Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Wonderful Life

Η συγγραφέας Βάσια Τζανακάρη γράφει για τα eighties που έζησε. Επιμέλεια Πάνος Μιχαήλ

Γεννήθηκα το 1980. Ήταν η χρονιά που αυτοκτόνησε ο Ian Curtis, η χρονιά που ο Lux Interior τραγούδησε τραγούδια που μάς έμαθε ο Κύριος, η χρονιά που ο Robert De Niro έγινε Οργισμένο Έιδωλο. Αυτά και άλλα, όμως, τα ανακάλυψα πολύ αργότερα, στην εφηβεία κι ακόμα παραπέρα. Όποιος συνομίληκός μου λεει ότι στα ‘80s κοιμόταν και ξυπνούσε με το The Queen is Dead κάτω απ’το μαξιλάρι του ή λεει λάθος ηλικία ή δεν μεγάλωσε ποτέ. Οι αναμνήσεις που έχω από τα ‘80s είναι σαν τα γεγονότα που αφηγούνται οι φωτογραφίες και τα οικογενειακά τραπέζια. Τα μισά τα θυμάσαι έντονα γιατί τα είδες, τα άλλα μισά τα θυμάσαι έντονα γιατί νομίζεις ότι τα είδες. Και τα δύο θα τα χρειαστείς κάθε φορά που θα περνάς στον κόσμο των ενηλίκων, όλο και πιο συχνά όσο μεγαλώνεις.

Τα ‘80s που έζησα ήταν διαφορετικά από τα ‘80s που γνώρισα αργότερα μέσα από τη μουσική και τα βιβλία, μπαινοβγαίνοντας στον κόσμο των μεγάλων. Τη δεκαετία του ’80 για μένα o έξω κόσμος ήταν ακόμα έξω. Ήταν η εποχή που τα παιδιά κυκλοφορούσαν μόνα τους στις πλατείες, οι δρόμοι είχαν λίγα αυτοκίνητα και οι τούρτες στις βιτρίνες πολλή σαντυγί. Στις Σέρρες που μεγάλωσα, τους χειμώνες τα σχολεία έκλειναν απ' το χιόνι και τα καλοκαίρια οι τουρίστες ήταν Γιουγκοσλάβοι. Με το βλέμμα πάντα έξω απ' το σπίτι, κρεμιόμασταν απ’ το μπαλκόνι και πετάγαμε εικοσάρικα στον αρκουδιάρη και την κακόμοιρη αρκούδα του με τη φουστίτσα, που νομίζαμε πως χορεύει, χωρίς κανένα ίχνος απ' αυτό που λέγεται πολιτική ορθότητα.

Έξω ήταν πάλι που ο Μάνος Χατζιδάκις έδινε συναυλία, στο γήπεδο του Πανσερραϊκού, και μάζευε όλη την πόλη, εκτός ίσως από τα κορίτσια που τελείωναν την εφηβεία τους πίνοντας μπατίντες και τα αγόρια που τη συνέχιζαν ως πάνκηδες και άραζαν στην κεντρική πλατεία προκαλώντας σοκ και δέος στους περαστικούς. Το μόνο που μας άρεσε μές στο σπίτι ήταν τα παιδικά που έπαιζε η τηλεόραση και το βίντεο: παιδικά της ανατολικής ευρώπης, γιαπωνέζικα τύπου Γκέτα Ρομπότ, Κάντυ-Κάντυ ή Καμπαμαρού, ένας υπέροχος κινούμενος κόσμος.

Τα ‘80s που γνώρισα αργότερα μού μίλησαν για dark wave, για μια γυναίκα γκρούπι των Sex Pistols που έγινε ιέρεια του gothic, για έναν άντρα με κραγιόν που ξεπήδησε από την αγγλική no future suburbia, για κάποιον Morrissey που τσάκισε με τους στίχους του τη Βρετανία για να γίνει στο τέλος σύμβολό της, για έναν Bret Easton Ellis λιγότερο από το μηδέν σ’ ένα γιάπικο L.A, για μερικές μπάντες που έπαιζαν new wave α λα ελληνικά, για "καρεκλάδες" που τσακώνονταν με ροκάδες στην πλατεία της Γαρδένιας στου Ζωγράφου, για ένα συγκρότημα που λεγόταν Last Drive, έπαιζε ροκ εντ ρολ, πήρε κάτι απ' το μέσα μας και το σκόρπισε έξω.

Καμιά φορά αναρωτιέμαι πού συναντήθηκαν αυτοί οι δύο κόσμοι, ο έξω και ο μέσα, ο μέσα και ο έξω. Έχω στο νου μου κάποια σημεία αλλά δεν είμαι σίγουρη αν τα είδα ή αν νομίζω ότι τα είδα. Είμαι κι εγώ τώρα στον κόσμο των μεγάλων και ρίχνω κλεφτές ματιές στον κόσμο της παιδικής μου ηλικίας που απομακρύνεται όπως γλιστράει η βελόνα του πικάπ πάνω σ' εκείνον το δίσκο του Black που θυμάμαι να παίζει πάντα το ίδιο τραγούδι: Wonderful Life. Αλλά και πάλι αυτός είναι άλλος ένας από τους πολλούς δίσκους εκείνης της εποχής.

Κάπου εκεί, ανάμεσα στις φθαρμένες ράχες τους, κρύβεται το σημείο εκείνης της συνάντησης.