Το τζιπ μάς αφήνει σε μια σκοτεινή ερημιά στην ενδοχώρα, πενήντα λεπτά ανατολικά από το Ρέικιαβικ, σε μια πεδιάδα με ανοιχτό ορίζοντα 360 μοιρών.
Το μόνο που βλέπεις στο βάθος είναι ένα σπίτι στη μέση του πουθενά και απέραντη ξερή στέπα, άγονη γη και μαύρες πέτρες. Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος, το φεγγάρι εντελώς άδειο και οι συνθήκες ιδανικές για να δεις το Βόρειο Σέλας.
Είναι οι τελευταίες ώρες πριν φύγουμε από τη χώρα και φαίνεται ότι, επιτέλους, κάτι άλλαξε στην τύχη μας, γιατί τα προηγούμενα βράδια είχε πυκνή συννεφιά και ορατότητα μηδενική.
Μάλιστα, το προηγούμενο βράδυ έπιασε και μια τρελή ανοιξιάτικη χιονοθύελλα και όλα, βράχια, βρύα και μαύρη λάβα, χάθηκαν κάτω από ένα λευκό στρώμα χιονιού που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου.
Είχε δύο χρόνια να ρίξει τόσο πολύ χιόνι Μάρτιο μήνα ‒γενικά, από το 2017 και μετά δεν έχουν δει πολύ χιόνι στην Ισλανδία– και δεν ξέραμε αν έπρεπε να χαρούμε που ζήσαμε την εμπειρία της λευκής «επίθεσης» ή να απελπιστούμε που θα χάναμε το Βόρειο Σέλας.
Τέλος πάντων, ενώ το είχαμε πάρει απόφαση ότι θα φεύγαμε έχοντας πετύχει μόνο ένα μικρό δείγμα από Aurora στο Dyrholaey (προφέρεται Ντίρ-λεϊ) σε μια σύντομη ξαστεριά, κι αφού χιόνιζε μανιασμένα όλο το πρωί, έγινε ένα μικρό μετεωρολογικό θαύμα και το τελευταίο βράδυ στο Ρέικιαβικ ο ουρανός καθάρισε εντελώς.
Ξαφνικά, τα σύννεφα αρχίζουν να αλλάζουν μέγεθος και χρώμα, να απλώνονται κατά μήκος του ορίζοντα και να πρασινίζουν ελαφρά, σκορπίζοντας παντού έντονες λάμψεις. Το σκηνικό είναι απόκοσμο, οι λάμψεις δυναμώνουν, απλώνονται και συρρικνώνονται και τα σύννεφα αρχίζουν να πέφτουν προς τα κάτω και να διαλύονται σε ένα επουράνιο matrix.
Ο οδηγός της ομάδας Happyworld –μίας από τις πολλές που διοργανώνουν νυχτερινές βόλτες για να δεις το Βόρειο Σέλας‒ ονομάζεται Þröstur Freyr και είναι ένας πανύψηλος Βίκινγκ που μιλάει αγγλικά με σκωτσέζικη προφορά, εξηγώντας στον αυτόματο πιλότο τι είναι η Aurora και τι λένε γι' αυτήν οι θρύλοι και οι παραδόσεις των βόρειων λαών.
Σχεδόν κανείς δεν παρακολουθεί, όλοι μας έχουμε καρφώσει τα μάτια στον ουρανό που έχει αρχίσει να γεμίζει λευκά φωτεινά σύννεφα που κινούνται αργά στον ορίζοντα.
Έχει παγωνιά, είναι το πιο κρύο βράδυ από τότε που ήρθαμε στην Ισλανδία και τα πόδια μας έχουν ξυλιάσει τόσο που δεν τα νιώθουμε. Το κρύο σε περονιάζει, σου μαστιγώνει το πρόσωπο, περνάει μέσα από τα ρούχα και κάνει τη σάρκα να πονάει.
Ξαφνικά, τα σύννεφα αρχίζουν να αλλάζουν μέγεθος και χρώμα, να απλώνονται κατά μήκος του ορίζοντα και να πρασινίζουν ελαφρά, σκορπίζοντας παντού έντονες λάμψεις. Το σκηνικό είναι απόκοσμο, οι λάμψεις δυναμώνουν, απλώνονται και συρρικνώνονται και τα σύννεφα αρχίζουν να πέφτουν προς τα κάτω και να διαλύονται σε ένα επουράνιο matrix.
