Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Χίλιες φορές ο Γκάλης. Από τον Χρήστο Χωμενίδη

Ο Φώτης Κουβέλης, παρά την συντριβή της ΔΗΜΑΡ, μοιάζει να είναι το κομβικό πρόσωπο στις επερχόμενες εξελίξεις

Χίλιες φορές ο Γκάλης. Από τον Χρήστο Χωμενίδη

Aπό μια πλευρά, έχει μεγάλη πλάκα. Δεν καλομπήκε ακόμα το γλυκό καλοκαιράκι και η κυβέρνηση βρίσκεται ήδη στον επόμενο Φεβρουάριο. Μετράει -λένε- και ξαναμετράει κεφάλια βουλευτών. Αθροίζει ψήφους για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Εάν δεν φτάσει στους 180, η Βουλή θα διαλυθεί και οι πολίτες θα οδηγηθούν στις κάλπες.

Ο κύριος Τσίπρας, λαύρος, κρούει κώδωνα. «Δεν θα βρεθεί κανείς το 2015 να κάνει τον Τσιριμώκο σε αυτή την εμποροπανήγυρη!» βρυχάται. Ο Ηλίας Τσιριμώκος υπήρξε ένας διακεκριμένος πολιτικός του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε από την Αριστερά, πρωταγωνίστησε στην Εθνική Αντίσταση και το καλοκαίρι του 1965, εγκατέλειψε όλως αιφνιδίως την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και υποδείχθηκε ως «αποστάτης» πρωθυπουργός με την εύνοια των Ανακτόρων. Ο παραλληλισμός είναι εντελώς επιφανειακός. Το μήνυμα όμως σαφέστατο. Ο Αλέξης Τσίπρας φωτογραφίζει τον Φώτη Κουβέλη και τον προειδοποιεί: «Μην τολμήσεις να παρατείνεις τον βίο της παρούσας κυβέρνησης με αντάλλαγμα την μετακόμισή σου στο Προεδρικό Μέγαρο. Διατήρησε το αριστερό σου φρόνημα, κώφευσε στις σειρήνες, και όταν εμείς, ο ΣΥΡΙΖΑ, κερδίσουμε τις εκλογές, έχει ο Θεός…»

Ο Φώτης Κουβέλης, παρά (ή ίσως χάρη) στην συντριβή της ΔΗΜΑΡ, μοιάζει να είναι το κομβικό πρόσωπο στις επερχόμενες εξελίξεις.

Συγγραφική αδεία τον φαντάζομαι με νυχτικό σκούφο και με σωβρακοφανέλλα να στριφογυρνάει άγρυπνες νύχτες στο στρώμα και να αναμετράται με τον πειρασμό. «Να φορέσω»  αναρωτιέται «το δακτυλίδι που θα μου προσφέρουν οι άσπονδοι πρώην εταίροι μου, Σαμαράς και Βενιζέλος, και να εξηγήσω κατόπιν –εξαντλώντας την δικηγορική μου ευγλωττία- την στάση μου στους Έλληνες; Να ρητορεύσω πατρικά περί της ανάγκης κοινοβουλευτικής σταθερότητας και δημιουργίας συναινέσεων; Να εμφανίσω τον εαυτό μου σαν άλλο Ιησού που ανέρχεται στο ύπατο αξίωμα όπως περίπου Εκείνος στον Γολγοθά; Ή να αρνηθώ την προσφορά τους και να εμπιστευθώ το παλιόπαιδο, που εξαιτίας του έφυγα από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2010; Κι αν μού την κάνει γυριστή; Και καταλήξω όχι Ηλίας Τσιριμώκος αλλά Αλέκος Αλαβάνος;»

Το πράγμα γίνεται ακόμα κωμικότερο άμα αναλογιστεί κανείς πως έτσι και βρισκόμασταν στο 2011 ή στο 2012, στη θέση του Κουβέλη θα ήταν ο Καρατζαφέρης. Ο ισχυρός ακόμα τότε παίκτης Γιώργος Καρατζαφέρης με τους δεκαπέντε βουλευτές του. «Ο Καρατζαφέρης υποψήφιος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας;» Μην φρικάρετε τόσο. Παλιά την λέγανε και χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας…

Παρόμοια μαγειρέματα και αλισβερίσια έχουν ξανασυμβεί κατά την Μεταπολίτευση.

Το 1980, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφάσισε να αφήσει το κόμμα που είχε ιδρύσει στον Γεώργιο Ράλλη και ο ίδιος να γίνει Πρόεδρος. Άνοιξε τότε η Νέα Δημοκρατία την ομπρέλα της και στέγασε ευχαρίστως από κάτω όσους βουλευτές –βασιλόφρονες, ακροδεξιούς αλλά και κεντρώους- ήταν απαραίτητοι ώστε να συμπληρωθεί ο μαγικός αριθμός 180.

