TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915

 

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915

Από τα 12 χειρόγραφα τετράδια της αυτοβιογραφίας του παππού του, ο Βαγγέλης Πατρέλης αντέγραψε τις παρακάτω πρώτες αριστουργηματικές σελίδες.

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915 Facebook Twitter
Ο Δημήτρης Πατρέλης, όρθιος δίπλα στον βιολιτζή, σε καφενείο που είχε ανοίξει κοντά στην παραλία του 'Αγίου Ισίδωρου, στο Πλωμάρι.

"ΕΧΕΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με έναν Στάβερη που έχει γράψει ένα βιβλίο για τους αγώνες των οικοδόμων; Ο παππούς μου πρέπει να ήταν γνωστός ή φίλος του, τον ανέφερε συχνά και τον είχε σε εκτίμηση, νομίζω είχαν κάνει και εξορία μαζί".  Ο παππούς του Βαγγέλη, ο Δημήτρης Πατρέλης, και ο θείος μου, ο Ηλίας Στάβερης, ήταν πράγματι φίλοι και συναγωνιστές. Εμείς γνωριστήκαμε όταν ήταν πια αργά για να ρωτήσουμε τους ίδιους. Από τα 12 χειρόγραφα τετράδια της αυτοβιογραφίας του παππού του, ο Βαγγέλης αντέγραψε τις παρακάτω πρώτες αριστουργηματικές σελίδες :

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915. Θα 'μουνα τέσσερω -πέντε χρονών όταν για πρώτη φορά έβλεπα ψηλά πολύ στον καθαρό ουρανό ένα πολεμικό αεροπλάνο. Μια γριούλα που 'χε ακούσει το θόρυβο που 'ρχονταν από ψηλά , άρπαξε απότομα το χεράκι μου σέρνοντάς με σε κάτι χαλάσματα. Στον παλιό τοίχο είχε ένα μεγάλο κλήμα και στη ρίζα του δεμένη μια κατσίκα. Κάτσαμε σε μια πέτρα μεγάλη κι άρχισε να μου λέει,

" -Τα'αγιρουπλάνα Μητρελ, είνι πλιά μηγάλα μη μύτεις ζντηρένιες. Τα καβαλτσιέβουν αθρωπ π 'ρίχτουν φουτιές τσι κάφτουν τα χωριά."

[Τα αεροπλάνα Δημητράκη είναι πουλιά μεγάλα με μύτες σιδερένιες. Τα οδηγούν άνθρωποι που ρίχνουν φωτιές και καίνε τα χωριά.]

Το αεροπλάνο έκανε τη βόλτα του και ξαναπέρασε, αλλά αυτή τη φορά πολύ πιο χαμηλά. Η γριούλα φοβισμένη και ταραγμένη πολύ, λύνει γρήγορα την κατσίκα και χώνεται δίπλα μου. Όταν σηκώσαμε τα κεφάλια μας ρώτησα τη γριούλα,

" -Γιακί θεια έλσεις τη κατσίκα ?

-Κι έλσα μουρέλι 'μ, γιακί είνι καταραμένου ζο. Η κατσίκα είνι δίαβουλους μηταμορφωμένους. Η Χριστός μας άμα πήγει να χουθεί στνουράτς τουν έδιουξει."

[-Γιατί θεία έλυσες τη κατσίκα ?

-Την έλυσα μικρέ γιατί είναι καταραμένο ζώο. Η κατσίκα είναι διάβολος μεταμορφωμένος. Ο Χριστός μας όταν πήγε να χωθεί στην ουρά της τον έδιωξε.]

Στο μεταξύ της κουβέντας η κατσίκα είχε φάει το μισό τραχανά μιας γειτόνισσας, που 'χε απλωμένο σε 'να χαμηλό δώμα. Η γριούλα όμως επέμενε πως η κατσίκα λύθηκε μόνη της, τσιμπώντας και μένα στο χέρι να μη λέω αντίθετα και την φανερώσω και με το στόμα μου λέγε πως το αεροπλάνο ήταν Τούρκικο. Είχαμε πόλεμο με την Τουρκία, εμένα με πήρε ο πατριωτικός ενθουσιασμός που οι Έλληνες πολεμούσαν τους Τούρκους, άρπαξα μια πέτρα και την πέταξα με δύναμη προς τη μεριά που πέταξε το αεροπλάνο. Μετά μπήκα στο σπίτι μας έβγαλα ότι κουρέλια είχε η μάνα μου στην ντουλάπα κι άρχισα να τυλίγω τα πόδια μου παριστάνοντας έτσι το στρατιώτη.

Όλοι οι νέοι του χωριού μας είχαν επιστρατευτεί και μερικοί γύριζαν στο χωριό τραυματισμένοι και τους έβλεπα, λιγοστοί ήταν και λιποτάκτες. Φορούσαν μάλλινες χακί γκέτες, χακί ρούχα, γκιλότα και σακάκι και με το κρύο βάζανε τις χλένες τους που φτάνανε χαμηλά στα καλαμοπόδαρά τους, Τα παπούτσια τους ήταν χοντρά άρβυλα με πολλά καρφιά στις σόλες και στα τακούνια. Μερικοί είχαν και μαχαίρια απάνω τους για να λύνουν τις διαφορές τους. Ένας μεθυσμένος μια νύχτα χτύπησε τον πατέρα μου στην κοιλιά μια μαχαιριά που κόντεψε να τον σκοτώσει. Βδομάδες και μήνες τον τρέχαμε στους γιατρούς. Ο πατέρας μου είχε καφενείο τότε, μαλώνανε οι μεθυσμένοι, πήγε να τους χωρίσει και την έφαγε στην κοιλιά. Οι λίγοι παράνομοι που παραβίαζαν την αναρρωτική τους άδεια κι ένα – δυο λιποτάκτες τα βάζανε και με τα αποσπάσματα κι όταν συναντιόντουσαν έπεφτε και τουφεκίδι. Ένα νέο παλικάρι μια μέρα το σκότωσαν. Απόσπασμα χωροφυλακής μαζί με πολίτες του χωριού μας τον κυνήγησαν στο βουνό και τον ξεμπέρδεψαν. Τον δέσανε σκοτωμένο με ένα σκοινί σέρνοντάς τον στο δρόμο σαν ψόφιο σκυλί. Τον θάψανε στη θέση Λαγκάδα στον Αϊ Γιώργη. Κυριάκο τον λέγανε. Εγώ τους στρατιώτες που έρχονταν απ' το μέτωπο της Μικράς Ασίας στο χωριό μας τους αγαπούσα πολύ. Από το πρωί ως το βράδυ βρισκόμουνα μέσα στα ποδάρια τους. Αγκαλιάζονταν, τραγουδούσαν όμορφα τραγούδια του τόπου μας κα χόρευαν με τις ώρες.

Η μάνα μου με μάλωνε που γύριζα όλη τη μέρα ξοπίσω τους και άρχισε να συλλογιέται για το φέρσιμό μου. Μια μέρα που πέρναγε μια ηλικιωμένη γύφτισσα, τη σταμάτησε έξω απ' το σπίτι να δει τη μοίρα μου.

"-Γεια δες κυρά κοκόνα κ μοίρα του μωρού γιακί καταπώς πα τούτους θα φυγ' απ' τώρα στου στρατό."

