Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου Facebook Twitter
0
Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου Facebook Twitter
Φωτογραφική επεξεργασία: Aτελιέ LifO

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, στα 74 πια, το ξέρει: ακόμη κι αν καταφέρει να σκηνοθετήσει την ωραιότερη ταινία της ζωής του, τίποτε δεν θ’ αλλάξει, το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο έχει καταγραφεί. Στα νιάτα του θα μεθούσε από ευτυχία αλλά οι όψιμες επιτυχίες δεν έχουν την ίδια γεύση, ο ενθουσιασμός έχει εξανεμιστεί –υπάρχει στη νίκη και κάτι ταπεινωτικό. Τώρα πιά ο ίδιος, αναγκαστικά, βρίσκεται στο άλλο στρατόπεδο. 

Για καιρό, τα γηρατειά –που, για να θυμηθούμε τον Φίλιπ Ροθ,  δεν είναι μάχη, είναι σφαγή! – ο Παναγιωτόπουλος τα αντιμετώπιζε κι αυτά σαν ταινία, επιπόλαια. Μέχρι πρότινος έλεγε πως η ηλικία είναι μια προκατάληψη που υπάρχει μόνο στα μυαλά των νέων, νόμιζε πως τον ίδιο δεν θα τον απασχολήσουν ποτέ. Να όμως που μπήκε κι αυτός στη φάση όπου ο χρόνος μετράει ανάποδα, στη φάση των αυτοναλύσεων και των απολογισμών. Πώς είναι να ‘σαι άπιστος και να βαδίζεις προς την ανυπαρξία; Πώς είναι να προχωράς με θέα στο θάνατο; Να τι ακριβώς σκαλίζει ο γνωστός σκηνοθέτης όχι στην «Κόρη του Ρέμπραντ» που δεν έχει βγεί στις αίθουσες ακόμη, αλλά στο νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τον «Τόπο», με τίτλο «Τίποτα».  

Ο Παναγιωτόπουλος αντιμετώπιζε τα γηρατειά κι αυτά σαν ταινία, επιπόλαια. Μέχρι πρότινος έλεγε πως η ηλικία είναι μια προκατάληψη που υπάρχει μόνο στα μυαλά των νέων, νόμιζε πως τον ίδιο δεν θα τον απασχολήσουν ποτέ. Να όμως που μπήκε κι αυτός στη φάση όπου ο χρόνος μετράει ανάποδα, στη φάση των αυτοναλύσεων και των απολογισμών.

Έργο στοχαστικό, διαποτισμένο από απελπισία και μ’ ένα χιούμορ κατά τόπους βιτριολικό, το «Τίποτα» παρουσιάζεται από τον Παναγιωτόπουλο σαν ένα «σενάριο για μυθιστόρημα». Δηλαδή; «Είναι ένα υλικό που στα χέρια ενός μυθιστοριογράφου θα μπορούσε να αποκτήσει πλοκή. Ομως εγώ δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Η μοναδική πλοκή που μπορώ ν’ ανεχτώ είναι για κάποιον που ξυπνάει και σκέφτεται το όνειρο που είδε στον ύπνο του. Γράφω εύκολα αλλά γράφω με τον τρόπο που μιλάω. Αντίθετα, ο Κωστής Παπαγιώργης, για να σταθούμε σε στυλίστες, αλλιώς μίλαγε κι αλλιώς έγραφε. Ο Ράμφος, απ’ τη μεριά του, μιλάει όπως γράφει. Ο δε Σελίν, έκανε τον προφορικό λόγο γραφή και μουσική, πράγμα υπέροχο, σπάνιο, ακόμα πιο δύσκολο!» 

