Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Greek Gay Village

O Τάσος Θεοδωρόπουλος αναλύει το επαρχιώτικο ήθος των περισσοτέρων greek gay businesses.

Όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο νομίζω πως μπήκαμε στη μαύρη λίστα όλων των gay clubs της Αθήνας για πάρα πολύ καιρό. Τα λόγια του Τάσου όμως ήταν πέρα για πέρα αληθινά και αναδημοσιεύω το συγκεκριμένο κείμενο προσπαθώντας να δω αν άλλαξε κάτι από τότε.

Kαι όσοι από μας πριν από μερικά καλοκαίρια βιαστήκαμε να ξιπαστούμε κι αρχίσαμε να μιλάμε για τη δημιουργία ενός gay village στο Γκάζι στα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, καλούμαστε τώρα να συμμαζέψουμε τα’ ασυμμάζευτα. ΄Έχουν περάσει χρόνια από το μεγάλο gay boom στην αθηναϊκή νύχτα. Τότε που, ξαφνικά, το καλοκαιρινό Γκάζι φωταγωγήθηκε από σπαταλημένο, αστραφτερό ιδρώτα και όλοι μας πιστέψαμε ότι μας δίνεται η ευκαιρία μιας δεύτερης πανηδονιστικής εφηβείας στη μετά-Factory εποχή. Ακόμα κι αν δεν θέλαμε να βγούμε έξω απ’ το σπίτι μας και να ξεβολευτούμε από τη σύνδεσή μας με το gaydar, βρισκόμασταν κάθε βράδυ στους δρόμους γύρω απ’ το Sodade, που ξεκίνησε το πανηγύρι στην περιοχή, λέγοντας ταξιδιωτικές κοινοτοπίες για το Σόχο και το Βερολίνο, σε μια προσπάθεια να οικοδομήσουμε, στη φαντασία μας έστω, το αντίστοιχο αθηναϊκό fun land. Kι ύστερα από πάρα πολύ λίγο άρχισαν τα πρώτα παρατράγουδα.

Τα μισά από τα gay μαγαζιά της περιοχής άρχισαν να δημιουργούν πρόβλημα σε έντυπα, οδηγούς πόλεων και δημοσιογράφους, επειδή αναφέρονταν σε αυτά ως «gay» και όχι ως «gay friendly», κάτι που οι λιπαρές ιδιοκτήτριές τους θεώρησαν δυσφημιστικό για τις μπακαλο-επιχειρήσεις τους. Λες και υπήρχε περίπτωση να σκάσει μύτη στο καταχωρημένο στην κοινή συνείδηση αδελφο-μάγαζο αδειούχος φαντάρος για να βρει γκόμενα και θα χάνανε την πελατεία. Οι τιμές ανέβηκαν αδικαιολόγητα σε σχέση με το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών και όλοι μας βρεθήκαμε να νοσταλγούμε και πάλι τα παραπεταμένα εκείνη την εποχή, αλλά κλασικά, Λάμδα και Γρανάζι, πολύ πιο γνήσια μέσα στην αυθεντική λουμπενιά τους. Όσοι ενοχληθήκαμε από την κονδυλωματική εξέλιξη του παραδείσου, το πνίξαμε γρήγορα σε βότκα μπόμπα και Άννα Βίσση στη διαπασών, μέσα από μια στρουθοκαμηλική αναγωγή: «Εδώ είμαστε Βαλκάνια, οπότε και το ξενόφερτο είδος του gay village πρέπει ν’ αποκτήσει ταπεινό κουλέρ λοκάλ - με την ίδια λογική, που βαφτίζουμε έθνικ το τσιφτετέλι και Τζον Γουότερς τον Φλωρινιώτη».

Το ελληνικό gay λούνα παρκ, αργά αλλά σταθερά, έπεσε θύμα της αισθητικής και της ιδεολογίας των πελατών του. Χωρίς κλαμπ στην ουσία (όπως εννοείται το κλαμπ στο εξωτερικό, ως ένα μέρος όπου πας για να ιδρώσεις, να τσαλακωθείς και να κυλιστείς χαρούμενος στο πάτωμα), αλλά γεμάτο από μπαράκια-καρμπόν, με τους πελάτες να φοράνε την αποκριάτικη στολή της Μαργαρίτας Γκωτιέ και τους μαγαζάτορες να προσπαθούν να βγάλουν γρήγορα λεφτά, αναζητώντας ανέξοδη έμπνευση στο σκυλάδικο και στη Γιουροβίζιον.

Οι δοξασμένες μέρες του Factory στην Μπενάκη άρχισαν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με μια ομαδική παραίσθηση από το παρελθόν, ενώ όλοι μας αρχίσαμε ν’ αποθηκεύουμε Prozac για τη στιγμή που κάποιος φίλος απ’ το εξωτερικό θα μας επισκεπτόταν, για να γνωρίσει όλο χαρά από κοντά τη χώρα των gay greek gods, ώστε να του τα χορηγούμε, προκειμένου να μην τον πιάσει κατάθλιψη στις μεταμοντέρνες, κουνιστές χασαποταβέρνες, όπου έχουμε συνηθίσει να διασκεδάζουμε. Κάπου εκεί ξανασκάει η υπόθεση του Factory στο Γκάζι και για λίγο όλοι μας αναθαρρεύουμε. Δυστυχώς, το revival, από τις πρώτες του στιγμές, θυμίζει clean cut μνημόσυνο.

