Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ολική Επαναφορά / Μυσταγωγία με τους Φίλους, Ι

Οι καβγάδες ήσαν τόσο σφοδροί που λίγο έλειψε να σημειωθούν αείζωες ρήξεις. Υπέρ του Βιμ ήμασταν οι πιο νέοι και ροκάδες – κατά, όσοι ανήκαν στη Γενιά του Πολυτεχνείου

Μυσταγωγία με τους Φίλους, Ι

 

Ο Ξαβιέ ντε Μαιστρ είχε γράψει τα περιλάλητα Ταξίδια στο Δωμάτιό μου. Συμβαίνει ενίοτε το On the Road τού Κέρουακ, όλα εκείνα τα μίλια που διένυσε, να τα ξαναζείς μέσα στο σπίτι σου, στα καμιά εκατοστή τετραγωνικά σου. Έτσι, η περιπλάνηση ήταν σχεδόν επιτόπια και, κυρίως, νοερή. Τα πάθη ωστόσο, πάντα παρόντα. Συναχτήκαμε, λοιπόν, όλη η παλιοπαρέα για να τιμήσουμε μιαν επέτειο, δική μας, της γενιάς μας επέτειο. Πριν από κοντά σαράντα χρόνια ο κόσμος (μας) είχε και πάλι χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, Το ’χει αυτό το πικάντικο κουσούρι η Ανθρωπότης, να διχάζεται. Ευτυχώς είναι σημαντικές οι αιτίες, κι έτσι δεν μας κατατρύχουν οι Ερινύες. Φίσερ vs Σπάσκι, πάνω από 64 τετραγωνίδια της σκακιέρας την αυγή της δεκαετίας του 70, δίχασαν τον κόσμο. Λίγο πριν, Beatles κατά Stones, άλλος εμφύλιος κι αυτός! Και Frank Zappa εναντίον Captain   Beefheart, εκεί κλάψαν μανούλες! Και πάνω που είχαμε κηρύξει ανακωχή κι είπαμε να μονιάσουμε, εμφανίζεται, το 1977, ο Αμερικανός Φίλος, η ταινία του Βιμ Βέντερς, και πάει η εκεχειρία περίπατο.

            Οι καβγάδες ήσαν τόσο σφοδροί που λίγο έλειψε να σημειωθούν  αείζωες ρήξεις. Υπέρ του Βιμ ήμασταν οι πιο νέοι και ροκάδες – κατά, όσοι ανήκαν στη Γενιά του Πολυτεχνείου. Κοντά τέσσερις δεκαετίες μετά, συναντηθήκαμε στα ενδιαιτήματά μου, φάγαμε, ήπιαμε, καβγαδίσαμε και πάλι, καίτοι επρόκειτο για παρωδία καβγά, είπαμε για τα παλιά, θυμηθήκαμε την αγάπη του Χρήστου Βακαλόπουλου και της Φρίντας Λιάππα για την Πατρίτσια Χάισμιθ, τη συγγραφέα του Ripleys Game, του τρίτου μυθιστορήματος με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϊ, από το οποίο άντλησε την έμπνευσή του ο Βέντερς, και συμφωνήσαμε ότι ορθά η Χάισμιθ δεν «ωραιοποιεί» και δεν «ηρωοποιεί», ότι η «ανυποψίαστη και απροβλημάτιστη αθωότης δεν είναι αθωότης», ότι «η γλυκιά νοσταλγία δεν είναι εξ ορισμού ποιητική, μπορεί να είναι και άκρως αντιποιητική, αν δεν αναγνωρίζεται ως συνειδητοποιημένη, ενδεχομένως και ειρωνική ανακατασκευή». Ναι, Πατρίτσια, έχεις δίκιο: το Καλό ιδωμένο απολύτως και αντιδιαλεκτικά παύει να είναι προϊόν γόνιμης σύγκρουσης, προϊόν μάχης με εξίσου υπαρκτές,αντίρροπες δυνάμεις! Παύει να είναι δύσκολο, άρα παύει να είναι κέρδος! Και για τη ζωή και για τη λογοτεχνία.