Το σίγουρο είναι πως ο ίδιος είχε ευχαριστηθεί δουλεύοντας το προηγούμενο βιβλίο του, το «Απ’ το καλάθι των αχρήστων», μια παραγγελία του «Πατάκη», αρκούντως μυητική στα του βίου του –ιδιωτικού και καλλιτεχνικού. «Δεν το περίμενα αλλά είχα περάσει καλά!»  Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, είτε σκηνοθετεί είτε γράφει,  δεν πιστεύει στην ανιδιοτέλεια της τέχνης.  «Κάθε δημιουργός», επιμένει, «εκμεταλλεύεται, με την μαρξιστική έννοια, τα βιώματά του χωρίς φυσικά να γράφει τα προσωπικά του ημερολόγια. Ο Φλωμπέρ το εξέφρασε ιδανικά λέγοντας  «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ». Οποιος γράφει, όποιος ζωγραφίζει, όποιος γυρίζει ταινίες, αναπόφευκτα κάνει την αυτοπροσωπογραφία του. Κι αυτό, επειδή θέλει να σώσει το τομάρι του!». 

Ορίστε λοιπόν ένα ‘σενάριο για μυθιστόρημα’ με κεντρικό ήρωα κάποιον που του μοιάζει, τον Ζ., κάποιον που σοκάρεται συνειδητοποιώντας ότι είναι γέρος. «Ποιός θα τό’ λεγε ότι θαρχόταν μια μέρα που θα έπρεπε να κάνει την αυτοκριτική του;», διαβάζουμε. «Που θα χρειαζόταν να σταματήσει τα παιχνίδια και να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά; Αυτό που του φαινόταν να είναι το πιο μεγάλο πλήγμα, ήταν ότι σ’ αυτήν την ηλικία έπρεπε επιτέλους να ενηλικιωθεί». Ο Ζ. ξαναγυρίζει εκεί που ξεκίνησε, πιο σοφός αλλά και πιο κουρασμένος. Οπως τον παρουσιάζει ο Παναγιωτόπουλος, ουδέποτε  αισθάνθηκε «κανονικός» άνθρωπος». Οταν οι άλλοι έλεγαν μαύρο, αυτός έλεγε άσπρο και το εννοούσε, κάτι που του έδινε έναν αέρα υπεροχής αλλά και μειονεξίας ταυτόχρονα. Του Ζ. τίποτε δεν του φαίνεται φυσιολογικό. Τα γηρατειά, ο θάνατος, όλα του φαίνονται σκανδαλώδη. Μεταφυσικές ανησυχίες, πάντως, δεν έχει. «Σε πείσμα όλων των σοφών του κόσμου, όλων των ιδρυτών θρησκειών, παραμένει απελπιστικά διαυγής» . 

Πριν από μια δεκαπενταετία, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να γυρίζει μια ταινία ετησίως και το τήρησε. «Γιατί το έκανα; Μα για να ξεγελάω το χρόνο, για τι άλλο;».  Ενα τέτοιο παιχνίδι επιχείρησε και το καλοκαίρι που η «Λιμουζίνα» ήταν πίσω του και  η «Κόρη του Ρέμπραντ», έργο που συμπυκνώνει όλη η χυδαιότητα που ζήσαμε σ’ ένα μεγαλοαστικό πάρτι, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Χαλαρός σ’ εκείνη τη ραχούλα του Αιγαίου, στην Πάτμο, που δεν θ’ άλλαζε ούτε για όλα τα Παρίσια του κόσμου, βάλθηκε να κοιτάξει αναδρομικά τον εαυτό του στον καθρέφτη- υπό μανδύα μονήρη ζωγράφου, έστω-  και να προβεί σε απολογισμούς όσο κι αν αυτό του ήταν δυσάρεστο. 