Για όσους το έζησαν στην Μπενάκη, το Factory δεν ήταν ένας χώρος διασκέδασης αλλά ένας τρόπος αντίληψης του χορού, της έκφρασης, της σεξουαλικής επιθυμίας. Στη νέα του εκδοχή κατοικείται απ’ τα ξεθυμασμένα φαντάσματα μιας εποχής, όσους από εμάς φοβόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τη δεκαετία που μας χωρίζει από τα 25 μας και μετατρέπουμε τα 10 ευρώ (βάλε και άλλα 25 στην είσοδο, αν παίζει ο διάσημος DJ Κolofotia) που κοστίζει το (δύο δάχτυλα η μεζούρα) ποτό σε εγκεφαλικό μπότοξ, μπας και φτουρήσουν τα φράγκα και παγώσουμε τον χρόνο. Σ’ έναν κατάμαυρο flat χώρο, χωρίς καμιά ταυτότητα και ερωτισμό, κουρασμένοι 40άρηδες συναντιούνται με κάποιους άκεφους 20άρηδες που άκουγαν τόσα χρόνια για τον θρύλο, αλλά δεν τον πρόλαβαν, υπό το άγρυπνο βλέμμα των security, που δεν σε αφήνουν να μπεις με κάποιον άλλον στην τουαλέτα. Πού; Στο Factory. To μαγαζί που μας δίδαξε ότι το τελευταίο πράγμα στο οποίο χρησιμεύουν οι τουαλέτες ενός κλαμπ, είναι το κατούρημα! Ευρωπαϊκή μεζούρα ποτού και τιμές με εντελώς βλαχο-ελληνικό attitude. Αν πας στο μπαρ και ζητήσεις ν’ αγοράσεις ένα μπουκαλάκι νερό, σε κοιτάζουν σαν γύφτο. Καλύτερα να ψοφήσεις από θερμοπληξία όταν σκάει η χάπα μέσα σου, παρά να σε πούνε γύφτο.

Όσο για τα dark rooms, καταργήθηκαν απ’ το φόβο της Τατιάνας. Και το πιο θλιβερό απ’ όλα είναι πως ακόμα και αυτή η νέα, μικροαστική ταυτότητα του μαγαζιού, με τα go go boys να φοράνε το παντελόνι τους και την go go girl να χώνει βαθιά το στρινγκάκι της στην άβυσσο της ψυχής της, για το ετεροφυλόφιλο ξεκάρφωμα, ξεχωρίζει ως πρόταση μέσα στο άνυδρο τοπίο της υπόλοιπης νύχτας. Αν δεν θες να κλάψεις στον ώμο της χοντρής αδερφομάνας κολλητής σου για τον ναύτη που σε χώρισε, ακούγοντας Πέγκυ Ζήνα, στα υπόλοιπα μαγαζιά κι αν δεν αντέχεις να ποδοπατηθείς στο διαστάσεων λεωφορείου, ανυπόφορο ακόμα και τις καθημερινές, Sodade, δεν έχεις άλλη λύση. Οι υπόλοιποι του αθηναϊκού gay club land το μόνο που έχουν να σου προσφέρουν είναι αψυχολόγητες, εξαμβλωματικές ανακαινίσεις των χώρων τους, live show με πορνοστάρ και Ζωζώ Ζαπουντζάκη Χριστούγεννα και Πάσχα και άδεια μαγαζιά τις καθημερινές - με μοναδικούς θαμώνες ξαναμμένους μεσήλικες επαρχιώτες που κάνουν εναλλακτικό Tour dAthènes. Όσο για το drag show, μία από τις πιο ευγενικές και θεαματικές καμπαρετζίδικες gay διασκεδάσεις σε όλον τον κόσμο, στην Ελλάδα είναι πλέον μία υπόθεση που απασχολεί αποκλειστικά τον χώρο της λούμπεν παγιέτας και τις τραβεστί. Κανείς δεν κυκλοφορεί πια τις καθημερινές και καλά κάνει. Βγαίνεις απ’ το σπίτι σου και χαλάς λεφτά για να ξεμιζεριάσεις, όχι για να στολίσεις τον Επιτάφιο. Κι αν θες να πηδήξεις, ευτυχώς υπάρχουν το internet και τα πάρκα, με 24ωρο φιλολαϊκό service. Βλέπω στο DVD τα επεισόδια του «Queer as folk», με την gay παλιοπαρέα να διασκεδάζει στο κλαμπ Babylon. Κάποιοι παίρνονται ασύστολα στα dark rooms, άλλοι χορεύουν εκστασιασμένοι, μερικοί πιο κομψοί παραγγέλνουν Cosmopolitan. Ένας χώρος, μια ομάδα ανθρώπων, πολλές διασκεδάσεις, καμιά ομογενοποίηση. Από την μπίρα μέχρι το αδελφίστικο κοκτέιλ με ομπρελίτσα, από το παρτάλι μέχρι την αδελφή grande dame. Από τις 9-10 το βράδυ. Όχι από τις 12 και τη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Για να μπορέσεις να πας και στη δουλειά σου το πρωί. Κι έτσι περνάνε όλοι καλά και το clubbing αποκτά νόημα, ανήκει σε όλους. Ζηλεύω και τσαντίζομαι. Γιατί στην Ελλάδα, οι πρώτοι που βάζουν ταμπέλες στο «άλλο» και το «διαφορετικό» είναι τελικά οι ίδιοι οι διαφορετικοί και οι ναοί τους. Αν δεν είσαι διαφορετικός με τον ίδιο τρόπο, όπως οι υπόλοιποι του είδους σου, την έβαψες. Τρως πόρτα στο gay village. To έχουν αυτό οι φυματικές κοινότητες, που καταρρέουν. Φοβούνται και τη σκιά τους, κλείνουν τις πόρτες τους και μετράνε τις τελευταίες τους μέρες, με τους συγχωριανούς να κολακεύουν ο ένας το φέρετρο του άλλου.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 12/01/2006