Πήρε η γύφτισσα το χέρι μου, το άνοιξε, είπε στη μάνα μου να βάλει ένα φράγκο στη παλάμη κι άρχισε να λέει διάφορες προφητείες. Για μια στιγμή σταμάτησε, ξαναζήτησε ακόμα ένα δίφραγκο από τη μάνα μου λέγοντας της να σκύψει προς το μέρος της να της πει ένα μεγάλο μυστικό, ένα μεγάλο καλό λόγο για το υιό της. Σκύβοντας κι αυτή στ' αυτί της μάνας μου, αφού πρώτα πήρε το δίφραγκο, της είπε σιγά-σιγά λες και φοβόταν μην την ακούσουν κατάσκοποι της Τουρκίας

"-Ο γιός σου κυρά μου θα γίνει πολύ μεγάλος ... στρατηγός , να το θυμάσαι που στο λέγω εγώ !"

Η μάνα μου φανερά χαρούμενη για το καλό μαντάτο της γύφτισσας , μπήκε στο σπίτι , γέμισε ένα μεγάλο μπουκάλι λάδι και της το 'δωσε. Δεν ήταν μικρό πράμα να φανερώσει η μοίρα ένα τόσο λαμπρό μέλλον για το γιό της.

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915 Facebook Twitter
Το ίδιο μάλλον καφενείο, με τον μικρό Στράτο, τον γιο του Δημήτρη Πατρέλη.

Στο χωριό είχαμε δυο εκκλησίες. Την Αγία Τριάδα μέσα στην αγορά (Τσαρσί το λέγαμε εμείς) και την Υπαπαντή στην άκρη του χωριού που θάβανε και τους πεθαμένους. Στη γιορτή τους γίνονταν καλά πανηγύρια με πολύ κόσμο απ' τα γύρω χωριά , οι περισσότεροι Γεραγόντες και Πλωμαρίτες. Έρχονταν πολλές μουσικές, προπαντός της Αγ. Τριάδας. Ένα σωρό πραμάτειες για τα παιδιά, γλυφιτζούρια, χαλβάδες με σουσάμι πασπαλισμένοι, διάφορα ρουχαλάκια και στολισμένα ζώα με καινούρια χραμάκια που τα κάνανε καβάλα οι πανηγυριώτες. Από 'κει είχα ένα έσοδο. Μάζευα χορτάρι ξερό απ' τα κτήματα και το πουλούσα στους ανθρώπους που θέλανε να ταΐσουν τα ζα τους. Οι κομπανίες που παίζανε τα όργανα ήταν κοντά η μία στην άλλη, σχεδόν κολλητές όπως ήταν και τα καφενεία κολλητά. Τρόμπες, τρομπόνια, κλαρίνα, τούμπανα, βιολιά, σαντούρια, όλα μαζί παίζανε διάφορους σκοπούς αλλά οι χορευταράδες πήγαιναν τα βήματά τους με όποια μουσική έπαιζε πιο δυνατά. Γελούσαμε με την καρδιά μας όταν τους βλέπαμε να χορεύουν άλλο σκοπό από αυτό που διάταζαν στη μουσική του καφενείου που γλεντούσαν.

Πάντα όμως γίνονταν καυγάδες και χαλούσαν το πανηγύρι. Τις πιο πολλές φορές η αιτία ήταν η πρωτιά. Ποιος θα χορέψει πρώτος ! Εκεί απάνω για το ποιος έχει σειρά τσακώνονταν, χτυπιούνταν με τις καρέκλες, πετάγανε ποτήρια, σπούσαν τα κεφάλια τους και τελευταία δέρνανε τους μουσικούς σαν υπεύθυνους !.. Πολύ δύσκολη η δουλειά του μουσικού κείνα τα χρόνια. Ή έπρεπε να το λέει η περδικούλα σου και να μπαίνεις και συ στο καβγά ή να δέχεσαι την ταπείνωση από κάθε μεθυσμένο και να χάνεις και την καλλιτεχνική σου αξία. Εγώ πάντως και τα άλλα παιδιά περνούσαμε καλά, αυτές οι μέρες ήταν κάτι το ξεχωριστό για μας. Λίγο χαρτζιλίκι που κονομούσαμε, κάνα γλυκό και μεζεδάκια απ' τα τραπέζια που αρπούσαμε ή μας τα κερνούσαν, όταν μεθούσαν ήταν τα δώρα της χρονιάς. Παιχνίδια δεν μας αγόραζε ποτέ η μάνα μας. Άρπαγα καμιά φορά κάνα ξένο απ' τα χέρια των παιδιών κι έφευγα τρέχοντας. Μια φορά θυμούμαι ζήτησα την τόπα (μπάλα) ενός παιδιού κι επειδή αρνήθηκε να μου τη δώσει την έσπασα. Την τρύπησα μ' ένα καρφί, τη δάγκασα σα λυσσασμένο σκυλί και μετα την πέταξα στα κεραμίδια.

Ήταν το τρίτο ταξίδι του πατέρα μου στην Αμερική. Το πρώτο το 'χε κάνει λεύτερος και τ' άλλα δύο παντρεμένος. Πολύς κόσμος ταξίδευε τότε στο εξωτερικό για δουλειά. Δουλειές δεν υπήρχανε στον τόπο μας , η ζωή μαύρη κι άραχνη ! Ο παράς λίγος και για λίγους. Γι' αυτό τρέχανε οι άνθρωποι όπου άκουγαν το καλύτερο. Έφυγε το 1918 και γύρισε το 1921. Παλιά είχε πάει και στη Σμύρνη όπως και χιλιάδες άλλοι απ' όλη την Ελλάδα. Τώρα ήταν πόλεμος στην Τουρκία και φεύγανε αλλού όπου τους βόλευε.

Ήμασταν τρία μικρά αγόρια μια αδερφή που πήγαινε σχολείο κι ένα στην κοιλιά της μάνας μου όταν το 1920 μας πήρε από τα χεράκια η μάνα μας, εμένα και τον Βασίλη να μας πάει στο σχολείο. Είχα διαφορά με τον αδερφό μου πάνω από χρόνο. Μας έλουσε, μας έβαλε καθαρά ρουχαλάκια και μας παρουσίασε στο δάσκαλο. Ο μικρός ο Γιώργος ήταν ακόμα τριών χρονών. Το κοριτσάκι που είχε γεννήσει η μάνα μου θα ήταν κοντά ενάμιση χρονών. Ο δάσκαλος κράτησε τον Βασίλη, για μένα είπε να με πάει την άλλη χρονιά. Έκλεγα στον γυρισμό που δεν με κράτησαν στο σχολείο. Η μάνα μου με παρηγορούσε με τα καλά της λόγια.

"-Άιτε αμ , θα πας τη χρον τσι συ, τώρα κράξι του Βασίλ γιακί ήταν πιού μιγάλους. Μη κλαις τσι πρήζοτι τα μάκιας. Άιτε θα πάμε στου πουταμό να σ' πάρω φαγιά τσι κλουρ !"

