Άλλο ένα «τέλος της Μεταπολίτευσης»; Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

Άλλο ένα «τέλος της Μεταπολίτευσης»; Από τον Νικόλα Σεβαστάκη Facebook Twitter
Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, το 2008... Φωτ.: Σπύρος Στάβερης
0

Κάπου μες στο πλήθος των σχολίων διάβασα την άποψη ότι η ψήφιση των 7.000 σελίδων της νέας συμφωνίας είναι το οριστικό κλείσιμο της Μεταπολίτευσης: το πραγματικό τέλος μιας φάσης που όλο πεθαίνει και όλο ανασταίνεται σε κάθε δραματική τροπή της ελληνικής πολιτικής. Το 1990 πέθανε, το σημιτικό 1996 ξαναπέθανε, το 2008 με τον Δεκέμβρη τρίτωσε το κακό... μέχρι τη μνημονιακή εξαετία και τις συχνές κλινικές διαγνώσεις του τέλους αυτής της απέθαντης Μεταπολίτευσης!


Τι μπορεί, όμως, να σημαίνει αυτό, αν δεν πρόκειται πάλι για μια εφετζίδικη φράση, απ' αυτές που συνηθίσαμε να ακούμε στις κοινοβουλευτικές νύχτες των μνημονιακών χρόνων;


Νομίζω, το νόημα είναι το εξής: εδώ και πολλά χρόνια κυκλοφορεί μια ιδέα για τη Μεταπολίτευση που τη θέλει κάτι εν γένει «αριστερό και προοδευτικό». Σαν αντιστροφή των προδικτατορικών εποχών της καχεκτικής δημοκρατίας και της συντηρητικής εθνικοφροσύνης. Από διάφορες πλευρές, η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης ταυτίστηκε με γενναιόδωρες κρατικές πολιτικές και την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας. Έστω και αν κάνουμε την αναγκαία διάκριση ανάμεσα σε μια πρώτη Μεταπολίτευση (την πιο ριζοσπαστική) και στην ύστερη Μεταπολίτευση (την εκσυγχρονιστική), το κοινό νήμα που φαίνεται να τις διαπερνά είναι η λογική των δικαιωμάτων. Δικαιώματα διαχέονται και προς τα κάτω και προς τα πάνω. Και ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης είναι οι δυνατότητες που είχε το ελληνικό κράτος και οι κατά καιρούς κυβερνήσεις να «κάνουν παιχνίδι» ανάμεσα σε ανταγωνιστικές επιδιώξεις και συγκρουόμενα συμφέροντα.

Το ζήτημα είναι ότι ένα πολύ συγκεκριμένο όχημα της ελληνικής Αριστεράς σβήνει την πολιτική του ύπαρξη με έναν «μεταμοντέρνο» κόφτη. Δεν ενδιαφέρθηκε να ανανεώσει ριζικά τη φυσιογνωμία του, ούτε τόλμησε να ασκήσει ρητή κριτική στους κακούς της μύθους. Δεν είπε ποτέ ένα «κάθαρμα Μαδούρο» κι ούτε καν τώρα το ψελλίζει. Απλώς κάνει ότι δεν καταλαβαίνει.


Πέρα από αυτά, όμως, ο κλήρος της σύγχρονης Ιστορίας θέλει την Αριστερά να αυτοπροβάλλεται ως αποκλειστικός χώρος της αντίστασης. Η Αριστερά έχτισε το δικό της πεδίο μέσα από την πιο επιθετική κριτική στους άλλους, στους κυρίαρχους κύκλους, στο σύστημα και στους «υπηρέτες» του. Η παραδοσιακή ηθική της διαμορφώθηκε ως αντιστασιακή και συγχρόνως αποτρεπτική. Ζητούσε να αποτρέψει αυτή ή την άλλη πολιτική, αυτή ή την άλλη νομοθετική παρέμβαση της εξουσίας. Από τα μεγάλα μέχρι το παραμικρό μέτρο σε επίπεδο συνοικιακού συμβουλίου κ.λπ.


