάζουμε: «Η Γκάρμπο γελά!», και αυτό από μόνο του ήταν γεγονός, γιατί δεν την είχαμε δει ποτέ να γελάει, ούτε στη μεγάλη οθόνη ούτε εκτός αυτής.
Μια κομμώτρια επιμελείται το χτένισμα της Γκάρμπο στα γυρίσματα της ταινίας «Camille» το 1936. Φωτο: General Photographic Agency/Getty Images/Ideal Image
 

Η ομορφιά της Γκρέτα Γκάρμπο, δε, έμοιαζε εξώκοσμη. Ήταν λες και μια θαυμαστή γέφυρα ανάμεσα στον ουρανό και την κόλαση είχε μόλις στηθεί, ένα πρόσωπο απαράμιλλης τελειότητας, υπεράνω ηθικής: κανένας ιερέας σε αυτόν τον κόσμο δεν θα τολμούσε να καταδικάσει το πάθος που προκάλεσε η μορφή της. Και επειδή μιλάμε για τα χρόνια εκείνα που, ουσιαστικά, προετοίμαζαν το έδαφος για τη σεξουαλική απελευθέρωση που θα ακολουθούσε, μπορούμε άνετα να δούμε πως αυτό το πρόσωπο είχε επίσης και μια απροσδόκητη πολιτική δύναμη.

Σφράγισε μια άνευ προηγουμένου συμμαχία μεταξύ αμαρτίας και αγιότητας, μεταξύ των εθίμων του παρελθόντος και εκείνων του μέλλοντος. Για την ίδια, όμως, αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν η δυνατότητά της να ζει, ουσιαστικά, δύο ξεχωριστές ζωές: μία για τους θεατές και μία για την ίδια.

Εκείνα τα χρόνια, βέβαια, οι αστέρες αποτελούσαν λίγο-πολύ ιδιοκτησία των στούντιο. Έλα όμως που, έχοντας πια κατακτήσει την επιτυχία, η Γκάρμπο ένιωθε έτοιμη να εγκαταλείψει το εργοστάσιο των χολιγουντιανών ονείρων ανά πάσα στιγμή και ο διευθυντής της MGM, Λιούις Μπ. Μέγιερ, για να την κρατήσει στην Αμερική, αποφάσισε να της κάνει ένα τεράστιο δώρο: το δικαίωμα να επιλέγει η ίδια τα σενάρια και τους συμπρωταγωνιστές της, ένα αδιανόητα σπάνιο προνόμιο για την εποχή.

Είναι βέβαιο πως οι λογοκριτές της εποχής έβλεπαν με κακό μάτι την κινηματογραφική της περσόνα. Οι ηρωίδες που ενσάρκωσε η Γκάρμπο ήταν γυναίκες ελεύθερες, υπεύθυνες για τις όποιες πράξεις τους, με αποκορύφωμα την αριστουργηματική «Βασίλισσα Χριστίνα» του σπουδαίου Ρόμπερτ Μαμούλιαν, εκεί όπου η σταρ, συχνά μεταμφιεσμένη σε άνδρα (ας μην ξεχνάμε πως η αληθινή βασίλισσα Χριστίνα ήταν δηλωμένη αμφισεξουαλική), ζωγράφιζε ένα πορτρέτο αινιγματικό όσο και αμφίφυλο. Ήταν τέτοια η αφοσίωσή της στον ρόλο, που έφτασε να ζητήσει από τον σκηνοθέτη της να εγκαταλείψει το πλατό για να μείνει μόνη με την κάμερα, τους φωτιστές και τον διευθυντή φωτογραφίας – αν και ο Μαμούλιαν δεν της έκανε τη χάρη.

Και όταν οι κάμερες έσβηναν, η ίδια δεν εμφανιζόταν στις πρεμιέρες ή στα οργιώδη πάρτι των συναδέλφων της. «Ο δημιουργός πρέπει να είναι ένα σπάνιο και μοναχικό πνεύμα. Η δουλειά μου με απορροφά. Δεν έχω χρόνο για τίποτε άλλο» έλεγε.