Eίχαμε ξαναπάει πριν δυό χρόνια στο Πλωμάρι (αυτός ήταν ο "ποταμός") όλοι μαζί, για να βγούμε φωτογραφία να τη στείλουμε στον πατέρα μας που μας είχε πεθυμήσει. Είχε δανειστεί η μάνα μας καινούρια ρουχαλάκια και παπουτσάκια από μια κουμπάρα μας στη γειτονιά. Ο μοναδικός φωτογράφος τότε στο Πλωμάρι ήταν κοντά στην Αγία Παρασκευή στον Ταρσανά. Αργότερα φωτογράφιζε κι ο παπα Ευγένιος στο χωριό μου. Πήραμε τη φωτογραφία, η μάνα μου στον τελευταίο μήνα για να γεννήσει, μπήκαμε στην εκκλησιά της Αγ. Παρασκευής, ανάψαμε κεριά και λαμπάδα για να 'ναι καλά ο πατέρας μας στην Αμερική και συριανήσαμε όλο το τσαρσί και την παραλία της πόλης. Πολλά καλούδια μας πήρε η μάνα μας. Αγόρασε κουλούρια, μια οκά χάσικο ψωμί αφράτο, τυρί τουλουμίσιο, σταφύλια και μισή οκά κάστανα για το δρόμο. Ο δρόμος και η πλατειούλα ήταν πατωμένοι με πέτρες όμορφες, τα πολύχρωμα περιστέρια γύριζαν μέσα στα ποδάρια μας τσιμπώντας ότι έπεφτε απ' τα χέρια των ανθρώπων για να γεμίσουν την κοιλίτσα τους και κόσμος πολύς. Από τις πολλές φωνές δεν ξεδιάλεγες τίποτα ! Έμοιαζε η πλατειούλα σαν γλαρονήσι που ακούγονται μόνο τσιρίδες γλάρων. Είχε πολλά καφενεία όμορφα και μεγάλα. Ορισμένα απ΄ αυτά είχαν και καθρέφτες στα ντουβάρια τους και πιο ψηλά κάντρα με το πολεμικό μας Αβέρωφ, με τη γαινοβέφα, τους ευεργέτες της πατρίδας και ανάμεσά τους ο μεγάλος κυβερνήτης , ο Βενιζέλος. Μοσχοβολούσαν οι δρόμοι και η παραλία από ρακί, χταπόδι και καβαλίνες φρέσκες και ξερές. Η μυρουδιά του χταποδιού ήταν πιο δυνατή από τις άλλες. Το Πλωμάρι είχε πολλά καλά που δεν τα ΄χαμε εμείς στην Πλαγιά. Είχε μηχανές μεγάλες (λιοτρίβεια), είχε σαμπουλχανάδες με τεράστια καζάνια που ψήνανε το σαπούνι παλιότερα , είχε δύο ναυπηγεία που κάνανε καΐκια μικρά και μεγάλα και χώρια μικρότερα που κάνανε βάρκες. Τα μπακάλικα ήταν γεμάτα με τρόφιμα, και του πουλιού το γάλα που λεν. Και τι δεν είχε, ταραμάδες, ρόζα κόκκινη σαν μισό στραγάλι (μπρικ) βουβαρίσια , αρμυρά που σου ξεκολλούσαν τα ρουθούνια, κολιοί και σαρδέλες Καλλονής. Μας αγόρασε η μάνα και κυδώνια για το δρόμο γιατί τα κάστανα τα ΄χαμε φαγωμένα κι άρχισε η επιστροφή για το χωριό. Στο δρόμο μονολογούσε σαν να την έπιασε παραμιλητός. Μέτραγε με τα δάχτυλά της πόσα ξοδέψαμε κι έλεγε και ξανάλεγε

"-Πολλά, πουλά γρόσια φύγαν. Άιτε βγάλτι τα ξένα παπούτσια μη τα χαλάσιτι τσι πουρπακίτι να πάμε να ξησάμι του γαδούρ π'είνι απ'του πουρνό νησκό."

Ο γάιδαρος ήταν η παρηγοριά της. Μαζί κουβαλούσαν τα ξύλα, τα κλαδιά, μαζί τις ελιές όλο το χειμώνα και γι'αυτό φοβόνταν να μην αρρωστήσει και κόψει τα χέρια της όπως έλεγε. Μια φορά τον είδε στον ύπνο της να την παρακαλάει να του βράσει μια ρίγανη να πιεί να γίνει καλά που ήταν πολύ κρυωμένος. Αγαπούσε και την κατσίκα πολύ γιατί μας άφηνε το γάλα της και τα μικρά της κι όποτε βράζαμε κουκιά μας έστερνε να της δώσουμε το χυλό και ότι άλλο ήταν περίσιο για το δικό μας τραπέζι. Και τις κότες τις αγαπούσε αλλά πολλές φορές τις βλαστημούσε γιατί κουτσούλιζαν τις σκάλες. Τις γάτες δεν τις χόνευε καθόλου. Θα 'χε σκοτώσει τρεις-τέσσερεις στην πόρτα. Τις μάγκωνε με δύναμη, τις ζουλούσε στη κοιλιά με το φύλο της πόρτας πάνω στη κάσα και ξεψυχούσαν ..

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915 Facebook Twitter
Στο Κάιρo (δεξιά με τη ναυτική στολή), την εποχή του "κινήματος της Μέσης Ανατολής". Μετά την ένοπλη επέμβαση των 'Αγγλων και την συντριβή του κινήματος, 20.000 οπλίτες και αξιωματικοί του στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού είχαν κλειστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις ερήμους της Λιβύης και της Ερυθραίας. Μεταξύ αυτών κατά πάσα πιθανότητα και ο Δημήτρης Πατρέλης.

Τα φαγιά ήταν πολύ λιγοστά τότε. Κοτόπουλα και κρέατα ήταν πάρα πολύ αραιά στο τραπέζι. Θυμάμαι όταν γέννησε τη δεύτερη αδερφή μας βράσανε μια παχιά όρθα (κότα) και διάταξε τη μεγάλη μας αδερφή να μας δώσει ζουμάκι κι από λίγο κρέας να φάμε κι εμείς.

"-Δώς μουρη Ρηνέλ κουμακ ζμελ στα μουρά να πιούν τσιφτά, τσι κουμακ κριατέλ"

Δυο-τρεις μέρες κάθονταν στο κρεβάτι (στρώμα στο πάτωμα) και μετά έβγαινε στα βουνά για δουλειά. Όσο μεγαλώναμε , μεγάλωνε μαζί κι η όρεξη μας για φαγητό. Έπρεπε να βοηθούμε και μεις όσο μπορούσαμε στις δουλειές. Ο πατέρας μας έστελνε κάτι απ'την Αμερική αλλά η μάνα ποτέ δεν μας έλεγε την αλήθεια. Πάντα έλεγε λιγότερα απ' ότι έστερνε εκείνος. Ήθελε να αγοράσουμε ένα κτήμα που ήταν κοντά στο δικό μας για να βγάζουμε περισσότερο λάδι. Όταν έφευγε το πρωί στη δουλειά μας άφηνε στη μανή μας (γιαγιά). Λίγα κουκιά σ'ένα τσουκάλι, ψωμί κι ελιές τα παραδίναμε στα χέ ρια της γιαγιάς για να φάμε το μεσημέρι που θα γυρίζαμε απ'το σχολείο. Εκείνη τα ΄βραζε κι όταν γυρίζαμε πεινασμένα, καθόμασταν γύρω από μια μεγάλη μεσάλα κι άρχιζε ο ... πόλεμος ! Όταν καρφώναμε δύο και τρία κουκιά μαζί στο πιρούνι εκείνη μας αντικάρφωνε με το δικό της πάνω στα χέρια και φώναζε "-Ένα ένα κτσελ κακομαθημένα μουρά". Της πήρα δυο κυδώνια μια μέρα από το νταβάνι που τα κρέμαζε και μ'έκλεισε μια ώρα σε μια άδεια βκήνα για τιμωρία. Η μανή μας αυτή ήταν μάνα του πατέρα μου. Τσιμπούσε απ'τον τοίχο που ήταν ασοβάτιστος λίγο χώμα ή μια πράσινη πέτρα μαλακιά και το 'βαζε στο στόμα της. Το μάσαγε λίγο και κατόπιν το έφτυνε. Μας έλεγε πως της αρέσει η μυρουδιά και η γεύση.