Η Μεταπολίτευση ως Αριστερά είναι, λοιπόν, διαδοχική ενσάρκωση διαφόρων «Όχι» μέσα στον χρόνο. Από το «Όχι» στις αμερικανικές βάσεις έως το «Όχι στα Μνημόνια» – περνώντας, ωστόσο, από πολλαπλές τοπικές εκδοχές του «Όχι», σε έργα ή εξαγγελίες.
Με αυτά και μόνο τα παραδείγματα φαίνεται πως έχει κάποια βάση το ότι η συγκεκριμένη ψηφοφορία σήμανε το αληθινό τέλος της Μεταπολίτευσης. Σαν να είναι η στιγμή στην οποία μια κυβερνητική πλειοψηφία που έχει ακόμα αναφορές στη «ριζοσπαστική Αριστερά» αφήνει πίσω της τη μεγάλη αντιστασιακή μήτρα. Συστήνεται επιπλέον ανοιχτά ως υπεύθυνη, κρατική και εθνικολαϊκή δύναμη. Και φτάνει να εκτοξεύει μέχρι και σχόλια «εναντίον του λαϊκισμού» (της Αντιπολίτευσης).

Τι συμβαίνει λοιπόν; Το αριστερό φαντασιακό της Μεταπολίτευσης τελειώνει στο Υπερταμείο και στον κόφτη; Ο λαϊκισμός περατώνεται ως αντι-λαϊκισμός σε ένα είδος μαγικής αντιστροφής;


Όχι ακριβώς. Και απαντάω αρνητικά γιατί η άδοξη περιπέτεια αυτής της (πρώην πλέον) ριζοσπαστικής Αριστεράς προσφέρει και μια υπηρεσία. Είναι χρήσιμη ιδίως σε όσους δεν σκοπεύουν να εγκαταλείψουν κάθε αριστερή αναφορά. Υπενθυμίζει ότι η ηθική της εύκολης άρνησης αποδεικνύεται πολύ ευάλωτη στην κατάρρευση. Ότι η ηρωικο-αγωνιστική πολυλογία μετατρέπεται στη συμβατική, ξύλινη «μνημονιακή» γλώσσα με ταχύρρυθμο τρόπο. Γιατί; Ίσως επειδή ακριβώς δεν θέλησε να διαπραγματευτεί έναν πολιτικά χρήσιμο ρόλο. Περιφρονώντας τη διαυγή αντιμετώπιση πρακτικών πολιτικών στόχων, ο «ριζοσπαστισμός» βρέθηκε γυμνός όταν επωμίστηκε τη μοίρα του συγκεκριμένου κράτους. Πήδηξε έτσι από τη ρητορική αδιαλλαξία στην υπερβολική υποχωρητικότητα, από ένα «Όχι σε όλα» σε ένα «Ναι» το οποίο δεν στοχάζεται τις συνέπειές του.


Δεν πρόκειται, φυσικά, για νεοφιλελευθερισμό και ταξική προδοσία και άλλα τέτοια κατηγορητήρια που ανθίζουν στους αριστερούς κήπους. Το ζήτημα είναι ότι ένα πολύ συγκεκριμένο όχημα της ελληνικής Αριστεράς σβήνει την πολιτική του ύπαρξη με έναν «μεταμοντέρνο» κόφτη. Δεν ενδιαφέρθηκε να ανανεώσει ριζικά τη φυσιογνωμία του, ούτε τόλμησε να ασκήσει ρητή κριτική στους κακούς της μύθους. Δεν είπε ποτέ ένα «κάθαρμα Μαδούρο» κι ούτε καν τώρα το ψελλίζει. Απλώς κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Ούτε τι έχει συμβεί στη χώρα ούτε πόσο βαθιά και ίσως ανεπανόρθωτα τραυματίστηκε όλος ο μη δεξιός χώρος και οι αναφορές του.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