«Η σχέση με τους νέους είναι ένα πρόβλημα πολύ λεπτό» παραδέχεται στο βιβλίο του. «Υπάρχει αναμφισβήτητα ο πόλεμος των γενεών και είναι αδυσώπητος όπως κάθε πόλεμος, μόνο που όλοι κρύβονται πίσω από ψέματα και υποκρισίες. Στο βάθος ο Ζ. θα στραγγάλιζε ευχαρίστως κάθε νέο ζωγράφο που θα του αμφισβητούσε την κυριαρχία. Η ζήλεια είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων κι όσοι υποκρίνονται το αντίθετο, απλώς παρουσιάζουν ένα ψεύτικο πρόσωπο. Οι γέροι αποδέχονται με ενθουσιασμό του νέους ως θαυμαστές αλλά τους αμφισβητούν ως ανταγωνιστές. Τα τερτίπια και οι στρατηγικές που μετέρχονται για να παρουσιάζονται ως υπεράνω και γενναιόδωροι θα μπορούσαν να γεμίσουν ολόκληρο ένα εγχειρίδιο ψυχολογίας»... Σιγά, σιγά, ωστόσο, οι έχθρες και οι ζήλειες που έτρεφε ο Ζ. μέσα του καταλαγιάζουν και,  «ίσως αυτό είναι να γερνάς: να σταματάς τον πόλεμο και να θες ειρήνη. Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχουν γέροι στρατιώτες. Αυτοί που πολεμούν είναι οι νέοι, γιατί θέλουν κάτι να κατακτήσουν... μια γυναίκα, ή τη δόξα, ακόμα και τα χρήματα. Ετσι κι αλλιώς τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς μάχη».

«Η λογοτεχνία», αναγνωρίζει ο Παναγιωτόπουλος, «σου επιτρέπει να πείς πράγματα που δεν μπορείς να τα πείς στη ζωή. Να, στην «Ομολογία ενός δολοφόνου» του Γιόζεφ Ροτ που διάβασα πρόσφατα, ο ήρωας ομολογεί πως είναι κάθαρμα!».  Ο Γιόζεφ Ροτ θα βρίσκεται πιθανότατα πίσω και από την επόμενη ταινία του – φιλοδοξία του είναι να μεταφέρει τον «Θρύλο του αγίου πότη» στο σήμερα, ανάμεσα στους αστέγους της Αθήνας. Τον άλλο  Roth, τoν αμερικανό Φίλιπ Ροθ,  τον εκτιμά ως συγγραφέα αλλά δεν είναι είναι από τους αγαπημένους του. Απ’ αυτούς, αν έπρεπε να διαλέξει έναν, θα ήταν φιλόσοφος: «Ο  Σοπενάουερ! Το βιβλίο που έχω στο προσκεφάλι μου είναι η Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως. Μ’ έχει επηρεάσει  όσο λίγα». 

 «Η λογοτεχνία», αναγνωρίζει ο Παναγιωτόπουλος, «σου επιτρέπει να πεις πράγματα που δεν μπορείς να τα πείς στη ζωή. Να, στην «Ομολογία ενός δολοφόνου» του Γιόζεφ Ροτ που διάβασα πρόσφατα, ο ήρωας ομολογεί πως είναι κάθαρμα!»

Ο Παναγιωτόπουλος και τα βιβλία, πάνε μαζί. Στο πατρικό του, στο Χαλάνδρι, δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, αλλά εκείνος, έφηβος, πήγαινε κάθε τόσο στον «Ευρυπίδη» και κοίταζε προσεκτικά στους πάγκους για να δεί ποιός έχει γράψει τι. «Οταν μετά στις παρέες γινόταν λόγος για την ‘Πείνα’, έκανα πως ρωτούσα: «του Χάμσουν;». Μόλις ακούγονταν τα «Αγουρα Χρόνια», πετιόμουν: «του Κρόνιν;». Με γοήτευαν αυτές οι παρέες, ήθελα πολύ να είμαι μέρος του κόσμου όπου συζητάνε για βιβλία και ταινίες, για ό,τι ναρκοθετεί δηλαδή την ανυπόφορη αλληλουχία μηχανικών κινήσεων που είναι η πραγματική μας ζωή. Δεν θεωρούσα, όμως, τους πνευματικούς ανθρώπους ανώτερους. Εξίσου καλά περνούσα και στα υπόγεια των πολυκατοικιών, κάνοντας γυμναστική με τους φίλους μου. Δεν υπήρχαν βαράκια τότε, απλώς παίρναμε κουτιά από κονσέρβες και τα γεμίζαμε με μπετόν...». Περισσότερα για κείνη την περίοδο επιφυλάσσεται να δώσει στο επόμενο βιβλίο του, το «Κόκκινο παλτό», κάτι σαν work in progress, γύρω από τις συνθήκες μέσα από τις οποίες προέκυψε το έργο του.

