Τα αναμνηστικά και η ζωή που τρέχει

Τα αναμνηστικά και η ζωή που τρέχει Facebook Twitter
Τα κατάλοιπα των «ηρωικών εποχών» της πολιτικής είναι ο κόσμος που θα στηθεί στην ουρά για να ψηφίσει αρχηγό της κεντροαριστεράς. Οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι, θα προτιμούσαν να κάνουν άλλα πράγματα.
2

Έξω από τα πρακτορεία στοιχημάτων συναντώ συχνά κάποιους που μπορούν να θυμηθούν έναν προς έναν τους παίκτες της Εθνικής Αργεντινής του 1970 ή να διηγηθούν τις περιπέτειες της ζωής ενός προπονητή μιας ομάδας της β' εθνικής πριν από είκοσι χρόνια. Αυτές οι ζωντανές εγκυκλοπαίδειες των ποδοσφαιρικών μυστικών είναι σαν να κινούνται σ' έναν παράλληλο χρόνο: αποσύρονται αστραπιαία από το παρόν, ταξιδεύοντας στα μυθικά χρονικά της νιότης τους, για να επιστρέψουν πάλι στα σημερινά αθλητικά πρωτοσέλιδα, βρίζοντας κάποιον παράγοντα ή τον «άχρηστο» παίκτη της μέρας.


Ε, λοιπόν, κάπως έτσι πιστεύω πως βλέπουν τις πολιτικές μας λογοδιάρροιες οι νεότεροι. Τα ονόματα, τα ιδεολογικά λεξιλόγια, ο εξωτισμός των μακρινών γεγονότων, όλα αυτά πρέπει να ηχούν παράξενα στ' αυτιά τους. Δεν μπορεί να γίνουν κατανοητά για όσους δεν τα νιώθουν και ούτε αισθάνονται την ανάγκη να τα μάθουν.


Στη δική μου διαδρομή ζωής η πολιτική ήταν σαν την μπάλα στο παράδειγμα των φανατικών ποδοσφαιρόφιλων: μια σφαίρα που απορροφούσε χιλιάδες πληροφορίες, συγκινήσεις και εμπειρίες, έμμεσες έστω. Ήταν, με άλλα λόγια, ένας μεγάλος ορίζοντας όπου μπορούσες να προβάλεις τον εαυτό σου στο παρελθόν, σε ιστορικές καμπές ή γεωγραφικά απόμακρες περιοχές του πλανήτη. Άλλοτε με σοβαρό και άλλοτε με γραφικό και οριακά κωμικό τρόπο, η πολιτική ήταν μέρος της ατομικής μας βιογραφίας. Δεν ήταν η μοναδική εστία έντασης ούτε πάντα η σημαντικότερη, αφού στα ερωτικά μας μαράζια, στις αρρώστιες και σε πολλές άλλες κρίσιμες στιγμές της ζωής μας η πολιτική μπορούσε να σβήνει προσωρινά. Με την πρώτη ευκαιρία ξαναγεννιόταν όμως και φυσικά ήταν αδύνατο να ξεχάσει κανείς τις μυθολογίες της, ακόμα και στις φάσεις απάρνησης και αποξένωσης. Όπως ο γέρος ο κολλημένος με την Εθνική Αργεντινής του 1970, έτσι πολλοί από εμάς έχουμε αποθηκεύσει χιλιάδες data της μεταπολεμικής (τουλάχιστον) ελληνικής Ιστορίας.

H καταγωγή των ισχυρών πολιτικών παθών είναι σχεδόν πάντα μια εμπειρία πολέμου. Ο πόλεμος και ο ακραίος εθνικός και κοινωνικός διχασμός είναι οι μήτρες της πατροπαράδοτης μανίας-για-πολιτική.


Εδώ και καιρό όμως σκέφτομαι κάτι άλλο: πως κανένας δεν έχει πια το δικαίωμα να ζητάει από ανθρώπους που ήταν έφηβοι το 2000 (ή που γεννήθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες) να έχουν την πολιτική βουλιμία άλλων εποχών. Και ο λόγος είναι πολύ απλός: η καταγωγή των ισχυρών πολιτικών παθών είναι σχεδόν πάντα μια εμπειρία πολέμου. Ο πόλεμος και ο ακραίος εθνικός και κοινωνικός διχασμός είναι οι μήτρες της πατροπαράδοτης μανίας-για-πολιτική. Όσο, λοιπόν, επιβιώνει το στυλ της αδιάλλακτης σύγκρουσης, έστω ως ανάμνηση ή σύνθημα, τόσο πιο «πολιτικοποιημένη» δείχνει η καθημερινότητα. Η εμπόλεμη ατμόσφαιρα δεν αφήνει τα άτομα να ξεχαστούν, να απομακρυνθούν από τις εστίες της φωτιάς, να αφηγηθούν διαφορετικές ιστορίες, να ολοκληρώσουν το όποιο πένθος τους. Ο πόλεμος, έλεγε ο Χέγκελ, είναι ο μοναδικός τρόπος για να βγει ο αστός από το εγώ του. Και το πολιτικό πάθος, μπορεί να προσθέσει κανείς.