Χαλάλι το κρύο, η εμπειρία είναι συγκλονιστική, στεκόμαστε όλοι άφωνοι στο ξεραμένο γρασίδι, παρατηρώντας ένα θέαμα εξωπραγματικό, σαν σε όνειρο, μέχρι που ο Þröstur μας επαναφέρει στην πραγματικότητα με μια κούπα καυτή σοκολάτα κι ένα ντόπιο γλυκό που είναι σαν στεγνός λουκουμάς (και το λένε kleina).
Φωτογραφίζει ασταμάτητα τον ορίζοντα με την αλλαγή του φωτός, ενώ μας εξηγεί ότι οι λάμψεις αιχμαλωτίζονται πιο εντυπωσιακά από τον φακό της φωτογραφικής απ' ό,τι από το ανθρώπινο μάτι, γι' αυτό και οι φωτογραφίες είναι πολύ πιο φαντασμαγορικές από αυτό που βλέπεις στην πραγματικότητα.
Η Aurora που βλέπει το μάτι είναι λευκή με ελαφρά πράσινες αποχρώσεις, τα χρώματα (κόκκινο, ιώδες, ροζ) είναι πολύ σπάνια και μας λέει ότι ο ίδιος, παρ' ότι μεγάλωσε σε επαρχία (που σημαίνει λιγότερη φωτορρύπανση), έχει δει μόνο τρεις φορές στη ζωή του χρώματα, εκτός από το πράσινο, στο Βόρειο Σέλας.
Βέβαια, οι φανατικοί κυνηγοί της Aurora Borealis που περνούν ακόμα και μήνες αναζητώντας μια τέλεια λήψη «αιχμαλωτίζουν» συγκλονιστικές στιγμές, με χρώματα και εντυπωσιακά σχήματα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να πετύχεις σε πλήρη μεγαλοπρέπεια το Βόρειο Σέλας και, ακόμα χειρότερα, κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα το δεις στις λίγες μέρες που θα βρεθείς ως ταξιδιώτης στην Ισλανδία.
Το πόσο ορατό είναι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: την καθαρότητα του ουρανού (δεν το βλέπεις με συννεφιά), από το πόσο σκοτεινό είναι το περιβάλλον (μέσα στο Ρέικιαβικ, με τα έντονα φώτα, φαίνεται ελάχιστα), από το αν είναι γεμάτο ή άδειο το φεγγάρι, από τη διάρκεια της νύχτας (το καλύτερο χρονικό διάστημα είναι από μέσα Φεβρουαρίου μέχρι μέσα Απριλίου, γιατί μετά τον Απρίλιο ξεκινάει ο ήλιος του μεσονυχτίου).
Ο Þröstur μας λέει ότι η ιδανική περίοδος για ταξιδέψεις στην Ισλανδία είναι οι πρώτες δεκαπέντε μέρες του Μαρτίου που ο ουρανός είναι σε καλή κατάσταση και έχει στρώσει και ο καιρός, επιλέγοντας τις μέρες με άδειο φεγγάρι.
Ακόμα και αν δεν καταφέρεις να δεις το Βόρειο Σέλας, η χώρα είναι πολύ καλύτερη απ' ό,τι καλοκαίρι που την κατακλύζουν ορδές των τουριστών.
Ο τουρισμός είναι ευχή και κατάρα για την Ισλανδία κι αν μιλήσεις με κάποιον ντόπιο έχει να πει τα χειρότερα για την κατάσταση που δημιούργησε τα τελευταία χρόνια το τεράστιο ρεύμα τουριστών.
Η Alda Sigmundsdόttir, που είναι η συγγραφέας ενός καταπληκτικού βιβλίου με τίτλο «The Little Book of Tourists in Iceland, tips, tricks and what the Icelanders really think of you», λέει ότι από το 2010 που ξεκίνησε η τουριστική έκρηξη (με 500.000 τουρίστες να επισκέπτονται τη χώρα, ενώ εκείνη προσπαθούσε να συνέλθει από την οικονομική καταστροφή) μέχρι τους 2,5 εκατομμύρια τουρίστες της περσινής χρονιάς (πάνω από 7,5 φορές ο πληθυσμός της, που είναι γύρω στους 320.000 κατοίκους), οι αλλαγές είναι τόσο πολλές και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που προκάλεσαν μεγάλο σοκ στους ντόπιους – οι οποίοι στην αρχή τις είδαν ως χρυσή ευκαιρία, αλλά όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο θεωρούν τον τουρισμό «πληγή».
