Προδημοσίευση: Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ Facebook Twitter
Η Ντολόρες Παγιάς αναμένεται να παρευρεθεί στην εκδήλωση που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης «Γκίκας - Craxton - Leigh Fermor» στο Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο ανήκει και η οικία του Πάτρικ Λη Φέρμορ, στις 6 Ιουνίου. Φωτο: Dolores Payas

Προδημοσίευση: Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ

0

Το βιβλίο που έγραψε για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ η Ισπανίδα μεταφράστρια και φίλη του Ντολόρες Παγιάς «δεν έχει την αξίωση να καλύψει εξαντλητικές λεπτομέρειες ή βιογραφικές αναφορές», όπως επισημαίνει και η ίδια στην εισαγωγή του βιβλίου Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Key Books. Ο μυθιστορηματικός βίος του Πάτρικ Λη Φέρμορ είναι, άλλωστε, λίγο-πολύ γνωστός, καθώς έφυγε από το σπίτι του στην Αγγλία, έχοντας μαζί του έναν υπνόσακο κι ένα βιβλίο του Οράτιου, για να φτάσει περπατώντας στην Κωνσταντινούπολη και να καταλήξει στη δική μας Καρδαμύλη.

Όπως μας επισημαίνει χαρακτηριστικά η φίλη του και μεταφράστριά του στην εισαγωγή της: «Στα είκοσί του χρόνια είχε μοιραστεί το φαγητό του με χωρικούς, βοσκούς, εμπόρους και αριστοκράτες: είχε κοιμηθεί σε καλύβες, μοναστήρια, παλάτια ή κάτω από τα δέντρα». Από την Κωνσταντινούπολη έφτασε στην Ελλάδα, ερωτεύτηκε μια Ρουμάνα βασίλισσα, έμαθε τέλεια ελληνικά και έλαβε μέρος στη θρυλική κρητική αντίσταση μεταμφιεσμένος σε βοσκό και διοργανώνοντας την περίφημη απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, διοικητή των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στην Κρήτη.

Άπειρα είναι αυτά που μπορεί να γράψει κανείς για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ –έχει ήδη γραφτεί μια συναρπαστική βιογραφία από την Άρτεμις Κούπερ–, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ανθρώπινη πλευρά που φωτίζει η Παγιάς, αναφέροντας πως έγραψε το συγκεκριμένο βιβλίο ως μια «συνοπτική τρυφερή περιγραφή: ένα σκιαγράφημα που εμπνέεται από φιλικές κουβέντες, γεύματα, εσπερίδες και μια αξιοσημείωτη ποσότητα κρασιού που καταναλώσαμε μαζί». Η Ντολόρες Παγιάς αναμένεται να παρευρεθεί στην εκδήλωση που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης «Γκίκας - Craxton - Leigh Fermor» στο Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο ανήκει και η οικία του Πάτρικ Λη Φέρμορ, στις 6 Ιουνίου. Παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο:

Τα βιβλία

«Τι θα διαβάσεις σήμερα;»
Ήταν μία από τις αγαπημένες του φράσεις: και μάλιστα συχνή. Μια ερώτηση που έκανε βράδυ, στη διάρκεια του δείπνου.
Τα βιβλία πρωταγωνιστούσαν στο μεγαλύτερο μέρος των συζητήσεων και ήταν πανταχού παρόντα στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, μιλούσαμε για λογοτεχνία, Ιστορία, ετυμολογία και ξένες γλώσσες. Η σαλοτραπεζαρία ήταν γεμάτη βιβλία, και συχνά με έκανε να σηκωθώ από το τραπέζι για να πάω να αναζητήσω κάποιο στοιχείο, να βεβαιωθώ για την ακρίβεια κάποιων στίχων του ποιήματος που απήγγελλε ή να ψάξω ένα άλλο που δεν το θυμόταν. «Για να δω, αγαπητή μου. Στο βάθος αριστερά, στο ράφι της ισπανικής ποίησης, φέρε μου τον Γκαρθία Λόρκα... Λίγο πιο πάνω. Προσοχή, μην πέσεις...»