Αλλά η πολιτικοποίηση της λεγόμενης μνημονιακής περιόδου είχε κάτι βαθιά παραπλανητικό. Κάτω από τη σκληρή κρούστα των χαρακτηριστικών της, κυλάει η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν κατά βάση ιδιωτικά. Ζουν σφηνωμένοι στις ιδιωτικές τους αγωνίες, στις οικογενειακές τους δίνες, στις απολύτως τετριμμένες στιγμές ευτυχίας και θλίψης που απορροφούν τον περισσότερο χρόνο τους.


Ακούς, ας πούμε, τις κουβέντες της φοιτητοπαρέας στο λεωφορείο, τις γυναίκες που σχολιάζουν κάτι, αγνώστους που μιλούν στα κινητά τους χωρίς καμιά αίσθηση ότι τους ακούν δεκάδες άλλοι (και ούτε νοιάζονται που τους ακούν). Η αίσθησή μου είναι ότι ελάχιστη πολιτική ύλη κυκλοφορεί σε αυτό τον καθημερινό ιστό − αν εξαιρέσουμε τα τελετουργικά παράπονα του ταλαιπωρημένου συνταξιούχου ή κάποιες περαστικές κοινωνικές εκρήξεις ανθρώπων που κι αυτοί θα έχουν περάσει τα πενήντα.


Υποθέτω πως από αυτά τα κατάλοιπα των «ηρωικών εποχών» της πολιτικής είναι ο κόσμος που θα στηθεί στην ουρά για να ψηφίσει αρχηγό της κεντροαριστεράς. Οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι, θα προτιμούσαν να κάνουν άλλα πράγματα. Σε αυτή την καμπή της κρίσης τα σώματα δεν είναι ούτε συμμετοχικά ούτε αμέριμνα και «αλλού»: είναι παρόντα, αλλά μουδιασμένα και απρόθυμα. Πάνω απ' όλα, δεν διαθέτουν πια υπομονή ούτε αγαθή προαίρεση.

 
Μόνο για τους επαγγελματίες της κομματικής ίντριγκας, τους χρονικογράφους και τα τρολ η πολιτική διατηρεί το μυστήριό της. Για τους περισσότερους, για τους εκτός των τειχών, έχει γίνει μια πολυκερματισμένη κηλίδα σαν το μαζούτ που έχει κατακαθίσει στον βυθό του Σαρωνικού: μια ιστορία που μυρίζει άσχημα και μπορεί να εμποδίζει τους ανθρώπους να χαρούν τα μπάνια τους.


Κάποιος που θα 'θελε στα σοβαρά να αλλάξει αυτή την αρνητική εικόνα της πολιτικής δεν θα κολάκευε τους δεδομένους πιστούς της –τους εμμονικούς της– αλλά θα κοιτούσε να ανοίξει πραγματικά το παιχνίδι για τους υπόλοιπους. Γι' αυτούς ιδίως που δεν τους συγκινεί καθόλου ο εξωτισμός των αναμνήσεων και ο συναισθηματισμός των συμβόλων. Και αυτοί, κατά τεκμήριο, είναι οι νεότεροι. Που καμιά υποχρέωση δεν έχουν να ακούνε τους μονολόγους της ιστορικής δικαίωσης των παλιών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Δεύτερες Σκέψεις
2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αναπολώντας την δεκαετία του '80 στα χρόνια του «αναπασοκισμού»

Culture / Αναπολώντας την δεκαετία του '80 στα χρόνια του «αναπασοκισμού»

Η συμμετοχική έκθεση «GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη» προσπαθεί να φωτίζει μια δεκαετία όπου το παλιό συγκρούστηκε με το καινούριο, το συντηρητικό με το προοδευτικό και το ατομικό με το συλλογικό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Οι δύο ευαισθησίες. Aπό το Νικόλα Σεβαστάκη

Στήλες / Οι δύο ευαισθησίες. Aπό το Νικόλα Σεβαστάκη

O θάνατος του Θάνου Ανεστόπουλου φέρνει ξανά στην επιφάνεια μια πλευρά της «μικροϊστορίας» των τελευταίων δεκαετιών: συγκεκριμένα, την ένταση ανάμεσα σε δύο ευαισθησίες που ελάχιστα διασταυρώθηκαν και συνήθως βρέθηκαν απέναντι η μία στην άλλη, αποξενωμένες και αμοιβαία καχύποπτες.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