Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Εφιάλτης»: Το μνημειώδες ψυχολογικό θρίλερ του Ερρίκου Ανδρέου από το 1961

Ξαναβλέπουμε μια σημαντική ταινία των '60s με αφορμή την πρόσφατη απώλεια της πρωταγωνίστριάς της, Βούλας Χαριλάου.

«Εφιάλτης»: το μνημειώδες ψυχολογικό θρίλερ του Ερρίκου Ανδρέου από το 1961

Πριν από λίγες μέρες (18 Ιουλίου) έγινε γνωστός ο θάνατος της ηθοποιού Βούλας Χαριλάου. Η Χαριλάου, που πέθανε σε μεγάλη ηλικία φυσικά, είχε σταματήσει να εμφανίζεται στον κινηματογράφο ήδη από το 1965, καθώς για τελευταία φορά θα την έβλεπε ο κόσμος στην πολύ καλή ταινία «Αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη.

Ψάχνοντας, περαιτέρω, για την Βούλα Χαριλάου βρήκαμε μερικά στοιχεία, σε σχέση με την διαδρομή της μετά το 1965 –πέρα από την παρουσία της σε εκπομπές ραδιοφωνικού θεάτρου («Το θέατρο της Κυριακής», «Το θέατρο της Τετάρτης»)–, που έχουν κάποια σημασία.

Κατ’ αρχάς, συμμετείχε ως ηθοποιός στην κωμωδία των Πολύβιου Βασιλειάδη-Λάκη Μιχαηλίδη «Ο Άγουρος και το Τρελλοκόριτσο», που είχε ανεβεί το καλοκαίρι του 1972 στο Θέατρο Μινώα από τον θίασο Κώστα Βουτσά-Βέρας Κρούσκα-Γιάννη Βογιατζή – πράγμα που σημαίνει πως μέχρι τότε, τουλάχιστον, η Βούλα Χαριλάου δεν είχε εγκαταλείψει το θέατρο.

Ακόμη, τον Σεπτέμβριο του 1975 όταν ο ηρωικός συνταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής (1926-1986), ανάπηρος από τα βασανιστήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ, επί δικτατορίας, θα επισκεπτόταν τα Χανιά, η Βούλα Χαριλάου, που του παρέδιδε μαθήματα ορθοφωνίας, γιατί ο άνθρωπος από τα βασανιστήρια δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, θα βρισκόταν δίπλα του.

Το τελευταίο στοιχείο που εντοπίσαμε, για την άξια ηθοποιό, προέρχεται από τον Σεπτέμβριο του 1980, όταν η Βούλα Χαριλάου είχε κάνει αίτηση, τότε, για να προσληφθεί στο Εθνικό Θέατρο. Πιθανώς η αίτησή της να μην είχε γίνει δεκτή, γιατί, ψάχνοντας στο αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, δεν βρήκαμε το όνομά της σε κάποια παράσταση.

Το ότι τελικά κατορθώνει και γυρίζει αυτή την ταινία ο Ανδρέου ιδίοις αναλώμασι –λέμε πάντα για τον «Εφιάλτη»–, είναι το πρώτο κέρδος ενός μεγάλου στοιχήματος. Γιατί το δεύτερο κέρδος υπήρξε η αναμφισβήτητη ποιότητα της ταινίας του, σε κάθε επίπεδο. Και σκηνοθετικά, και ως φωτογραφία-μοντάζ (Αριστείδης Καρύδης-Fuchs), και ως μουσική (Μίμης Πλέσσας), και βεβαίως ως επιλογές χώρων, ηθοποιών και από ’κει και πέρα ερμηνειών.

Εγκαταλείποντας λοιπόν την κινηματογραφική οθόνη τόσο νωρίς (1965), το όνομα της Βούλας Χαριλάου θα αποκτούσε μία ξεχωριστή αίγλη μέσα στις δεκαετίες – βασικά, γιατί όλοι μας είχαμε αντιληφθεί πως επρόκειτο για μία σπουδαία ηθοποιό, το ταλέντο της οποίας, για αδιευκρίνιστους λόγους, δεν είχε απλωθεί όπως και όσο θα άξιζε, όλα τα κατοπινά χρόνια.

