Η σχέση των Ελλήνων με τα αυτοκίνητά τους είναι μια σχέση ερωτική, μια σχέση πάθους και λατρείας, μια σχέση μόνιμη και καθόλου διακριτική. Το αυτοκίνητο δεν λειτουργεί μόνο σα μεταφορικό μέσο, ούτε καν μόνο σαν μεταφορικό μέσο και αντικείμενο status, ούτε καν σαν μεταφορικό μέσο, αντικείμενο status και σεξουαλικό φετίχ. Είναι περισσότερο μια προέκταση της καθημερινότητάς μας, μια δεδομένη αναγκαιότητα που αψηφά τον αντίλογο, μια πολυτέλεια με την οποία είμαστε πλέον τόσο εξοικειωμένοι ώστε να μην τη θεωρούμε πολυτέλεια. Είναι ωστόσο ξεκάθαρα μια στάση ζωής. Και αν στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Αθήνα, το μόνιμο επιχείρημα είναι οι προβληματικές συγκοινωνίες και η γενικότερη δυσκολία μετάβασης, η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στην επαρχία, όπου πολλοί παίρνουν το αυτοκίνητο ακόμη και για πάνε, απλώς, λίγο πιο εκεί.
Ουσιαστικότερο ζήτημα δεν είναι τόσο το όχημα όσο η παντελής έλλειψη κοινωνικής, οικολογικής ή άλλης ευγενούς συνείδησης στο βωμό της προσωπικής άνεσης και βολής. Οι παρτάκηδες κερδίζουν με άνεση την πλειοψηφία και κάνουν έντονη την παρουσία τους σε πλείστους τομείς. Με την ίδια λογική που σηκώνονται και φεύγουν, μπουλούκια ολόκληρα, από το Ηρώδειο την ώρα που το κοινό χειροκροτεί και οι καλλιτέχνες βρίσκονται ακόμη στη σκηνή, με τον ίδιο τσαμπουκά που πατάνε γκάζι μόλις το φανάρι γίνει πορτοκαλί, με τον ίδιο ζαμανφουτισμό που καπνίζουν στην παιδική χαρά, «γιατί είναι έξω και δεν ενοχλεί». Ο κύριος με τη μερσεντές είναι από τις λίγες περιπτώσεις στις οποίες θύμα αυτής της πρακτικής υπήρξε μόνο το αυτοκίνητό του και κατ’ επέκταση, ο ίδιος.