Μια μέρα πήρα την απόφαση να ζητήσω παράδες απ'τη μάνα μου για να πάρω στφύλια όμορφα και μεγάλα που πουλούσαν στην αγορά. Τα έβλεπα και τρέχαν τα σάλια μου. Η μάνα μου ούτε να ακούσει τέτοιο πράμα. Άρπαζε το τσόκαρο και με κυνηγούσε. Πάλευε το μυαλό μου να βρει τρόπο να πάρω λίγα σταφύλια ... Ο καπνός τότε ήταν χύμα. Απ'όλα τα καφενεία πετούσαν τα αποτσίγαρα στο λαγκάδι το οποίο το καλοκαίρι ήταν πάντα ξερό. Βρήκα πακέτο καθαρό, μάζευα τα αποτσίγαρα , έκοβα την κάφτρα προσεκτικά βάζοντας τον καπνό μέσα. Όταν το γέμισα πλησίασα τον γέρο Καραφήλη.

-Θελς καπνό μπάρμπα ; τον ρώτησα.

-Για να τουν δω ρε. Τον πήρε χέρια του, τράβηξε λίγον απ'το πακέτο και τον μύρισε λέγοντάς μου

- Κι που τον ήβρεις ησύ ρε ;

-Τον ξέχασε ο πατέρας μου, του λέω, έχει κι άλλον στο σπίτι. Μου έδωσε καμιά οκά σταφύλια, έφαγα, φχαριστήθηκα, πήγα και στο σπίτι τα μισά. Είπα ψέματα στη μάνα μου πως με 'στείλαν σε δουλειά και με τα λεφτά που μου 'δωσαν τα αγόρασα.ησε να τον πλησάσω Ύστερα από δύο μέρες ξαναπήγα κοντά στο γέρο Καραφήλη και τον ξαναρώτησα αν θέλει κι άλλο καπνό. Με αγριοκοίταξε με τα κατακόκκινα τσιμπλιάρικά του μάτια, με άφησε να τον πλησιάσω αλλά εγώ κατάλαβα πως ήθελε να με πιάσει. Κάποιος με είχε δει και του το σφύριξε πως ήταν αποτσίγαρα ο καπνός που του 'δωσα.

Για κάμποσο καιρό δεν τον πλησίαζα καθόλου, φοβόμουνα το ξύλο.

Μια μέρα έφυγα από το πρωί με τους φίλους μου στη θάλασσα και γύρισα το μεσημέρι. Η μάνα μου είχε κλειστά στο σπίτι και τις δύο πόρτες. Η πείνα έτρωγε τα σωθηκά μου, καθώμουνα στο πέτρινο σκαλί και μυξόκλεγα. Μια καλή γειτόνισα, η θεία Περσεφόνη κατάλαβε τι με απασχολούσε και μου έφερε μια μεγάλη φέτα ψωμί με ελιές. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Σε λίγο φάνηκε και η μάνα μου με μια σκάφη ρούχα στον ώμο και ένα κουβά στο χέρι κι αυτόν βρεγμένα ρούχα. Απ'το πρωί έπλενε η κακομοίρα στο βόθρο (έτσι λέγαμε την τοποθεσία) και τώρα ξεβιδομένη απ' την κούραση έβλεπε εμένα να τρώω την κομάτα το ψωμί αμέριμνος. Άρχισε να φωνάζει και να βλαστιμά. Απόθεσε τον κουβά και την σκάφη καταγής, έβγαλε το τσόκαρο και άρχισε να με χτυπά όπου έβρισκε. Νόμιζε πως άνοιξα το σπίτι μας και πήρα το δικό μας ψωμί. Αγώνα κάνανε οι γειτόνισες να με πάρουν απ' τα χέρια της. Φώναζε η καημένη η Περσεφώνη "-Ειγώ μουρή Αμιρσούδ του δωκα του ψουμί του μωρού, μη το χκιπάς τσι 'νει κρίμα " Τέλος κατάλαβε το λάθος που έκανε και μ'άφησε. Μετά έλουσε το κεφάλι μου, μ' αγκάλιασε, με φίλησε και δάκρυσε για τις μελανιές που ΄χαν τα ποδάρια μου.

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915 Facebook Twitter
Δεξιά, ο Δημήτρης Πατρέλης, και αριστερά ο αδελφός του ο Γιώργος που κέρδιζε τη ζωή του παίζοντας κλαρίνο. Ο εγγονός του, ο Γιώργος Πατρέλης, επίσης μουσικός, παίζει κανονάκι στους "Ιχνηλάτες της παράδοσης".

Τα ταξίδια προς τη θάλασσα με τους συνομίλικούς μου της γειτονιάς, ήταν συχνά μέσα στα καλοκαίρια. Ότι βρίσκαμε μπροστά φαγώσιμα τα ριμάζαμε. Ώριμα κι άγουρα. Όταν έβαζαν τις φωνές οι περιβολάρηδες, πέφταμε καταλάγκαδα πού 'χε πολλά μεσοάγρια κλήματα πάνω στις λυγαριές και τρώγαμε αγουρίδες. Το στόμα μου από την πολλή ξυνίλα και στιφάδα μάζευε και γινόταν μικρό σαν δαχτυλίδι. Εκείνο που μας έδεινε λίγη παραπανίσια χαρά, ήταν οι πεθαμοί. Μόλις ακούγαμε την καμπάνα να χτυπάει πένθιμα για λείψανο, τρέχαμε στην εκκλησία να φορέσουμε για να σηκώσουμε τα εξαπτέρυγα. Καβγάδες κάναμε ποιος θα φορέσει πρώτος. Το δίφραγκο ήταν σίγουρο κι αν καμιά φορά ο πεθαμένος βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση έδιναν και τάληρο. Γι' αυτό και 'μεις παρακαλούσαμε να πεθαίνουν οι πιο παραλήδες. Ήταν και τα βαφτίσια ένα έσοδο. Όποιος προλάβαινε να σηκώσει την κολυμπήθρα, ήταν σίγουρος για το τάληρο. Οι άλλοι περιμέναμε του νουνού τη μαρτυρία. Καμιά φορά κάτι νονοί πλακατζήδες έβαζαν στο χέρι τους λίγα γρόσια (είκοσι παράδες) ή και πιο χοντρή μονέδα, πενήντα παράδες και τα πετούσαν ψηλά. Πέφταμε όλοι ο ένας πάνω στον άλλο για να μπορέσουμε να αρπάξουμε κάτι. Από μια τέτοια μάχη βγήκα μια φορά τραυματισμένος με μια τρύπα στο καλαμοπόδαρο. Μεγάλωσα και το σημάδι κάθεται στο τόπο του. Ένα πιο μικρό έσωδο ήταν και το ρεγάλο των νουνών τις δυό πασίμαδες μέρες της χρονιάς Χριστούγενα και Πάσχα. Φύλαγα το νουνό μου στα καφενεία πότε θα πάει σπίτι του για να πάω κι εγώ. Την έπαθα κανά δυό φορές γιατί χωρίς να σιγουρευτώ αν είναι στο σπίτι έβρισκα μόνο τη νουνά μου. Εκείνης το δώρο ένα κυδόνι ή ρόδι , αυτό ήταν. Παράδες δεν έδεινε ποτέ. Ενώ ο νουνός μου, μου έβαζε στο χέρι κοτζάμ τάληρο. Το άρπαγα, το έσφιγγα στο χέρι μου, φιλούσα το χέρι του και δρόμο για το σπίτι. Η χαρά βάσταγε ώσπου να ξοδευτεί το τάληρο. Μετά πάλι μέτραγα τις μέρες για τις επόμενες γιορτές.