Η Βούλα Χαριλάου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά στην γνωστή, καλή ταινία της Μαρίας Πλυτά «Δούκισσα της Πλακεντίας» (1956), αλλά ο ρόλος μέσω του οποίου θα αποδείκνυε πόσο σημαντική ηθοποιός υπήρξε θα ήταν εκείνος της Άννας Μαργκό, στην ταινία «Εφιάλτης» (1961) του Ερρίκου Ανδρέου.

«Εφιάλτης»

Ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είχε έως τότε κάποια παράδοση, σοβαρή ή λιγότερο σοβαρή, στο ψυχολογικό θρίλερ, τύπου Alfred Hitchcock.

Κάποιες αστυνομικές ταινίες, με στοιχεία σασπένς, βασισμένες κυρίως σε ιστορίες (και σενάρια) του Γιάννη Μαρή, καθ’ όλα αξιόλογες, μπορεί ήδη να είχαν γυριστεί, αλλά το «χιτσκοκικό» θρίλερ ήταν κάτι παντελώς άγνωστο για την εγχώρια κινηματογραφία.

Έρχεται λοιπόν ένα πολύ νέο παιδί, ένας σκηνοθέτης μόλις 23 ετών, ο Ερρίκος Ανδρέου –που είχε μεγαλώσει και σπουδάσει στην Νότια Αφρική, μα και στην Ρώμη, παίρνοντας μαθήματα στο περίφημο Centro Sperimentale di Cinematografia, και που πιθανώς, πέρα από Hitchcock (“Vertigo”, “Psycho”), να είχε δει και ιταλικά θρίλερ της εποχής, του Mario Bava ή του Riccardo Freda–, για να προτείνει στους έλληνες παραγωγούς μία ταινία εντελώς έξω από τα καθιερωμένα.

Το ότι τελικά κατορθώνει και γυρίζει αυτή την ταινία ο Ανδρέου ιδίοις αναλώμασι –λέμε πάντα για τον «Εφιάλτη»–, είναι το πρώτο κέρδος ενός μεγάλου στοιχήματος. Γιατί το δεύτερο κέρδος υπήρξε η αναμφισβήτητη ποιότητα της ταινίας του, σε κάθε επίπεδο. Και σκηνοθετικά, και ως φωτογραφία-μοντάζ (Αριστείδης Καρύδης-Fuchs), και ως μουσική (Μίμης Πλέσσας), και βεβαίως ως επιλογές χώρων, ηθοποιών και από ’κει και πέρα ερμηνειών.

Οι Μιχάλης Νικολινάκος και Βούλα Χαριλάου στην ταινία «Εφιάλτης» (1961) του Ερρίκου Ανδρέου

Πραγματικά, δεν βρίσκεις κάτι που να μην λειτούργησε καλά σ’ αυτή την ταινία (αναλογιζόμενος, πάντα, τα μέσα και τις δυνατότητες του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής, την απειρία του σκηνοθέτη κ.λπ.), γεγονός, που δεν εκτιμήθηκε όσο και όπως θα έπρεπε από την αρχή.

Ο «Εφιάλτης» ετοιμάζεται για να προβληθεί στην Θεσσαλονίκη, στην 2η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως λεγόταν ακόμη τότε το φεστιβάλ, στο διάστημα 18-24 Σεπτεμβρίου 1961, κατορθώνοντας να πάρει ένα βραβείο τελικά, εκείνο του «Β Γυναικείου Ρόλου», για την «μητέρα» Αθηνά Μιχαηλίδου, κάτι που θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως κατόρθωμα – αν αναλογιστούμε τις προκαταλήψεις που υπήρχαν, σε παραγωγούς, μα και στους κριτικούς ακόμη, γι’ αυτού του είδους τις ταινίες.