«Ο τουρισμός έσωσε την οικονομία μας τότε που το χρειαζόμασταν απεγνωσμένα και είμαστε παραπάνω από χαρούμενοι που όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονται και ξοδεύουν εδώ τα λεφτά τους.
Οι γονείς μου νοικιάζουν το υπόγειό τους σε τουρίστες, η αδερφή μου ξεκίνησε μια εταιρεία που βοηθάει ιδιοκτήτες σπιτιών να τα βάζουν στο Airbnb, η καλύτερή μου φίλη οργανώνει βόλτες στο κέντρο της πόλης, οι άνθρωποι, γενικά, βγάζουν καλά χρήματα από τον τουρισμό.
Οι Ισλανδοί χρειαζόμαστε το συνάλλαγμα για να μπορούμε να αγοράζουμε πράγματα από το εξωτερικό, γιατί είναι πολλά τα βασικά είδη που εισάγουμε.
Πρέπει, επίσης, να φροντίσουμε να έχουμε κι ένα απόθεμα για τα δύσκολα χρόνια που πιθανότατα θα ξανάρθουν. Αυτά, και τα δύο, μας τα δίνει ο τουρισμός. Μετά το οικονομικό κραχ το Ρέικιαβικ έμοιαζε με πόλη-φάντασμα ακόμα και στο κέντρο του ‒ άδεια μαγαζιά, χωρίς ανθρώπους, μια θλίψη.
Τώρα όλα είναι γεμάτα από τουρίστες, νέα εστιατόρια και καφέ ανοίγουν κάθε μέρα, προσφέροντας και στους ντόπιους νέες επιλογές.
Το πιο σπουδαίο, όμως, είναι οι επιλογές που έχουμε για ταξίδια, γιατί μέχρι το 2010 η μοναδική εταιρεία για να πετάξεις ήταν η Icelandair, δεν υπήρχε καμία άλλη που να πηγαίνει στο εξωτερικό. Έπρεπε να ξοδέψεις μια περιουσία για να βγεις από τη χώρα λόγω του γαμημένου μονοπωλίου και το ταξίδι στην Ευρώπη σήμαινε θυσίες και αιματηρές οικονομίες.
Τώρα έρχονται εδώ ένα σωρό εταιρείες και υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, έτσι οι τιμές των εισιτηρίων έχουν γίνει αρκετά λογικές. Από την άλλη, σε όλα τα μέρη με φυσικές ομορφιές υπάρχει υπερβολικός συνωστισμός ολόκληρο τον χρόνο.
Το καλοκαίρι βλέπεις εκατοντάδες αυτοκίνητα παρκαρισμένα σε μέρη όπου πριν από μερικά χρόνια ήταν ζήτημα αν έβλεπες πέντε ανθρώπους. Πλέον γίνεται χαμός παντού. Θέλω τη χώρα μου πίσω.
Το μονοπάτι για τον αγαπημένο μου καταρράκτη έχει γίνει ένας δρόμος γεμάτος λάσπη και οι άνθρωποι αναγκάζονται να περπατήσουν έξω από αυτό, τσαλαπατώντας τη γύρω περιοχή. Εννοείται ότι τα βρύα στις όχθες του ποταμού έχουν εξαφανιστεί και ότι η φύση σταδιακά καταστρέφεται, και μάλιστα με πολύ γρήγορους ρυθμούς.
Οι μικροί δήμοι είναι αδύνατον να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή μονοπατιών και να λάβουν μέτρα προστασίας της κάθε περιοχής. Και πού να το πρωτοκάνουν; Η λίστα με τα μέρη είναι ατελείωτη.
Δεν πηγαίνω πια στο κέντρο του Ρέικιαβικ γιατί τα πάντα είναι πανάκριβα. Το ίδιο και στην Blue Lagoon, η τιμή για την οποία αυξήθηκε 80% τα τρία τελευταία χρόνια.