Είχα μεγαλώσει κάμποσω και γύριζα ξεβράκωτος όπως τα περισσότερα παιδιά. Οι μεγάλοι που κάθονταν στα καφενεία για να γελούν μας έβαζαν να σηκώνουμε την μοναδική πουκαμίσα που φορούσαμε ως το κούτελο για να κάνουν χάζι βλέποντας τα χαλαμπαλίκια μας. "¬Σήκωσε, μου λέγαν, ρε Μήτρου του πκάμσου ήσιαμι του κούτηλο'ς να δούμι φτάν'; " Εγώ πρόθυμος γιατί πάντα ρίχναν κάνα γρόσι και έπερνα κουντουρίδια (χαρούπια) που ήταν γλυκά σαν μέλι.

Κάθε χρόνο το καλοκαίρι γινόταν ένα καλό πανηγύρι στον Άγιο Ισήδορο. Στήνανε πρόχειρα καφενεία για να μπορέσουν να ξεπερετίσουν τους ξένους ,κυρίως Γεραγότες που 'ρχόνταν καβάλα στα γαϊδούρια τους. Κι εδώ έρχονταν πολλές μουσικές και καμιά φορά και ζουρνάδες με ταβούλια. Ήταν καλό πανηγύρι με φαγοπότια πολλά. Φέρνανε μαζί τους μεζεδάκια, κεφτέδες, τυριά, ψάρια, αυγά, κοτόπουλα. Άπλωναν κάτι καταγής όταν δεν είχε τραπέζια άδεια και ξεφάντωναν. Όταν μεθούσαν πολύ πηγαίναμε κοντά τους και ανακατευόμασταν στις παρέες. Χορεύαμε μαζί τους, πίναμε και κάνα ρακί στα γρήγορα, αρπάζοντας διάφορα μεζεδάκια από μπροστά τους.

Μια χρονιά ένας χωριανός μου καφετζής μας φόρτωσε τραπέζια και καρέκλες να τα πάμε στον Άγιο Ισίδωρο για να στήσει πρόχειρο καφενείο. Μας έταξε από ένα δίφραγκο στον καθένα να τα πάμε και να τα φέρουμε πίσω στο χωριό σε δρόμο κοντά μισή ώρα. Στράβωσε ο λαιμός μου από το βάρος του μεγάλου τραπεζιού που σήκωνα στο κεφάλι. Εκείνη τη μέρα έκανε πολύ νερό και χάλασε το πανηγύρι. Όλοι ζημιώθηκαν κι άλλοι έχασαν και τις καρέκλες τους. Περιμέναμε για το δίφραγκο στη πόρτα του καφενείου σαν γυρίσαμε στο χωριό, αλλά τίποτα. Ο καφετζής μας είχε τάξει ξεχωριστά κι από ένα λουκούμι. Το λουκούμι μας το έδωσε, το δίφραγκο όμως όχι. Φωνάζαμε, τσιρίζαμε για το άδικο που μας έκαναν, μέχρι που δεχτήκαμε στα κεφάλια μας ένα μαστραπά νερό ! Από τότε όπου με στερναν για χουζμέτι (θέλημα) γύρευα τον παρά μπροστά.

Όταν έβρισκα ευκαιρία πήγαινα κι έκανα παρέα μια γυναίκα τρελλή. Με συμπαθούσε γιατί την πρόσεχα πολύ. Μικροί και μεγάλοι την πείραζαν αναγκάζοντάς την να βλαστημάει και να πετά πέτρες. Εγώ τη λυπούμουνα και γι'αυτό δεν της έλεγα ποτέ κακιά κουβέντα. Έτσι σιγά-σιγά μ'εμπιστεύονταν κι έμπαινα στην αυλή του σπιτιού της κάνοντάς την παρέα. Λέγανε ο κόσμος πως όταν ήταν νέα ,ήταν μορφοκοπέλα και πως έπαθε από έρωτα. Όταν ήταν καλές οι μέρες και δεν είχε πολύ αέρα, άναβε φωτιά στην αυλή. Έψηνε κυδόνια που τις έδεινε ο κόσμος και κάνα κάστανο όταν είχε. Κυδόνια ψητά μου 'δεινε και μένα πάντα αλλά μια βραδιά ήταν πολύ γλυκομίλητη μαζί μου και ήθελε να με περιποιηθεί ιδιαιτέρως. Πήρε μια καθαρή κεραμύδα που βρισκόταν δίπλα της, έβαλε το ψημένο κυδόνι απάνω και μου το πρόσφερε. –Φάτου Μητρέλ' μου 'πε, είναι καλοψημένου. Τρώγωντας εγώ το κυδώνι, εκείνη μου 'λεγε για τον αραβωνιαστικό της.

-Θα 'ρχόταν ,λέει, από την Κωνσταντινούπολη και θα της έφερνε τα καλά του κόσμου, μαζί και δυο Χανούμισες για ξεχωριστό δώρο, να την κάνουν μπάνιο, να της χτενίζουν τα μαλλιά και να την αλίβουν αρώματα. Όταν σταμάτησε τι μου κατέβηκε να την ρωτήσω στα καλά καθούμενα, γιατί την λένε τρελλή. Η ησυχία με ενοχλούσε, κάτι έπρεπε να πω και γω. Αυτή τόση ώρα μου 'λεγε για τον αρραβωνιαστικό της. Άνοιξα το στόμα μου και την ρώτησα :

-Γιακί θεια Ρηνιώ σιλεν τρελή ; Αμέσως αγρίεψε και με μια γρήγορη κίνηση μ'άρπαξε απ'τα χαμνά. Μου τα'σφηξε πολύ δυνατά, τρελάθηκα στον πόνο. Φοβήθηκα πολύ. Πρόλαβα κι έβαλα μια άγρια φωνή ζητώντας βοήθεια. Σωτήρας μου ήταν ο νυχτοφύλακας του χωριού που κείνη τη στιγμή πέρναγε απ'έξω. Ένας αδύνατος ηλικιωμένος άνθρωπος που όταν περπάταγε με το κουτσό του ποδάρι, έγερνε μονόπαντα. Φόραγε σαλβάρια με πουκάμισο κουμπωτό ως το λαιμό κι ένα σκούφο στο κεφάλι παλιό. Φύλαγε το χωριό τις νύχτες. Άναβε τα φανάρια από βραδύς για να βλέπουν οι άνθρωποι να πηγαίνουν στα σπίτια τους αφού πρώτα καθάριζε τα λαμπόγυαλα και τους έβαζε πετρέλαιο. Μόνιμα στις βόλτες που έκανε στα σοκάκια του χωριού κρατούσε μια γερή κληματζούρα στο χέρι για να φοβερίζει τα άτακτα παιδιά. Τον είχαν και σαν παιδονόμο. Τον πειράζανε τα παιδιά. Του τραβούσαν τη σκαλίτσα τα βράδια που άναβε τους φανούς και γω από μακριά όταν τον έβλεπα παρίστενα τον κουτσό όπως ακριβώς κούτσενε και κείνος.

Μ'άρπαξε από τα χεριά της τρελής βγάζοντας με στο δρόμο. Με απόθεσε σ'ένα παιζούλι και με πολύ αυστηρή φωνή μου ΄πε :

- Άμα δεν ημ ηγώ μαϊμού θα συ σπατσάρζη η ξλουμεν'. Αλ' φουρά να μη συ ξαναδώ τσι κτσενς, τσι μυ κουρουιδευκς.

- Όχι, λέω, μπάρμπα Δημήτρη (έτσι τον λέγαν) κι όταν χωρίσαμε κι απομακρύνθηκα λίγο του φώναξα να με δει πως κάνω το δικό του κούτσαμα.