Όπως η αστυνομική λογοτεχνία εθεωρείτο για δεκαετίες είδος «δεύτερο», ελαφρύ και μη-σοβαρό, έτσι κάπως «δεύτερες» θεωρούνταν και οι συγκεκριμένες ταινίες, τα ψυχολογικά θρίλερ (και όχι μόνον αυτά). Ακόμη και του Alfred Hitchcock εννοείται.

Η αφίσα της ταινίας «Εφιάλτης» σχεδιασμένη από τον Μιχάλη Νικολινάκο 

Ο «Εφιάλτης» θα έβγαινε στις αίθουσες στην αρχή της επόμενης χρονιάς (15 Ιανουαρίου 1962), με την κριτική να τον αντιμετωπίζει με τον αναμενόμενο τρόπο, αναγνωρίζοντας όμως την αξία του νέου σκηνοθέτη. Δείτε τι έγραφε ο σημαντικός Μάριος Πλωρίτης στην εφημερίδα «Ελευθερία» (17 Ιαν. 1962):

«Το αστυνομικό φιλμ μένει, βέβαια, ένα “κατώτερο” είδος, ακόμα και στα χέρια “μαιτρ” σαν τον Χίτσκοκ. Είναι όμως (είδος) δύσκολο, καθώς η αγωνία μπορεί πολύ εύκολα να ξεπέση σε γελοιότητα. Γι’ αυτό, δε μπορεί παρά να μας χαροποιεί η επιτυχία ενός νεαρώτατου Έλληνα σκηνοθέτη που, στην πρώτη κιόλας ταινία του, κατάφερε να δημιουργήση αυτή την τόσο ολισθηρή για πολλούς “ατμόσφαιρα” – το Α και το Ω δηλαδή του αστυνομικού φιλμ. Αλλά και περ’ απ’ αυτό ο Ερρίκος Ανδρέου απόδειξε πως έχει σίγουρα σκηνοθετικά χαρίσματα. Η αφήγησή του είναι “καθαρή”, γοργή, σωστή, χωρίς περιττολογίες, χωρίς ανοησίες και αδεξιότητα. Ξέρει τι θέλει να πη, πώς θα το πη, και πώς θα το πη κινηματογραφικώτερα. Ξέρει να “βλέπη” και ξέρει να προβάλλη αυτά που βλέπει. Κι αυτό δεν το συναντάμε κάθε μέρα στον κινηματογράφο μας...».

Βούλα Χαριλάου και Μιχάλης Νικολινάκος στην ταινία «Εφιάλτης» (1961) του Ερρίκου Ανδρέου

Γράφει κι άλλα ο Μ. Πλωρίτης και παρότι δεν ισχύουν όλα όσα αναφέρει (π.χ. η σύνδεση του «Εφιάλτη» με το αστυνομικό φιλμ), αξίζει να κρατήσουμε από την κριτική του την εντύπωση που του είχε προξενήσει η σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου.

Μπορεί η κεντρική ιδέα του σεναρίου (γραμμένο επίσης από τον Ε. Ανδρέου) να αναφέρεται καταφανώς στις πρόσφατες, τότε, ταινίες του Alfred Hitchcock, όμως ο Ανδρέου κάνει κάτι πολύ σημαντικό μέσω της προσπάθειάς του να μεταφέρει όλες εκείνες τις «χιτσκοκικές» ιδέες στην ελληνική πραγματικότητα.

Βλέποντας, δηλαδή, τον «Εφιάλτη» δεν σου δημιουργείται η εντύπωση, σώνει και καλά, της αντιγραφής μιας ξένης κατάστασης, καθώς συμβάλλουν προς αυτό και τα εξωτερικά γυρίσματα στα στενά της Πλάκας, που δίνουν στην ταινία έναν ελληνικό αέρα. Όμως ακόμη και το σπίτι των Μαργκό είναι κατά μίαν έννοια ελληνικό, καθώς υπήρχαν, τότε, πολλά παρόμοια αρχοντόσπιτα στην Αθήνα. Το ίδιο, δε, θα υποστηρίζαμε για το ξενοδοχείο, το κλαμπ... Αράχνη, όπως και για τους υπόλοιπους εσωτερικούς χώρους.