Το 1985, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αθέτησε αιφνιδιαστικά την διαβεβαίωση που είχε δώσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή πως θα παρέτεινε τη θητεία του και υπέδειξε για Πρόεδρο τον Χρήστο Σαρτζετάκη, η πειθαρχία των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ δεν έμοιαζε απολύτως εξασφαλισμένη. Επινοήθηκε έτσι το τέχνασμα των λευκών και των γαλάζιων ψηφοδελτίων. Τα γαλάζια ψηφοδέλτια έγραφαν πάνω Σαρτζετάκης ενώ τα λευκά ήταν -ελλείψει ανθυποψηφίου- λευκά. Ισχυρότατοι προβολείς είχαν τοποθετηθεί στην αίθουσα του Κοινοβουλίου.  Υπό την λάμψη τους οι φάκελλοι γίνονταν ημιδιαφανείς. Κανένας βουλευτής που θα’θελε να μείνει στο Κίνημα της Αλλαγής δεν θα διανοοούνταν να κάνει κουτσουκέλα. Κατά τα άλλα, η ψηφοφορία ήταν μυστική…   

Το Σύνταγμα του 1975 καθιστούσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ρυθμιστή του πολιτεύματος. Του έδινε μια κύρια, κομβική, κρίσιμη εξουσία. Εφόσον διαπίστωνε ο Πρόεδρος προφανή δυσαρμονία ανάμεσα στην σύνθεση της Βουλής και στο λαϊκό αίσθημα, μπορούσε να προκηρύξει εκλογές. Χωρίς να έχει την συμφωνία, δίχως να έχει καν συμβουλευτεί προηγουμένως τον Πρωθυπουργό.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 στέρησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από την παραπάνω «υπερεξουσία» του. Ο ρόλος του έγινε από ρυθμιστικός, εν πολλοίς διακοσμητικός. Ή –αν προτιμάτε- συμβολικός. Άνοιξε έτσι ο δρόμος για παροπλισμένους πολιτικούς σαν τον Κωστή Στεφανόπουλο και τον Κάρολο Παπούλια.

Ο πρώτος άφησε άριστες εντυπώσεις. Πέτυχε με το πατρικό και ταπεινό ταυτόχρονα ύφος του να ενσαρκώσει την έννοια, το αίτημα μάλλον, της εθνικής ενότητας. (Ό,τι είχε καταφέρει στην Ιταλία ο πρώην αντάρτης –“un partigiano come Presidente”- Σάντρο Περτίνι...)

Ο δεύτερος μας έδωσε καμιά-δυό φορές αφορμή να θυμηθούμε ότι είχε εμφανιστεί ως δανειστής του Ανδρέα Παπανδρέου για να αναγερθεί η «ροζ βίλα» στην Εκάλη, το «κωλόσπιτο της Δήμητρας» όπως το αποκαλούσε ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος.

Το ζήτημα ωστόσο είναι πολύ ευρύτερο. Υπερβαίνει τις περιπτώσεις Στεφανόπουλου, Παπούλια και προσεχώς Κουβέλη, εφόσον δεν μας επιφυλαχθεί κάποια έκπληξη.

Τι νόημα έχει –είναι το ερώτημα- ένας θεσμός στερημένος από εξουσία; Ένα αξίωμα που στέκει στην κορυφή της πολιτειακής πυραμίδας όπως περίπου το πλαστικό αγαλματάκι του γαμπρού και της νύφης επάνω στη γαμήλια τούρτα; Που ο φορέας του επιλέγεται την τελευταία τριακονταετία σχεδόν από τα αζήτητα, βάσει των μικροκομματικών υπολογισμών της εκάστοτε κυβέρνησης;

Θα είχε καταξιωθεί άραγε ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας εάν είχαν κατοικήσει το Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού αντί για παροπλισμένοι πολιτικοί, άνθρωποι που προσέδωσαν στην Ελλάδα διεθνή ακτινοβολία; Που αγαπήθηκαν από όλους τους Έλληνες; Εάν η πολιτική ηγεσία διέθετε την έμπνευση και την μεγαλοψυχία να τιμά ανά πενταετία κάποιον αληθινό πατέρα ή μητέρα του Έθνους; Τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη, την Ειρήνη Παπά ή –γιατί όχι;- τον Θανάση Βέγγο; Πρόσωπα που έτσι κι αλλιώς μάς κάνουν διαχρονικά υπερήφανους;

Από αυτήν την άποψη, χίλιες φορές ο Νίκος Γκάλης παρά ο Φώτης Κουβέλης.