Για να πάει εκεί μια οικογένεια με πέντε μέλη πρέπει να πληρώσει όσα θα πλήρωναν δύο άτομα για να πετάξουν στο εξωτερικό. Είναι παρανοϊκό. Για έναν ντόπιο, τα μέρη της επαρχίας όπου πήγαινε παλιότερα έχουν γίνει απαγορευτικά ακριβά. Άσε που όλα είναι κλεισμένα από ξένους για το καλοκαίρι.
Κάποτε έκανα πεζοπορία και πήγαινα για τέσσερις μέρες σε ένα μικρό πανδοχείο στο βουνό, το οποίο τώρα μου στοιχίζει τα ίδια με μια εβδομάδα στο Παρίσι ή στο Λονδίνο. Η τσέπη μου πλέον δεν αντέχει το ταξίδι στην ίδια μου τη χώρα.
Στα μαγαζιά του κέντρου όπου σύχναζα κάποτε κανείς από το προσωπικό δεν μιλάει πια ισλανδικά, γενικά κανείς δεν μιλάει ισλανδικά στο κέντρο του Ρέικιαβικ. Είναι φοβερό να μην μπορείς να μιλήσεις τη γλώσσα σου στη χώρα σου. Τι να πρωτοπώ;
Περπάταγα πριν από κάνα δυο μέρες στην εξοχή και έβλεπα παντού στο μονοπάτι φύλλα χαρτιού υγείας. Παραλίγο να πατήσω κι έναν σωρό από σκατά που κάποιος είχε αφήσει στη μέση του δρόμου.
Το ξέρω ότι δεν υπάρχουν τουαλέτες στην εξοχή, γιατί είναι πολύ δύσκολο να τις φτιάξουν στην ερημιά, σε μέρη που μέχρι πρόσφατα δεν κυκλοφορούσε κανείς. Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα δει ούτε ένα φύλλο χαρτί υγείας πουθενά, τώρα τo βλέπω παντού και είναι σιχαμερό.
Το χειρότερο απ' όλα, όμως, είναι το πώς αλλάζουμε οι άνθρωποι. Κάποιοι Ισλανδοί, όχι όλοι, εκμεταλλεύονται τους ξένους που έρχονται να ζήσουν την εμπειρία της χώρας μας. Πηγαίνουν τους τουρίστες στους παγετώνες χωρίς να έχουν νόμιμη άδεια – κάτι που είναι πολύ επικίνδυνο.
Είναι αρκετοί οι ντόπιοι που ζητούν "εθελοντές" από το εξωτερικό για να δουλέψουν στην Ισλανδία με αντάλλαγμα δωρεάν βόλτες με τα άλογα ή δωρεάν διαμονή σε ένα μικροσκοπικό υπόγειο, αλλά βασικά τους μεταχειρίζονται σαν σκλάβους και δεν τους πληρώνουν καθόλου. Είναι αηδιαστικό αυτό εκ μέρους τους και με κάνουν να ντρέπομαι που είμαι Ισλανδή».
Ο Þröstur Freyr, στο τέλος της βόλτας για την Aurora, μας δίνει ένα μικρό πιστοποιητικό που λέει «Til hamingju (συγχαρητήρια)! Μόλις είδατε το Βόρειο Σέλας, που το βλέπουν συνήθως μόνο οι ντόπιοι και τα πρόβατά τους, αλλά τα καταφέρατε!».
Μας λέει ότι η Blue Lagoon (την είχαμε επισκεφτεί νωρίτερα και μέσα στα νερά της ζήσαμε μια μοναδική εμπειρία: την ώρα που μπαίναμε για μπάνιο στο καυτό νερό γύρω μας έπεφτε πυκνό χιόνι!) δεν ήταν η καλύτερη επιλογή, η Secret Lagoon είναι το μέρος που προτιμούν οι ντόπιοι, γιατί είναι πιο φτηνή και πιο ιδιωτική.