Υπήρξε μεγάλη προσοχή, εννοούμε, ώστε η ταινία να μην μοιάζει με αμερικάνικη «χιτσκοκική» καρικατούρα, και αυτό είναι, ίσως, το πιο μεγάλο επίτευγμά της.  

Οι καινοτομίες της ταινίας

Όσον αφορά, τώρα, στην ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα οι καινοτομίες της ταινίας είναι πολλές και ενδιαφέρουσες. Από πού να ξεκινήσει κανείς...

Κατ’ αρχάς υπάρχει η αποτρόπαιη σκηνή του φόνου στη σκάλα, στην οποία δείχνεται αίμα.

Έπειτα είναι το «όπλο» του φόνου – ένα μεγάλο ψαλίδι. Το ψυχαναλυτικό σύμβολο είναι σαφές. Η Άννα Μαργκό εκδικείται τα αρσενικά, σαν να τα ευνουχίζει, λόγω της απόρριψης που είχε εισπράξει, και από ’κει και πέρα της αδυναμίας της να αφεθεί και να ερωτευθεί.

Ο καθρέφτης από την άλλη, ως μέσο επικοινωνίας με το «άλλο εγώ» της, είναι εύρημα καθηλωτικό. Ιδίως, όταν μέσα σ’ αυτόν απεικονίζονται άλλα πρόσωπα.

Τα λουλούδια, που αφήνει η Άννα Μαργκό να πέφτουν από τα χέρια της, ενώ την κυνηγούν, δείχνουν επίσης την ανάγκη της να νοιώσει ποθητή και ν’ αγαπήσει.

Αθηνά Μιχαηλίδου, Μιχάλης Νικολινάκος και Θανάσης Μυλωνάς στην ταινία «Εφιάλτης» (1961) του Ερρίκου Ανδρέου

Η ομοφυλοφιλία του αδελφού της Αλέξανδρου (Θανάσης Μυλωνάς) υποδηλώνεται ιεροκρυφίως σ’ έναν διάλογο με την δεσποτική μητέρα του (Αθηνά Μιχαηλίδου). Ξέρει ότι ο προσανατολισμός του είναι διαφορετικός, όμως δεν μπορεί να το εξηγήσει αλλιώς λέγοντας πως είναι «άρρωστος». Όταν, όμως, η μητέρα του τού λέει ότι πρέπει να γίνει καλά, και ότι πρέπει να πάει σ’ ένα γιατρό, εκείνος της απαντά πως... δεν καταλαβαίνει (η μητέρα). Είναι φανερό ότι ο Αλέξανδρος είναι «άρρωστος», επειδή οι άλλοι θέλουν να τον βλέπουν έτσι. Επειδή δεν καταλαβαίνουν.

Ακόμη και το πλάνο, στο ατελιέ του φωτογράφου Βαλεντίνο (Ζαννίνος), με τον παπαγάλο που «μιλάει» δεν μοιάζει να είναι τυχαίο. Στο ατελιέ συμβαίνουν... ακατονόμαστες πράξεις. Ο Αλέξανδρος πηγαίνει τακτικά εκεί, για να μάθει, υποτίθεται, την τέχνη της φωτογραφίας. Όμως στο ατελιέ φαίνεται πως είναι, για μία και μοναδική φορά, ο εαυτός του. Ο παπαγάλος κρώζοντας «παπαγάλο» είναι σαν να οριοθετεί ένα χώρο, στον οποίον εισέρχεσαι γι’ αυτό που στ’ αλήθεια είσαι και όχι για ’κείνο που αναγκάζεσαι να είσαι!