 

Σκηνή από την αριστουργηματική «Βασίλισσα Χριστίνα»

Μακριά από τα πλατό

Όσο πιο διάσημη γινόταν, τόσο περισσότερο η ίδια εξαφανιζόταν από το προσκήνιο. Προφανώς αυτό δεν αποτέλεσε και μεγάλο πρόβλημα για τους δημοσιογράφους, που τύπωναν διαρκώς «αποκλειστικά νέα» για την ερωτική της ζωή. «Μαζί με όλα τα άλλα, με παντρεύουν για 759η φορά» γράφει η ίδια σε μια επιστολή του 1934.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 η Γκάρμπο πρωταγωνίστησε στην κωμωδία «Two faced woman», εμφανώς δυσαρεστημένη από τις αλλαγές που έγιναν στο σενάριο του φιλμ, αλλά πολύ κουρασμένη πια για να προβάλει την οποιαδήποτε αντίσταση. Ο σκηνοθέτης Τζορτζ Κιούκορ προσφέρθηκε να γυρίσει τις τελευταίες σκηνές ξανά, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τη σταρ. Όμως το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορούσε να διορθωθεί. Η ταινία ήταν εμπορική αποτυχία και συγκέντρωσε τις χειρότερες κριτικές της καριέρας της. Την ίδια στιγμή, οι ταινίες άρχισαν να γίνονται πιο αισιόδοξες και πατριωτικές λόγω πολέμου και η εξωτική χάρη της Γκάρμπο έδειχνε όλο και λιγότερο «επίκαιρη».

Το 1941 η Γκάρμπο εξαφανίστηκε από τα πλατό. Όχι μόνο σταμάτησε να κάνει ταινίες αλλά δεν της έλειψε κιόλας. Το αστείο είναι πως κατά τη διάρκεια του πολέμου η Γκάρμπο κατηγορήθηκε συχνά από τον Τύπο πως εγκατέλειψε τους θαυμαστές της σε μια περίοδο που έπρεπε να πάρει θέση. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την τελευταία της ταινία, όμως, αποκαλύφθηκε πως βοήθησε τη Βρετανία, κατονομάζοντας φιλοναζιστές στη Στοκχόλμη και μεταφέροντας συχνά μηνύματα για Βρετανούς πράκτορες. Ο Β' Παγκόσμιος έληξε, ωστόσο, τα χρόνια περνούσαν κι εκείνη συνέχιζε να απορρίπτει ρόλους και συνεργασίες με σκηνοθέτες σαν τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον Λουκίνο Βισκόντι.

Η «προσωρινή» αρχικά αποχώρησή της έγινε βεβαιότητα. Το 1953 η Γκάρμπο εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, στην 52η Λεωφόρο, όπου και θα ζούσε μέχρι το τέλος. Τη φήμη των ταινιών της ακολούθησε αυτή των διαβόητων περιπάτων της, ντυμένη όσο πιο απλά γινόταν, χωρίς ίχνος μακιγιάζ και πάντα με το απαραίτητο αξεσουάρ, τα γυαλιά ηλίου τεραστίου μεγέθους, ζώντας όπως και πριν: μόνη.

Τη φήμη των ταινιών της ακολούθησε αυτή των διαβόητων περιπάτων της, ντυμένη όσο πιο απλά γινόταν, χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Φωτο: Getty Images/Ideal Image

Στη «Χριστίνα» του Ωνάση

«Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάποιοι από εμάς υπήρξαμε περισσότερο τυχεροί από άλλους ανθρώπους στον πλανήτη. Κι αν σταματήσω να δουλεύω στο σινεμά, ίσως μπορέσω να πάω ένα μεγάλο ταξίδι και να ανακαλύψω τι συμβαίνει σε άλλες γωνιές της Γης» έγραψε σε μια επιστολή της.

Όταν άφηνε τη Νέα Υόρκη ταξίδευε συχνά στην Ελβετία, στη γαλλική Ριβιέρα και στην Ιταλία. Ενίοτε έφτανε και μέχρι την Ελλάδα, στην ιδιόκτητη Σπετσοπούλα του Σταύρου Νιάρχου, όπου απολάμβανε τα καλοκαίρια. Μέχρι που έλαβε μια πρόσκληση από τον Αριστοτέλη Ωνάση (γνωστές οι «κόντρες» των μεγάλων εφοπλιστών – ο δε Ωνάσης δεν είχε γνωρίσει ακόμα την Κάλλας και έκανε το δικό του «άνοιγμα» στους celebrities).

Η εμπειρία της στη θαλαμηγό «Christina O» δεν θα μπορούσε να είναι πιο δυσάρεστη. Σύμφωνα με μαρτυρία του καπετάνιου της θαλαμηγού, Γιώργου Ζαχαρία, «ένας βαρκάρης της περιοχής φώναξε προς το πλοίο και τη χαιρέτησε. Εκείνη ανταπέδωσε και είπε στο πλήρωμα να του δώσουν ένα μπουκάλι ουίσκι. Το πρωί, ξημερώματα, ακούσαμε φωνές. Ο βαρκάρης είχε πιει όλο το μπουκάλι και είχε μεθύσει, με συνέπεια να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Όταν το έμαθε η Γκάρμπο άρχισε να κλαίει, γιατί πίστευε ότι ήταν υπεύθυνη για το τραγικό συμβάν».