Δυο, τρεις χρονιές τα καλοκαίρια πέρασα στην εξοχή μαζί με τη γιαγιά μου, τη μάνα της μάνας μου. Είχα το όνομα του παππού μου και μ'αγαπούσαν πολύ. Το κτήμα του παππού μου είχε πολλές μορφιές. Είχε απ'όλα τα φρούτα, αχλάδια, κυδόνια, ρόδια, σύκα, σταφύλια και βύσινα. Είχε κι ένα περιβόλι στην κατηφόρα του βουνού με πολλά λαχανικά, λουλούδια, κρύο νερό και πολλά πουλιά. Είχε μπόλικο γάλα, αυγά και ψωμί κι όταν καμία φορά έρχοταν ο παππούς μου από τη θάλασσα μας έφερνε και φρέσκα ψάρια. Το ντάμι είχε ένα χαμηλό πάτωμα από ξύλα, δίπλα ένα σοφά κι αποκάτω η πακή για τις ελιές. Είχε πολλά δίχτυα στο μισό σουφά, σκοινιά, φελούς και μολύβια. Είχε ένα τζάκι για ζεστασιά και μαγείρεμα, δυο-τρια αρμάρια για τρόφιμα και πιο ψηλά στα ντουβάρια, αράδα πολλά εικονίσματα με το καντηλάκι στη μέση μπροστά στην εικόνα του Χριστούλη. Στα ξύλα της σκεπής που δεν ήταν και πολύ ψηλή, καρφωμένα μεγάλα καρφιά για να κρατούν τους σοφράδες με τα τρόφιμα. Στη μέση της σκεπής ήταν κρεμασμένο με δυο σύρματα ένα σανίδι χοντρό που σήκωνε τα ψωμιά που τρώγαμε. Από τις άκρες του σανιδιού είχε πάντα δυο μεγάλα ποντικάγκαθα για να μην μπορούν να περνάνε τα ποντίκια. Σ'ένα ντουλάπι χαμηλό βρίσκονταν και μια παλιά πιστόλα που τη συμπαθούσα για την ιστορία της. Την είχε πάρει ο παππούς μου μαζί με δυο μαχαίρια μεγάλα από ένα Τούρκο ληστή που τον είχε σκοτώσει στα παράλια της Τουρκίας κοντά στα Μοσχονήσια.

Πήγε ο Τούρκος να πατήσει τη βάρκα του παππού μου για να του πάρει ότι λεφτά είχε και πιάστηκαν στα χέρια. Ήταν και οι δύο θηρία ανήμερα. Πάλεψαν πολύ ώρα ώσπου κατάφερε ο παππούς μου να τον ρίξει στη θάλασσα. Χτυπόντας τον στο κεφάλι με το διάκι του τιμονιού, τον τελείωσε. Πήρε τ'άρματα του, έκανε πανί για το νησί μας κι εγώ τώρα έπαιζα μ'αυτή την παλιοπιστόλα του Τούρκου ληστή. Είχε πολλά κατορθώματα στη ζωή του, απ'ότι έλεγε ο κόσμος. Μια φορά μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, σύκωσε με τα δόντια του ογδόντα οκάδες αλάτι. Εγώ τον έβλεπα που έσπαγε τους δαυλούς πάνω στα γόνατά του και τα φόρτωνε στο γάιδαρο. Μέχρι που πέθανε γέρος περπατούσε στητός σαν λαμπάδα.

Πρωτάνοιξα τα μάτια μου σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης τον Οκτώβριο του 1915 Facebook Twitter
'Ορθιος, κάτω από τη λέξη "Ειρήνη", έχοντας μπροστά του την κόρη του.

Η γιαγιά μου, μια μικροκαμωμένη γυναικούλα από ψαράδικη οικογένεια κι αυτή σκέτο ατσάλι. Από το πρωί πηγαινοερχόταν σαν σαΐτα στην κρεβατή. Όλα τα προλάβαινε. Μαγειρέματα, ζήμωμα, σκάψιμο, σκάψιμο στο περιβόλι, κατσίκες, κότες, σκυλιά, καθαριότητα όλα απ'τα μικρά χεράκια της βγαίναν. Το μόνο που τη βασάνιζε όσο περνάγαν τα χρόνια ήταν η καμπούρα που σήκωνε στην πλάτη της. Αυτή την ανάγκαζε να 'ναι σκυφτή συνέχεια. Τραγουδούσε τόσο όμορφα και γλυκά όλους τους παλιούς σκοπούς που όταν την άκουγα χαιρόμουνα πολύ. Την βοηθούσα κι εγώ όταν έμενα κοντά της σε πολλές δουλειές. Κουβάλαγα χλωρά και ξερά κλαδιά απ'τα ρουμάνια να τρων τα ζα και η φωτιά, μάζευα σύκα που τα κάναμε απλωταριές για να ξεραθούν να 'χουμε το χειμώνα, κάναμε τον τραχανό μαζί κι όταν έρχοταν ο καιρός που λάζονται οι κατσίκες τις πήγαινα στον τράγο μισή ώρα αλάργα. Η τελευταία δουλειά ήταν και η πιο δύσκολη ! Τρέχαν οι κατσίκες για το γαμπρό στην κατηφόρα σέρνοντας πολλές φορές κι εμένα στο χώμα. Δεν μπορούσα να τις κουμαντάρω γιατί δεν είχα δύναμη μεγάλη να τραβώ τα σκοινιά προς τα πίσω. Τα χέρια μου ακόμα ήταν αδύνατα κι άψητα. Πολλές φορές γύριζα τραυματίας στα χέρια και στο πρόσωπο με γδαρσίματα μικρά και μεγάλα. Η γιαγιά μου με παρηγορούσε λέγοντάς μου πως "Θα λαστούν γλήγουρα οι διουλοκατσίκες κι θα γλητώσω το πάνι τσι έλα στα Λγαρίδια" (τοποθεσία που ήταν οι τράγοι). Για να μην μολυνθώ όμως από τα γδαρσίματα, πάντα τα έπλενε με μπόλικο ξύδι. Όταν ψόφησε η σκύλα που ΄χαμε ,η καλή μας Μπέλα όπως τη φωνάζαμε, κλαίγαμε και οι δυό μας. Ανοίξαμε ένα βαθύ λάκο σε μια πεζούλα, την παραχώσαμε και πρωτού γυρίσουμε στο ντάμι, η γιαγιά μου έκανε ένα σταυρό από δυο δαυλάρια και τον κάρφωσε στον τάφο της Μπέλας.

Μια μέρα σκουπίζοντας η γιαγιά μέσα στο ντάμι, πρόσεξε στο γιατάκι των μικρών γατιών, φτερά πέρδικας. Την έπιασε συλλογή. Ήταν φανερό πως η γάτα ταχτικά μαζί με τις σαύρες, τα ποντίκια, τα φίδια, τα πουλιά έπιανε και πέρδικες στο ύψωμα του βουνού τις νύχτες. Ήταν πολύ κυνηγιάρα και σκέφτηκε η γιαγιά πως θα τρώμε εμείς τις πέρδικες αντί να τις τρώνε τα γατιά. "-Τα κατιά , έλεγε, τρων τουν αγλέγουρα, τσι κάθε πουρνό τους βάζω τσι μια ξτέλα κυρόγαλο τσι πίνουν". Έφραζε λοιπόν κάθε βράδυ που πέφταμε για ύπνο, μια μικρή στρογγυλή τρύπα της πόρτας και όταν γύριζε η γάτα με το κυνήγι στο στόμα τις νύχτες αναγκαζόταν να νιαουρίζει και να κάνει θόρυβο. Ξύπναγε η γιαγιά κι έπαιρνε την πέρδικα .Φάγαμε πολλές φορές με ντοματίτσα περδικούλες. Μια μέρα όμως τα χρειάστηκε η γριά. Αντίς για πέρδικα έπιασε στα χέρια της ένα μισοζώντανο φίδι. Πάγωσε απ'το φόβο της. Φώναζε να της δώσω τον αγιασμό που 'χε κοντά στα εικονίσματα για να πιεί να συνέλθει. Ξέφραξε την τρύπα που 'ταν το πέρασμα της γάτας, έβγαλε τα γατιά έξω κοντά στο φούρνο και κει τώρα τρώγανε ότι τους κουβαλούσε η μάνα τους.