Λίγων σκηνοθετών η φιλμογραφία περιλαμβάνει τόσες μεταφορές λογοτεχνικών έργων όσο η δική του. Στο παναγιωτοπουλικό σύμπαν διασταυρώνονται ο Αλμπέρ Κοσερί (Οι τεμπέληδες της ευφορης κοιλάδας) με τον Δημήτρη Νόλλα (Ονειρεύομαι τους φίλους μου»), ο Σωτήρης Δημητρίου (Τα οπωροφόρα της Αθήνας) με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο (Ο Εργένης), ενώ ο Μισέλ Φάις είναι από τους πιο σταθερούς συνεργάτες του, όπως ήταν κάποτε  ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Υπάρχουν κι άλλοι κινηματογραφιστές που γράφουν -ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο Λάκης Παπαστάθης, η Μαρία Γαβαλά, η Εύα Στεφανή- αλλά ο Παναγιωτόπουλος ισχυρίζεται πως δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες: «Είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο, γεγονός ιδιαίτερα απελευθερωτικό. Τηρουμένων των αναλογιών, πάντως, η μοναξιά του συγγραφέα μπροστά στην άδεια σελίδα, είναι όση κι η μοναξιά του σκηνοθέτη σ’ένα γεμάτο πλατό». 

Τι σκέφτεται στο  «Τίποτα» για το σινάφι του; «Η τέχνη του ήταν ένας κόσμος όπου μπορούσε να κολυμπάει πιο άνετα αλλά κι εκεί τα φουσκωμένα εγώ, οι ανταγωνισμοί, η μετριότητα που αλαλάζει, οι δήθεν καλλιτεχνικές συμπεριφορές, τον αηδίαζαν. Οι παράγοντες ήταν πιο άσχετοι κι από τους ίδιους τους ζωγράφους. Δεν υπήρχε μια ομάδα, μια παρέα, ένα έντυπο που μπορούσες να βασιστείς στη γνώμη τους. Οι ειδικοί, περισσότερο από τους άλλους, ήταν ανίδεοι. Είχε τη βεβαιότητα ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη και τον κόσμο ξεκίνησε από την κρίση στην τέχνη. Αν αυτοί που είναι η δουλειά τους δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το ωραίο από το άσχημο, πώς περιμένουν από τους άλλους να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό;».

Η έκδοση του βιβλίου θα τον βρεί σ’ ένα διαμέρισμα της Ηροδότου, κοντά στην Μαριάννα Σπανουδάκη πάντα, με τις έγνοιες που φέρνει η φθορά του σώματος συν τις οικονομικές που έφερε η κρίση. Ο Ζ. του βιβλίου του, δηλώνει «αριστεροδεξιός» και δείχνει να ντρέπεται, έτσι χωμένος που είναι στα δικά του βάσανα, βάσανα πολυτελείας σε σχέση με των διπλανών του. Ομως κι ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος αναρωτιέται: «Υπάρχει άνθρωπος μονάχα συντηρητικός ή μονάχα προοδευτικός; Προσωπικά, δεν έχω γνωρίσει κανέναν!». Στις τελευταίες εκλογές δεν πήγε να ψηφίσει. «Η πολιτική δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Οι άνθρωποι τα λύνουν. Κι όταν δηλώνουν πατριώτες όσοι έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, υπάρχει πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Αν δεν αλλάξουμε εμείς, δεν αλλάζει τίποτα. Βρίσκω ικανοποιητική τη στάση αξιοπρέπειας που κρατά η κυβέρνηση. Ομως, κακά τα ψέματα, όποιος είναι χωμένος μέσα στο πρόβλημά του, βλέπει αλλιώς. Κάποιος που πεθαίνει στον Ευαγγελισμό, χέστηκε για την κρίση...». 