Είναι απίστευτο πώς ένα 23χρονο παιδί, το 1961, όπως ήταν τότε ο σκηνοθέτης Ερρίκος Ανδρέου, κατορθώνει να φιλμάρει τόσο σοβαρά και τόσο εμφατικά, μέσα από μιαν ελλειπτικότητα, τέτοιες πρωτόγνωρες για το ελληνικό σινεμά καταστάσεις.

Περιττό να πούμε πως η παρουσία της Βούλας Χαριλάου στην ταινία είναι συγκλονιστική, καθώς υπάρχουν σκηνές που σου κόβουν το αίμα ακόμη και σήμερα.

«Εφιάλτης»: από διαφημιστική καταχώρηση σε εφημερίδα της εποχής

Νομίζουμε πως η πιο τρομακτική σκηνή του «Εφιάλτη», εντελώς ανατριχιαστική, είναι όταν ζητά από τον ηλικιωμένο γκρουμ του ξενοδοχείου, μέσα στο ασανσέρ, σ’ αυτό τον μηδαμινό χώρο, να την αποκαλεί όχι Άννα Μαργκό, όπως είναι το αληθινό όνομά της, μα... Εύη Λινάρδου (το «άλλο εγώ» της). Το βλέμμα της είναι αληθινά αποτρόπαιο, ενώ ο εγκλωβισμός της σε μιαν άλλη ταυτότητα δεν θα μπορούσε να κινηματογραφηθεί πιο έξυπνα, πιο συμβολικά και πιο αποφασιστικά.

Περαιτέρω η φωνή της, έτσι όπως μιλάει κοφτά και βιαστικά, σου προξενεί από την αρχή της ταινίας ένα αίσθημα άγχους. Νοιώθεις από το ξεκίνημα τού «Εφιάλτη» πως κάποιος πνίγεται, και πως έτσι «πνιγμένο» θα τον παρακολουθείς για την επόμενη μιάμιση ώρα, δίχως να μπορείς να κάνεις κάτι – πέρα από το να αφεθείς στις ορέξεις του σκηνοθέτη.

Στις δε σκηνές όπου η φωνή της Βούλας Χαριλάου ντουμπλάρεται από την φωνή τής Κίας Μπόζου (είτε στο τηλέφωνο είτε αλλού), προκειμένου να υποδηλωθεί το «άλλο εγώ», ο τρόμος που προκαλείται στον θεατή είναι αμετάκλητος.

Επίσης στην ταινία υπάρχει γυμνό. Και το μοντέλο που ποζάρει στην αρχή στο ατελιέ του ζωγράφου (Σταύρος Ξενίδης), στον οποίον είχε ποζάρει και η Άννα Μαργκό ως Εύη Λινάρδου, αλλά και η χορεύτρια από το... βραζιλιάνικο μπαλέτο Orfeo Negro, όπως διαβάζουμε στους τίτλους αρχής, στο κλαμπ... Αράχνη του Όθωνα Πάλλη (Δημήτρης Νικολαΐδης), θείου της αληθινής Εύης Λινάρδου.

Βούλα Χαριλάου και Μιχάλης Νικολινάκος στην ταινία «Εφιάλτης» (1961) του Ερρίκου Ανδρέου

Τέλος υπάρχει η αληθινή Εύη Λινάρδου (υποδύεται η ξανθή γόησσα Ντέπη Μαρτίνη), μία ευθεία σινεφίλ αναφορά του Ερρίκου Ανδρέου στις ξανθές πρωταγωνίστριες του Alfred Hitchcock (Grace Kelly, Kim Novak, Janet Leigh κ.ά.), τις τόσο, σεναριακά κατ’ αρχάς, ταλαιπωρημένες.