Τα ράφια έφταναν μέχρι το ταβάνι: για να φτάσεις τα βιβλία που ήταν στα ψηλότερα ράφια, ήταν φυσικό να ποδοπατήσεις τους καναπέδες και να ανέβεις στις ράχες τους. Και εκεί όπου δεν είχε έπιπλα, για να σκαρφαλώσουμε χρησιμοποιούσαμε μια παλιά ξύλινη σκάλα από την Ινδία. Ήταν ένα πολύ πρωτότυπο αντικείμενο, πολύ όμορφο, που στην αρχή το χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν στη ράχη ενός ελέφαντα. Κλειστό δεν καταλάμβανε περισσότερο χώρο από μια μικρή, στενόμακρη σανίδα, ενώ μπορούσες να το ανοίξεις σχεδόν με το ένα χέρι. Στον Πάντι άρεσε πολύ: συνήθιζε να το δείχνει με υπερηφάνεια και τα «Ω!» και τα «Α!» των επισκεπτών τον ευχαριστούσαν, σαν να το είχε επινοήσει ο ίδιος. Δεν είχε και πολλούς σύγχρονους συγγραφείς στη βιβλιοθήκη του. Δεν τον ενδιέφεραν οι σημερινές τάσεις: ούτε οι μελλοντικές, επιβεβαίωνε χωρίς κόμπλεξ. Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, πιστεύω ότι είχε σταματήσει κάπου στη δεκαετία του '70 ή, το πολύ, του '80 (μιλάμε για τον 20ό αιώνα, ο 21ος τού φαινόταν σαν ένα εντελώς μακρινό γαλαξιακό μέλλον). Αντίθετα, αποθησαύριζε κλασικούς και εγκυκλοπαίδειες. Και είχε μια καταπληκτική μνήμη σχετικά με το πού βρισκόταν καθένας από αυτούς.


Περιεργαζόταν πάντα τι διάβαζαν οι άλλοι, ψάχνοντας για συγγραφείς που θα τον ενδιέφεραν. Ήταν μεγάλος λάτρης της ποίησης. Μου ζητούσε να απαγγέλλω ποιήματα στα ισπανικά και του πρότεινα ονόματα ποιητών πέρα από τους κλασικούς που ήδη γνώριζε. Ένα βράδυ του μίλησα για τον Μιγκέλ Χερνάντεθ, πιστεύοντας ότι η εκφραστική δύναμη και ο πομπώδης, ηχηρός λόγος του θα ταίριαζαν με τις θεατρικές του προτιμήσεις. Πράγματι! Οι επόμενες βραδιές μας αντηχούσαν από τις στροφές του ποιητή από την «Οριχουέλα» (η προφορά του ισπανικού «ρ» του άρεσε ιδιαίτερα).

Προδημοσίευση: Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ Facebook Twitter
Μερικές φορές συγκέντρωνε λέξεις, τις έβαζε σε ένα σέικερ και τις ανακινούσε. Αυτοσχεδίαζε: έπαιζε μ' αυτές. Οι αυθόρμητες και εκκεντρικές μεταφράσεις του ήταν πασίγνωστες στους φίλους και στους γνωστούς του. Φωτο: Dolores Payas


Διάβαζε: πάντα διάβαζε. Αλλά αργά και κουραστικά, γιατί είχε σοβαρά προβλήματα όρασης. «Σε βλέπω σαν σε πίνακα του Πικάσο: ένα μάτι προς την Ανατολή και το στόμα προς τη Δύση», μου είπε μια μέρα. Ακόμα κι έτσι, όμως, ήταν πειθαρχημένος και περνούσε πολλές ώρες με το βιβλίο στο χέρι. Αναζητούσε βοήθεια σε οπτικά όργανα και διάφορα σύνεργα: μεγεθυντικούς φακούς, γυαλιά διαφορετικού βαθμού και καλύπτρα στο αριστερό του μάτι. Το γεγονός ότι ήταν μαύρη και είχε τη νεκροκεφαλή και τα δυο οστά σε σχήμα χιαστί των πειρατών ήταν μια εντελώς δική του επινόηση (υποψιάζομαι ότι κέρδισα την εκτίμησή του τη μέρα που ανακάλυψε τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό μου για τον Ουίλιαμ Μπράουν).