            Κι ύστερα, και πάλι φιλιωμένοι, ακούγοντας Kinks και John Lennon, αναπολώντας αλλά και στρέφοντας το βλέμμα στο παρόν ξανά, πήραμε να μιλάμε για τα βιβλία ως στέκια. Ναι, τα βιβλία είναι κι αυτά σαν τα μπαρ, γυρνάς ξανά και ξανά σε όσα αγαπάς, επισκέπτεσαι άπαξ και ποτέ ξανά εκείνα που δεν σε μεταφέρουν στη Χώρα των Παθών, εκείνα που δεν σε δελεάζουν, δεν σε φέρνουν σιμά σ’ εσένα και στον άλλον (ω Dada, ω Ένοικε, ω Galaxy, αθάνατα!!!). Κι ακόμα, όπως συμβαίνει και στην μεταμεσονύκτια μπάρα, έτσι και με τα βιβλία ενθαρρρύνονται οι συνειρμοί, το ένα βιβλίο σε οδηγεί στο άλλο, οι συνδυασμοί τους, μια παράγραφος από το ένα, μια εικόνα από το άλλο, μια λέξη μονάχα από ένα τρίτο, γίνονται αυτοσχέδια περιδέραια, δαντέλλες, καμιά φορά εκρηκτικές αναμείξεις χρωμάτων και σχεδίων όπως στους πίνακες του Τζάκσον Πόλλοκ.

            Σαν έφυγαν οι παλιοί αντίπαλοι και νυν φίλοι, απόμεινα γλυκά μόνος, με τη γάτα μου, την Tristeza, και μια φίλη μου που συμμερίζεται το πάθος μου γι’ αυτά τα λατρεμένα αιλουροειδή. Πίνοντας τα ακροτελεύτια ιρλανδέζικα, κουβεντιάσαμε για την «γατομανία» της Χάισμιθ, αλλά και του Ρέιμοντ Τσάντλερ, του Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ, του Τ. Σ. Έλιοτ, και τόσων άλλων συγγραφέων και ποιητών. Όλοι τους φωτογραφίστηκαν με τις αγαπημένες γάτες τους, ο Τσάντλερ τη δική του την είχε βαφτίσει «Γραμματέα» γιατί ανέβαινε και κουλουριαζόταν στα δακτυλόγραφά του, η Πατρίτσια και ο Έλιοτ έγραψαν για τα πανέμορφα αυτά ζωντανά.

            Μια στιγμή, έχω το βιβλίο της Χάισμιθ στην τσάντα μου, είπε η Αλίκη. Το βρήκε, το άνοιξε, μου διάβασε ένα ποίημα, το «Γατάκι»: «Ό,τι υπάρχει μες στον κόσμο/ Πλάστηκε για παίζω εγώ./ Τα αλογάκια της Παναγίας, τα πόδια της καρέκλας,/ οι στάμπες στα υφάσματα/ Οι σκιές που τρέχουν, οι χνουδόμπαλες/ κι η ουρά μου ακόμα./ Τόσες γωνίες, τόσες πόρτες που μου γνέφουν μισάνοιχτες/ Η από κάτω μεριά των πραγμάτων/ ένας δικός μου ουρανός να τον παρατηρώ/ Τόσα μέρη για τρεχάλα, με πιάνει τρέλα/ Θέλω να βρίσκομαι παντού μέσα σε μια στιγμή./ Μετά, κουράζομαι».

            Σου μοιάζει, είπα στην Αλίκη.

            Σου μοιάζει, είπε η Αλίκη.

            Έξω πήρε να χαράζει.

 

Συνεχίζεται. Την επόμενη Δευτέρα (02/06/2014): Μυσταγωγία με τους Φίλους, ΙΙ