Όμως και η αληθινή Εύη Λινάρδου, στον «Εφιάλτη», έχει περάσει δύο ψυχικούς κλονισμούς, όπως ακούμε, ενώ, σε κάποια σκηνή, αντιλαμβανόμαστε πως είναι εκείνη που έχει «καταβροχθίσει», πλήρως, την προσωπικότητα της Άννας Μαργκό – με την Άννα, κατά βάθος, να νοιώθει την Εύη ως «απειλή».

Αυτό το δείχνει εκπληκτικά, για άλλη μια φορά, ο Ερρίκος Ανδρέου, εκεί προς το τέλος, όταν σε μιαν ανύποπτη στιγμή η αληθινή Εύη Λινάρδου δαγκώνει ατάραχα ένα μήλο, λέγοντας λίγο πριν στον δικηγόρο Τώνη Καρζή (Μιχάλης Νικολινάκος) πως η Άννα Μαργκό ήταν «ψυχρή ως στο κόκαλο» και πως θα ήθελε, ενδεχομένως, να την ξαναδεί από «νοσταλγία για τα παλιά ή περιέργεια».

Η προσωπική υπεροχή της Εύης Λινάρδου «γεμίζει» την Άννα Μαργκό με ενοχικά συναισθήματα (απόρριψη του εαυτού της), εμποδίζοντας κατά βάση την εκπλήρωση των ενορμήσεών της.

Αυτά και άλλα πολλά μπορεί να πει κανείς για τον «Εφιάλτη» του Ερρίκου Ανδρέου, εκεί όπου δεν υπάρχει σκηνή και πλάνο, που να μην δένει σφιχτά με την ιστορία.

«Εφιάλτης»: από διαφημιστική καταχώρηση σε εφημερίδα της εποχής

Η μουσική

Αφήσαμε για το τέλος την μουσική του «Εφιάλτη», που είχε συνθέσει ο Μίμης Πλέσσας.

Όπως είχαμε γράψει και σ’ ένα παλαιότερο κείμενό μας, εδώ στο LiFO.gr, με αφορμή την κυκλοφορία του σάουντρακ σε δίσκο βινυλίου από την B-other Side Records, το 2019... ο Μίμης Πλέσσας δίνει, για τον «Εφιάλτη, ένα σκορ εξ ίσου σημαντικό μ’ εκείνο από το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» (1960), που είχε προηγηθεί, αν όχι σημαντικότερο.

Υπό την έννοια πως οι μουσικές του περιβάλλονται και από στοιχεία άγχους (κατά το πρότυπο του Bernard Herrmann), με ωραία χρήση των εγχόρδων, μαζί με κινηματογραφική τζαζ και ακουστικά εφφέ (που περιγράφουν τα εφιαλτικά πλάνα), συν αβάντ κρουστά συχνά σε πρώτο και σίγουρα υποβολιμαίο ρόλο.

Υπάρχουν και πιο light στιγμές εδώ, αλλά βασικά το σάουντρακ είναι βαρύ και σκοτεινό, με εξάρσεις που κόβουν τα ήπατα. Ιδίως τα θέματα «Στη σκάλα», «Καταιγίδα» και «Αποκάλυψη» είναι εκπληκτικά και δείχνουν το μεγάλο ταλέντο του Μίμη Πλέσσα και στη μουσική κάλυψη.

Η ταινία αν και ψιλο-αγνοήθηκε τόσο στη 2η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτεμβρίου του ’61 (όπως προείπαμε), μα και στα ταμεία, καθώς ήταν 25η σε εισπράξεις, στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων, με μόλις 26.526 εισιτήρια, εντούτοις κατάφερε να διακριθεί στο εξωτερικό, στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Νέου Δελχί (Ινδία), λίγο καιρό αργότερα (27 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 1961), με «Ειδικό βραβείο τιμητικής διακρίσεως».

Φυσικά, τα μεγαλύτερα βραβεία τα λαμβάνει έκτοτε ο «Εφιάλτης» από τις δεκάδες χιλιάδες των θαυμαστών του, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

ΕΦΙΑΛΤΗΣ (1961) - ΤΡΕΙΛΕΡ 2021