Υπήρχαν, επομένως, τα βιβλία, αντικείμενα λατρείας και αγάπης: αλλά και τι περιείχαν τα βιβλία...


Ο Πάντι μεθούσε περισσότερο με τα λόγια παρά με το κρασί. Πράγματι, τα λόγια τον μεθούσαν, και με τι τρόπο! Όταν άρχιζε να μιλάει, ήταν ασταμάτητος. Είχε μια τάση προς τα λεκτικά πυροτεχνήματα, τον βερμπαλισμό και τη φλυαρία. Έπιανε ένα θέμα και το συνέχιζε. Αν κουραζόταν, τότε αναζητούσε –ή επινοούσε– μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν αλλού κι έτσι μπορούσε να πηδάει από θέμα σε θέμα, συνδέοντάς τα μεταξύ τους χωρίς σταματημό. Μιλούσε τόσο καλά, όσο σχεδόν έγραφε: και όταν είχε διάθεση, ήταν από τους πιο ευχάριστους και εμπνευσμένους περφόρμερ.

Δεν τον ενδιέφεραν οι σημερινές τάσεις: ούτε οι μελλοντικές, επιβεβαίωνε χωρίς κόμπλεξ. Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, πιστεύω ότι είχε σταματήσει κάπου στη δεκαετία του '70 ή, το πολύ, του '80.

Η γόνιμη πολυλογία του ήταν, δίχως αμφιβολία, αποτέλεσμα ενός ανήσυχου χαρακτήρα αλλά και της ίδιας της ζωής του. Ο Πάντι ανήκε σε μια γενιά που ήταν ερωτευμένη με τις λέξεις. Οι συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι χρησιμοποιούσαν τις λέξεις χωρίς μέτρο: αρκεί να θυμηθούμε τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Ντάρελ και τον Μίλερ. Ήταν καλλιεργημένοι, λογοτέχνες και... φιλέλληνες. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, μαζί με τη γνώση του εδάφους, ενίοτε δε και της γλώσσας, συνέβαλε ώστε κάποιοι από αυτούς να εργαστούν στη Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων –ήτοι στις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες– κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δούλευαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές και είχαν τη βάση τους στο Κάιρο, όπου συναντιόντουσαν ανάμεσα στις αποστολές. Αντί να επιλέξουν να μείνουν σε στρατιωτικά καταλύματα, κάποιοι από αυτούς νοίκιασαν μια παλιά βίλα της κακιάς ώρας που την ονόμασαν Τάρα από το φρούριο των βασιλιάδων της Ιρλανδίας. Ο πυρήνας των ενοίκων του σπιτιού –είναι περιττό να πούμε πως ο Πάντι συμπεριλήφθηκε κατευθείαν σε αυτόν– αποτελούνταν από μια ομάδα παράτολμων νεαρών που ζούσαν τους ανέμους του πολέμου με άγρια χαρά. Καλλιτέχνες, νυχτόβιοι, διπλωμάτες που βρίσκονταν εκεί για υπηρεσιακούς λόγους και κάθε είδους όντα σύχναζαν στη βίλα, η οποία ήταν γνωστή και ως τόπος συγκεντρώσεων και βραδινών συναθροίσεων που κατέληγαν με τρελό τρόπο. Ήταν όμως γλέντια που εξελίσσονταν ανάμεσα σε λεκτικές ακροβασίες και σταθερές αναφορές στη λογοτεχνία.