Η συμπεριφορά του ίδιου του Ωνάση απέναντι στην Γκάρμπο μάλλον χειροτέρεψε τα πράγματα και η ίδια συνήθιζε να περιγράφει το ακόλουθο περιστατικό στους λιγοστούς φίλους της: τη στιγμή που η σταρ παρήγγειλε παγωμένη σαμπάνια, καθισμένη σε ένα ψηλό δερμάτινο σκαμπό, ο Ωνάσης την ενημέρωσε πως κάθεται «στα μεγαλύτερα αρχίδια του κόσμου», μια και το σκαμπό ήταν κατασκευασμένο από όρχεις φάλαινας. Η δε εμφάνισή της στην «Christina O» ήταν αρκετή για άλλη μια βροχή δημοσιευμάτων, που ήθελαν τον Ωνάση «τρελά ερωτευμένο μαζί της».

Η Γκρέτα Γκάρμπο φωτογραφημένη από τον Σεσίλ Μπίτον στο ξενοδοχείο Πλάζα της Νέας Υόρκης τον Απρίλη του 1946.
 
 

Αινιγματική μέχρι το τέλος

Μέχρι τον θάνατό της το 1990, η Γκάρμπο έμεινε ανύπαντρη και άτεκνη. Απολάμβανε όμως να γράφει επιστολές. «Είμαι σχεδόν πάντα μόνη. Μιλώ στον εαυτό μου. Πηγαίνω μέχρι την παραλία για να κάνω περίπατο. Είναι πάντα υπέροχο. Αλλά αυτό είναι όλο» έγραφε το 1939 στη φίλη της Γκρέτα Γκούσταφσον. Λάμβανε ως και 5.000 επιστολές θαυμαστών τον μήνα. «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Και γιατί πιστεύουν πως με γνωρίζουν;» έγραφε στη φίλη και συνεργάτιδά της Σάλκα Βίρτελ. «Δεν ξέρω γιατί ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο και στις σύντομες ζωές μας δεν μπορούμε να φερόμαστε ο ένας τον άλλον με περισσότερη καλοσύνη. Ούτε μπορώ να καταλάβω γιατί ο Θεός δεν μας επέτρεψε να είμαστε για πάντα νέοι και δυνατοί».

Μία από τις πιο κοντινές της φίλες ήταν η Ισπανίδα ποιήτρια Μερσέντες ντε Ακόστα, η οποία στα απομνημονεύματά της υποστήριξε πως διατηρούσε ερωτική σχέση με την ηθοποιό. Η αλληλογραφία τους όμως δεν απέδειξε τελικά τίποτα τέτοιο – ίσως τα όποια ερωτικά συναισθήματα να ήταν αποκλειστικά της Ντε Ακόστα. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά από αυτό η Γκάρμπο δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

Η γυναίκα για την οποία ο Τένεσι Ουίλιαμς είπε χαρακτηριστικά πως είχε «την ψυχρή ποιότητα μιας γοργόνας» πέθανε στο Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης στις 15 Απριλίου 1990, σε ηλικία 84 ετών, λόγω πνευμονίας και νεφρικής ανεπάρκειας. «Ήταν καταδικασμένη στη μοναξιά» είπε η επιστήθια φίλη της Λένα Έινχορν. «Ονειρευόταν να επιστρέψει στη Σουηδία για να βρει την παλιά της ζωή της, αλλά τα πλήθη την ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε. Είχε μια ζωή που δεν της ταίριαζε πια».

Εν τέλει, επέστρεψε: αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο της Στοκχόλμης. Έγινε αρχιτέκτονας του δικού της θρύλου, άθελά της θα έλεγε κανείς, καθώς η διαφυγή της από το παρελθόν έγινε η μόνη δραστηριότητα που ασκούσε μεθοδικά και σχεδόν με εμμονή. Γιατί η Γκάρμπο πίστεψε, περισσότερο από κάθε επικριτή του Χόλιγουντ, στην απόλυτη κενότητα όχι μόνο της show business αλλά και της ίδιας. Ήταν άραγε πιο «άρρωστη» από εμάς, που είμαστε εξίσου εμμονικά βέβαιοι για την πληρότητά μας;

Σπάνια φωτογραφία της ποιήτριας Μερσέντες ντε Ακόστα με την Γκρέτα Γκάρμπο (1934). Courtesy of the Rosenbach Museum and Library