Όλοι έχουν κάποιο μυστικό μέρος να μοιραστούν που ακυρώνει τα τουριστικά αξιοθέατα. Είναι φοβερό το αντι-τουριστικό παραλήρημα στο οποίο μπορεί να σε οδηγήσει ο υπερβολικός αριθμός των ξένων επισκεπτών, μπορεί ακόμα και να απορρίψεις τα μέρη που κάποτε λάτρευες (κάτι που μου συμβαίνει τελευταία με τα Εξάρχεια).
Η Ισλανδία είναι μια χώρα που δεν μοιάζει με καμία άλλη απ' όσες έχω επισκεφτεί. Το σύντομο ταξίδι στα νότια και ανατολικά και γύρω από το Ρέικιαβικ είναι ίσως το καλύτερο που έχω κάνει ποτέ, μαζί με τα Χάιλαντς της Σκωτίας.
Είναι περίεργα όμορφη, είναι άγρια, έχει σεληνιακά τοπία και τοπία από τον Άρη, λάβα και θερμές πηγές, θερμοπίδακες και καταρράκτες, παγόβουνα, παγωμένες λίμνες και παγετώνες, ενεργά ηφαίστεια, ολόκληρες εκτάσεις σκεπασμένες από βρύα και λειχήνες, γρασίδι που τον χειμώνα είναι καμένο και ξερό, όπως στη Μεσόγειο το καλοκαίρι, άγονη γη και ερημιές ατελείωτες. Έχει κι έναν ωκεανό τρομακτικό και απειλητικό, που κάθε στιγμή κινδυνεύεις να σε καταπιεί.
Μια χώρα με ανθρώπους πολύ φιλικούς, που στη συμπεριφορά τους δεν μοιάζουν καθόλου με Βορειοευρωπαίους, είναι ανοιχτοί με κάθε έννοια.
Έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη, αγαπούν την οικογένεια, της οποίας η δομή αρκετές φορές δημιουργεί ένα περίεργο patchwork, καθώς τα παιδιά μπορεί να προέρχονται από μία μαμά και διαφορετικούς μπαμπάδες ή έναν μπαμπά και διαφορετικές μαμάδες.
Έχει το μικρότερο ποσοστό αναλφάβητων στον κόσμο, λιγότερο από 1%, τους περισσότερους συγγραφείς από οπουδήποτε αλλού αναλογικά με τον πληθυσμό, έναν νομπελίστα και τις πιο πολλές εφημερίδες στην Ευρώπη, διεθνείς χορευτές μπαλέτου, τραγουδιστές όπερας και ένα σωρό μουσικούς που κάποτε είχαν φτιάξει ολόκληρη σκηνή: τους Sigur Rós, τους Kaleo, τους Gus Gus, τους Mum και πάνω απ' όλα την Björk – μετά το ταξίδι στην Ισλανδία καταλαβαίνεις γιατί μοιάζει τόσο εξωτική και ξεχωριστή.
Ο συνδυασμός κέλτικου αίματος και Βίκινγκ στο πιο εχθρικό περιβάλλον της Ευρώπης είναι ακαταμάχητος γιατί ανάγκασε τους ιδιαίτερους αυτούς ανθρώπους να βρουν τρόπους να επιβιώσουν. Πέρα από την καλλιτεχνική φύση που έχουν αναπτύξει, αυτό είναι το πιο μεγάλο ταλέντο τους: η επιβίωση.
Επιβίωσαν από σεισμούς, λιμούς, εκρήξεις ηφαιστείων, κρύο και ακραία καιρικά φαινόμενα. Υπάρχουν, μάλιστα, περιοχές όπου η διαμονή είναι προσωρινή γιατί τα ενεργά ηφαίστεια αναγκάζουν τους κατοίκους να παρατούν τα σπίτια τους και να μετακομίζουν κάθε 50 χρόνια.
Παράδειγμα αποτελεί το Vic, όπου από μέρα σε μέρα περιμένουν να εμφανιστεί η λάβα που θα το σκεπάσει. Γι' αυτό δεν έχουν πολυτελή σπίτια και ακριβές κατασκευές. Σχεδόν όλα είναι φτιαγμένα από ξύλο και ένα είδος ενισχυμένου αλουμινίου με πτυχώσεις, σαν λυόμενα ‒ ακόμα και τα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά σε ολόκληρη την επαρχία έτσι είναι.