Δίπλα στο ντάμι ήταν κολλητός ο φούρνος κι από την άλλη πλευρά κολλητό ένα μικρό ντάμι για τις κατσίκες και τις κότες. Όταν χάλαγε ο καιρός ερχόταν κι ο παππούς μου από το γυαλό κι έμενε μαζί μας ώσπου να ηρεμήσει η θάλασσα να πάει πάλι για ψάρεμα. Όλες τις ημέρες ασχολούταν με δουλειές μέσα στο κτήμα. Πεζούλες, χαλάστρες, κλαδέματα, όλα ο ίδιος τα έκανε. Στο χτίσιμο τον βοηθούσα και γω κουβαλώντας χαμόβολα και μικρές πέτρες. Μου 'λεγε καμιά ιστορία απ' τη ζωή του και γω καμάρωνα για τα κατορθώματά του.

Η εξοχή ήταν καλή αλλά βάσταγε λίγο. Ένα βραδάκι που τρώγαμε με τη γιαγιά μου στην αυλή, ακούσαμε απ'το απέναντι μέρος μια δυνατή φωνή της Βάγιας, μιας ανεψιάς του παππού μου.

- Ε, Θεια Ρηνιώ ! Ου Θεια Ρηνιώωω ! Του κουπελούδ τσ' Αρμεσουδιούς απέθανε ε ! Το άσχημο χαμπάρι ήταν για τη μικρή μου αδερφή , το Πιλέλ όπως τη φωνάζαμε. Έχασα τα πασχάλια μου ! Με πείραν τα κλάματα κι άδικα πάσχιζε η μανή μου να με μοιρώσει ! Ήταν το πιο μικρό παιδι στην οικογένεια μας αλλά και πολύ βασανισμένο. Ίσα-ίσα περπατούσε βαστόντας τα ντουβάρια των σπιτιών. Όλη μέρα μες τα χώματα, μες τις λάσπες, έτρωγε από κάτω ότι έβρισκε και έπαθαν τα αντεράκια του. Η μάνα μου έφευγε το πρωί και γύριζε το βράδυ στο σπίτι κι έτσι το παιδί χάθηκε χωρίς να το καταλάβουμε και να το χαρούμε σαν παιδάκι. Από καιρό ήταν άρρωστο το μωρό αλλά η μάνα μου δεν το απφάσιζε να το πάει στο γιατρό. Της λέγανε οι γειτόνισες πως με τις μέρες θα περάσει, δεν είναι τίποτα και πως όλα τα παιδιά αρωσταίνουν. Να μην τρέχει εδώ κι εκεί και πληρώνει γιατρούς, παρά να κάνει ζεστά πολλά να το ποτίζει πρωί και βράδυ. Φύγαμε πρωί-πρωί με τη μάνα μου για το χωριό για να προλάβουμε την κηδεία. Το θάψαμε αλλά εγώ δεν ξεκόλαγα από τον τάφο του. Κρατούσα ένα χαμαλί που μου 'χε η μάνα μου στο στο λαιμό κι έκλεγα απαρηγόρητα, ώσπου σκοτείνιασε. Ψυχή δεν βρισκόταν κοντά στο νεκροταφείο, άρχισαν να φωνάζουν οι κουκουβάγιες γύρω-γύρω στα δέντρα, φοβόμουνα και τους πεθαμένους με τους σταυρούς, πήδηξα το ντουβάρι κι έτρεξα για το σπίτι μας. Ούτε που ξαναγύρισα να δω πίσω. Μόνο μέρα όταν περνούσα απ'το νεκροταφείο πήγαινα κι έβλεπα τον τάφο της αδερφής μου.

Έκατσα ακόμα τρεις βδομάδες στην εξοχή και μετά ξαναγύρισα στον χωριό. Βοηθούσαμε τη μάνα μας στις δουλειές, βγαίναμε στους δρόμους και μαζεύαμε καβαλίνες κι όταν γινόταν πολλές τις πηγαίναμε στα περβόλια να τις κάνουμε ανταλλαγή με ζαρζαβατικά. Ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, όλο και κάτι κονομούσαμε. Μας έγραψε ο πατέρας μας από την Αμερική πως σε λίγο καιρό θα γύριζε στο χωριό. Είχε βαρεθεί κι αυτός τόσα χρόνια ξενητιές. Όλοι είχαμε χαρά μεγάλη. Πέρασαν κανά δυο μήνες κι ένα μεσημέρι μας φώναξε ένας γείτονας.

-Αμυρσούδ ε ! Αμυρσούδ έβγα μουρή , τα σχαρήτσια ! Η Στρακή 'γς ήρτει ! Βγάτι όξου.

Πεταχτήκαμε όλοι στο δρόμο. Χαρές, αγκαλιές, φιλήματα, κρεμαστήκαμε όλοι πάνω του. Εκείνος μας σήκωνε ψηλά και γελούσε από ευχαρίστηση που μας έβλεπε μεγαλωμένους όλους. Μόνο για την Πηλιώ μας είπε

-Κρίμας το μουρό. Η μάνα μου κατάλαβε τη στεναχώρια του και τον παρηγόρισε

-Δε πειράζ Στρακή γ, ειμείς να μαστε καλα τσι μουρά κάνουμει.

Δύο χαμάληδες από το Πλωμάρι με τις χαμαλίτσες στον ώμο (ένα είδος σαμάρι) ξεφορτώθηκαν ένα μεγάλο μπαούλο μεταλικό και δυο πέτσινες βαλίτσες που τα έφεραν περπατόντας τόσο δρόμο. Τους κέρασε η μάνα μου γλυκό και νεράκι, ευχήθηκαν το καλός τον δεχτήκαμε, πείραν τον παρά στο χέρι κι έφυγαν από κει που ήρθαν. Ήρθαν πολλοί γειτόνοι και παιδιά ξένα στο σπίτι και η μάνα μου γελαστή άκουγε τα πενέματά τους για τον πατέρα μου. Είχε κανονικό σώμα, λίγο προς τους κοντούς ανθρώπους, μαύρο μουστάκι και ντούρο κορμί. Θα ταν ως 42 χρονών. Φύγανε οι ξένοι και μείνανε ένα-δυο συγγενείς και η δική μας οικογένεια. Απ' όλα τα καλά είχε φέρει στο σπίτι. Καπνιστά κρέατα, παστουρμάδες, λουκάνικα, τυριά μήλο (κεφαλοτύρι) κασέρι και πολλά γλυκά. Έβγαλε η μάνα μου τη μεγάλη καινούρια μισάλα την άπλωσε καταγής κι έφερε καινούριες φαντές πετσέτες που ποτέ δεν τις είχαμε δει. Έβαλε τα φαγιά με μια μεγάλη τσανάκα σαλάτα κι αρχίσαμε να τρώμε. Έμεις είχαμε φάει για μεσημέρι λίγο πιο μπροστά ένα τέστο μελιτζάνες καβουρμά (γιαχνί) αλλά τώρα ξανατρώγαμε μαζί με τον πατέρα μας, δεν ήταν σωστό να τον αφήναμε μονάχο στο τραπέζι. Του στρωσε η μάνα μου να ξεκουραστεί λίγο στον οντά. Εμείς βγήκαμε όξω να μην τον ενοχλούμε και σε κανά δυό ώρες ξαναγυρίσαμε σπίτι να δούμε τώρα που θα άνοιγε το μπαούλο και τις βαλίτσες τα καλά που μας είχε φέρει από την ξενητιά. Ήμασταν όλοι ανυπόμονοι. Τώρα τον βλέπαμε ακόμη πιο όμορφο. Μάτια μεγάλα σαν του αρχαγγέλου που 'χε στην εκκλησιά, στο χέρι δυο δαχτυλίδια και βέρα χρυσά, στην τσέπη του γελέκου του ρολόι και αλυσίδα που αστράφταν και προπαντός όμορφο μουστάκι στριμένο προς τα πάνω τσιγκέλι. Μας είχε φέρει ολονών κουστουμάκια, καπέλα, παπούτσια, μποτίνια, παλτουδάκια και χώρια της μάνας μου και της αδερφής μου ακόμα πιο πολλά πράγματα.