Το "Τίποτα" (εκδ. Τόπος) θα κυκλοφορήσει την επόμενη Δευτέρα 30 Μαρτίου

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Βιβλίο / «Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Τι είναι το gaslighting; Το επίκαιρο και διαφωτιστικό δοκίμιο της Kέιτ Άμπραμσον αποτελεί μια διεξοδική, εις βάθος ανάλυση ενός όρου που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο και την ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Το woke στο «καναβάτσο»

Βιβλίο / Τι είναι τελικά το woke; Δύο βιβλία εξηγούν

Δύο αξιόλογα βιβλία που εστιάζουν στην πολυσυζητημένή και παρεξηγημένη σήμερα woke κουλτούρα κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, εμπλουτίζοντας μια βιβλιογραφία περιορισμένη και μάλλον αρνητικά διακείμενη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ»

Το πίσω ράφι / «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ». Ένα αριστούργημα. Δίχως υπερβολή

O Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ζωντανεύει την εκλεπτυσμένη βαρβαρότητα της αμερικανικής αστικής τάξης, το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου και μαζί τη διάλυση μιας κολοσσιαίας ψευδαίσθησης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Βιβλίο / Η Έλεν ντε Γουίτ έγραψε τον «Τελευταίο Σαμουράι». Χρειάστηκε 25 χρόνια για το νέο της βιβλίο

Η μυθιστορηματική περίπτωση της Ντε Γουίτ αποδεικνύει ότι οι καλοί συγγραφείς πάντα δικαιώνονται. Και το βιβλίο της «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί», τη σπάνια ευφυΐα της.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Προδημοσίευση / Μαρία Μήτσορα «Ζήτα Ήτα Θήτα»

Μια αποκλειστική πρώτη δημοσίευση από το εν εξελίξει βιβλίο «Ανθός ΜεταΝοήματος» της Μαρίας Μήτσορα, μιας αθόρυβης πλην σημαντικότατης παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνία, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη μέσα στο 2026.
THE LIFO TEAM
«Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το πίσω ράφι / «Πώς αλλάζει κανείς, πώς φτάνει σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του»

Το μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» της Έρσης Σωτηροπούλου είναι χτισμένο στην εικόνα της «μοναξιάς που μοιράζονται πολλοί άνθρωποι μαζί». Επανεκδίδεται σε λίγες μέρες από τον Πατάκη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μάργκαρετ Άτγουντ: «Δεν νομίζω να με αγαπούσε ο Πλάτωνας»

Βιβλίο / Μάργκαρετ Άτγουντ: «Δεν νομίζω να με αγαπούσε ο Πλάτωνας»

Μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής μας. Στη συνέντευξή της στη LifO δίνει (ανάμεσα σε άλλα) οδηγίες για το γράψιμο και τη ζωή, τη γνώμη της για τον Πλάτωνα αλλά και για την αξία των συμβολικών μύθων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Σεξ, (πολλά) ναρκωτικά και rock & roll με τον Μάρτιν Σκορσέζε

Βιβλίο / Σεξ, (πολλά) ναρκωτικά και rock & roll με τον Μάρτιν Σκορσέζε

Στο νέο βιβλίο του, που κυκλοφορεί δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ρόμπι Ρόμπερτσον, ο ηγέτης του θρυλικού συγκροτήματος The Band, μιλάει για όσα έζησε με τον διάσημο σκηνοθέτη και κολλητό του στο ηδονιστικό Χόλιγουντ της δεκαετίας του '70.
THE LIFO TEAM
Ο «Θάνατος του Βιργιλίου» και τρία ακόμα λογοτεχνικά διαμάντια

Βιβλίο / Ο «Θάνατος του Βιργιλίου» και τρία ακόμα λογοτεχνικά διαμάντια

Τα έργα-σταθμοί της λογοτεχνίας, από την υψηλή ποίηση μέχρι τη μυθοπλασία, ανέκαθεν αποτύπωναν τα ακραία σημεία των καιρών, γι’ αυτό είναι επίκαιρα. Παραθέτουμε τέσσερα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που βγήκαν πρόσφατα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