Η Ισλανδία είναι η χώρα των θρύλων και των ξωτικών όχι τόσο επειδή οι άνθρωποι στ' αλήθεια πιστεύουν σε αυτά (δεν ισχύει) αλλά επειδή έχει εκπληκτικούς θρύλους. Ακόμα και σύγχρονους, όπως αυτός του Νόελ, ενός τουρίστα που η ανοησία του τον έκανε διάσημο και έξω από την Ισλανδία.
Ο Νόελ είναι ένας Αμερικανός τουρίστας που επισκέφθηκε πρώτη φορά την Ισλανδία τον Φεβρουάριο του 2016. Νοίκιασε ένα αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο του Κέφλαβικ και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο Fron στο Laugavegur στο Ρέικιαβικ, περίπου μία ώρα από το αεροδρόμιο, όπου είχε κλείσει δωμάτιο.
Ωστόσο, όταν έγραψε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου στο GPS, έβαλε κατά λάθος ένα έξτρα R στο Laugavegur, γράφοντάς το LaugaRvegur. Αυτό είναι το όνομα ενός δρόμου στη μικρή πόλη Siglufjörður στον Βορρά, τέρμα Θεού, ώρες δρόμο από το Ρέικιαβικ.
Ο 28χρονος Νόελ θεώρησε ότι η τεχνολογία ήξερε καλύτερα την Ισλανδία από τον ίδιο, έτσι ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του GPS και οδηγούσε ατελείωτες ώρες απολαμβάνοντας το τοπίο, μέχρι που το σκηνικό έγινε παγωμένο και ο δρόμος επικίνδυνος για ένα μικρό αυτοκίνητο.
Παρ' όλα αυτά, συνέχισε, αφού το GPS συνέχισε να τον κατευθύνει προς Βορρά. Όταν, τελικά, έφτασε, πεντέμισι ώρες αργότερα, στη διεύθυνση που είχε βάλει, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού στον αριθμό που έγραφε το χαρτί του και ρώτησε τη γυναίκα που του άνοιξε αν ήταν στο σωστό κτίριο.
«Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα» λέει η Sigurlina Karadottir, η οποία του εξήγησε ότι είναι όντως στο Laugarvegur, αλλά όχι στο Ρέικιαβικ. «Είναι μακριά;» ρώτησε ο Νόελ.
Η Sigurlina τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο Fron για να τους πληροφορήσει ότι ο Νόελ δεν θα πήγαινε εκεί εκείνη την ημέρα, όπως είχαν κανονίσει, ότι θα πέρναγε τη νύχτα στο ξενοδοχείο Siglufjörður. Έτσι κι έγινε.
Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησε, ο Νόελ, είδε ότι ήταν παντού στις ειδήσεις και ότι ήταν ήδη διάσημος στην Ισλανδία. Ήταν τέτοια η διασημότητά του που ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τού πρόσφερε και μία έξτρα δωρεάν διαμονή, την οποία εκείνος δέχτηκε με χαρά.
Δύο μέρες μετά, φτάνοντας στο ξενοδοχείο Fron στο Ρέικιαβικ, τον υποδέχτηκαν με βασιλικές τιμές, δίνοντάς του τη σουίτα επισήμων, και του πρόσφεραν ένα δωρεάν δείπνο και όσα ποτά ήθελε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου.
Την ώρα που έτρωγε, ο υπεύθυνος της Blue Lagoon τηλεφώνησε για να τον καλέσει στην πισίνα δωρεάν, ενώ δεν υπήρχε μέσο της χώρας που να μην του ζήτησε συνέντευξη.
Βγαίνοντας λίγο αργότερα στον δρόμο, ο κόσμος τον πλησίαζε και ζητούσε να βγάλουν μαζί selfie, ενώ η περιπέτειά του έγινε θέμα ακόμα και στο site του BBC. Και όλα αυτά για ένα επιπλέον R.
Μόλις ο Νόελ έφυγε από την Ισλανδία, το ξενοδοχείο Siglufjörður έφτιαξε ένα διαφημιστικό για την τηλεόραση που έγινε τρελό viral για ολόκληρες εβδομάδες. Πρωταγωνιστής ήταν, φυσικά, ο αξιαγάπητος, αφελής κύριος Νόελ!