Στο τσαρσί σαν κατέβηκε έκατσε με τους φίλους του και μεις καμαρώναμε τον πατέρα μας που τον καλοσώριζαν όλοι οι χωριανοί. Δεν ξεκόλούσα από κοντά του. Έκανα χάζι να τον ακούω να μιλά με κάτι άλλους που πήγαν κι αυτοί προ χρόνια στην Αμερική τ'αμερικάνικα. Όλοι ξέρανε λίγες κουβέντες μισές και μισοκούτελες όπως "γκουτ μπάη", "θένκιου", "Τσάλη". Ο πατέρας μου πουλούσε παγωτά στην Αμερική.

Η μάνα μου για το βραδινό φαγητό έσφαξε ένα μεγάλο κόκορα που είχαμε και ο παππούς μου που 'μαθε τον ερχομό του γαμπρού του έστειλε στο σπίτι δυο ψάρια μεγάλα κι ένα αστακό. Το βράδυ φάγαμε λίγο αργά. Το μεσημεριανο φαγητό είχε χωνέψει από ώρες.

Κάθε μέρα καλοτρώγαμε, πηγαίναμε στο ψάρεμα, στο κυνήγι, ήταν ότι ζητούσαμε. Ότι είχαμε στερηθεί, τα βρίσκαμε τώρα μπροστά μας και με το παραπάνω. Η μάνα μου είχε σταματήσει να βλαστημά, ήταν ήρεμη, μας μιλούσε για τις καλές μέρες που θα 'χαμε μπροστά μας, για τα δολάρια που 'χε φέρει ο πατέρας μας και θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα κτήμα καλό τώρα.

Δεν είχε περάσει σωστός μήνας κι ο πατέρας μας αποφάσησε να γίνει επαγγελματίας. Φώναξε ένα φίλο του μαραγκό για να χωρίσει το κατώι του σπιτιού μας στη μέση. Από τη μια θα ήταν ο γάιδαρος, η κατσίκα, η πακή με τις ελιές ,δυο κούπια λάδι κι ο απόπατος και από την άλλη το μπακάλικο με την εσωτερική σκάλα του σπιτιού. Στη μέση θα 'χε μια πορτίτσα μικρή για να μπαινοβγαίνουμε για τις δουλειές μας και για κατούρημα. Σε δυο βδομάδες είχαν γίνει το χώρισμα και τα ράφια κι άρχισαν οι παραγγελίες στη Χώρα που θα μας έφερναν οι αραμπατζήδες. Όσπρια, ζυμαρικά, ρύζι, ζάχαρη και ότι χρειάζεται ένα μπακάλικο. Είχε αρχίσει το μάζεμα της ελιάς και η δουλειά πήγαινε μια χαρά. Το μαζούλι μεγάλο. Όλος ο κόσμος δούλευε στα βουνά κι όλοι ψώνιζαν αβέρτα. Ξοδεύαμε πολλά όσπρια προπάντως φασόλες, ρέγγες κι αρμυρά και μπόλικο ρακί. Όλοι πίνανε τα βράδια που γύριζαν απ'τη δουλειά, στα καφενεία και στα μπακάλικα.

Ήρθε η άνοιξη, οι ελιές είχαν τελειώσει, τα κλαδέματα και σκαψίματα ήταν λίγα και πολλοί ετοιμάζοταν να φύγουν στην ξενιτιά. Παντού τραβούσαν. Οι πιο μεγάλοι για την Καβάλα, για τα καπνοχώρια, για οικοδομές και οι πιο μικροί για Πειραιά και Αθήνα σε διάφορες δουλειές στα μαγαζιά (...)

Τώρα ξαναδοκίμασε την τύχη του σε καφενέ. Ήταν μέσα στο τσαρσί στο ισόγειο ενός σπιτιού. Είχε φτώχεια μεγάλη παντού. Ο παράς ήταν λίγος και για λίγοι. Όλοι φεύγανε για τις ξενιτιές, ακόμα και οι λίγοι πρόσφυγες που είχαν από την καταστροφή της Μικράς Ασίας εγκατέλειπαν το χωριό. Απέναντι απ'το καφενείο μέσα στο κατώι ενός σπιτιού ήταν ένας τσαγκάρης με βαριά κουτσαμάρα. Πάντα στο κεφάλι του φόραγε ένα σκούφο ανατολίτικο στη ζέστη και στην παγωνιά, ποτέ δεν τον έβγαζε. Το κεφάλι του το κούρευε με ψιλή μηχανή. Μπάλωνε παπούτσια, έκανε τσόκαρα για τις γυναίκες, σαμάρια για τα γαϊδούρια και όταν μεθούσαν οι άνθρωποι κι έρχονταν σε κέφι τους έπαιζε βιολί. Τα σπίρτα τα έκοβε στη μέση με τη φαλτσέτα για να πληθαίνουν. Όλοι οι ζητιάνοι και οι περίεργοι που πέρναγαν απ'το χωριό σ'αυτόν πηγαίναν. Ακόμα και κανένας ξένος βουβός όταν λάχαινε, στον Μπεκρή πήγαινε. Μ'όλους αυτούς ήξερε να συνωγιέται. Τους βοηθούσε σε ότι θέλανε και πολλές φορές τους έκανε και προξενιά με χωριανές μας κοπέλες, έτσι για να γελούμε. Πέρναγε από τη μύτη του σπάγγους και τους έβγαζε απ'το στόμα. Με ένα ραβδί γυριστό στην μία άκρη τσάκωνε τους ανθρώπους που δοκίμαζαν να τον κοροϊδέψουν και τον μεγάλο του γιο όταν δεν άκουγε τις συμβουλές του. Απ'τη μέση του κορμιού του και απάνω είχε δύναμη ταύρου. Από τη μέση και κάτω δυο αδύνατα ποδάρια σκεπασμένα με το σαλβάρι που φορούσε. Όταν έπινε νερό το καλοκαίρι άδειαζε ολόκληρο κουτρόλα στο στομα του (κουτρόλα λέγαμε το κουμάρι χωρίς χέρι). Εγώ γελούσα πολύ με τα καμώματά του, προπάντως όταν αγκάριζε κάνοντας τη φωνή των γαϊδάρων, τη φωνή των πουλιών, της κατσίκας και πολλά άλλα. Τα ζωντανά που πέρναγαν έξω απ'το τσαγκαριό, στέκοταν όταν άκουγαν τη φωνή του.

Ο καφές λίγο-λίγο από μισή δραχμή σκάλωσε στη δραχμή. Πολλοί το συλογιόνταν να τον πιουν. Ένας γέρος όταν του 'πα πως ο καφές έχει μια δραχμή, σήκωσε το ραβδί του να με χτυπήσει λέγοντας:

-Τι λες ρε παλιουμουρό ; Οι γαϊδάροι τις κλάνουν τις δραχμές ; (...)

Δημήτρης Πατρέλης

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