Προδημοσίευση: Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ Facebook Twitter
Το σπίτι του Φέρμορ στην Καρδαμύλη της Μάνης

Το ίδιο συνέβαινε και στις επικίνδυνες πολεμικές αποστολές, γιατί αυτοί οι ειδικοί πράκτορες είχαν τα σακίδιά τους γεμάτα βιβλία και ποιητικές ανθολογίες. Διάβαζαν στο φως της λάμπας, δάνειζαν τα βιβλία τους ο ένας στον άλλο, σχολίαζαν και συζητούσαν με πάθος. Η εικόνα του καλλιεργημένου και εκλεπτυσμένου πολεμιστή: μια ιδέα που χάθηκε στην πορεία. Ποιος ξέρει αν, διαβάζοντας κανείς σήμερα κάποια κείμενα, τα ημερολόγια και την αλληλογραφία εκείνων των νέων, θα υπέκυπτε στον πειρασμό να τους χαρακτηρίσει αλαζόνες. Για να είναι, όμως, κανείς αλαζονικός, πρέπει να είναι και υπεροπτικός: δεν ήταν όμως ούτε ο Πάντι ούτε οι φίλοι του υπεροπτικοί. Ήταν πολύ γήινοι, ανθρώπινοι. Και όσο κουβαλούσαν τον Οράτιο στα σακίδιά τους, δεν υπολόγιζαν τον εαυτό τους.
Λάτρευαν τις λέξεις και τα λόγια, καθώς και το κρασί που λύνει τη γλώσσα. Αλλά και τις γυναίκες, που τις κατακτούσαν με τα λόγια: μια άλλη ωραία ιδέα αυτή, που χάθηκε στην πορεία. Οι λέξεις ήταν για να τις γράφουν: αυτές φανέρωναν τις μύχιες σκέψεις τους, και κατηύθυναν τις ερωτικές και συναισθηματικές σχέσεις τους, καθώς και τη ζωή που κυλούσε.

 
Ο Πάντι αγαπούσε, επίσης, τη μελωδικότητα των γλωσσών: ήταν μουσικός από τα μύχια της ύπαρξής του. Μιλούσε άπταιστα γαλλικά, τέλεια ελληνικά και πολύ καλά γερμανικά, παρ' όλα αυτά ήταν σεμνός. Ένα πρωί έφτασε με το ταχυδρομείο μια επιστολή με ένα άρθρο της «Frankfurter Allgemeine Zeitung», μια βιβλιοκρισία ενός βιβλίου του που είχε εκδοθεί πρόσφατα στα γερμανικά. Διαβάζοντάς το, έγινε δύστροπος. Η κριτική ήταν πολύ επαινετική βέβαια. Ωστόσο, καθώς πίστευε ότι μιλούσε σωστά γερμανικά τώρα, αφού διάβασε το κείμενο, ανακάλυπτε ότι δεν τα μιλούσε καλά και ότι αυτό που έκανε ήταν απλώς να βγάζει θορύβους (making noises). Τα έβγαζε επίσης πέρα με τα ιταλικά και με τα ρουμάνικα και, μολονότι δεν είχε μελετήσει ποτέ ισπανικά, όταν άρχιζε να τα μιλάει –και το έκανε χωρίς ενδοιασμούς– η προφορά ήταν υπέροχη. Είχε μουσικό αυτί και τραγουδούσε αυθόρμητα. Γνώριζε ένα σωρό τραγούδια και ποιήματα από μνήμης και τα απήγγελλε πρόθυμα και με εξαιρετική εκφραστικότητα. Για τα ισπανικά συνήθιζε να λέει ότι του φαινόταν η πιο ευγενής γλώσσα ανάμεσα σε όλες τις λατινογενείς.

Προδημοσίευση: Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ Facebook Twitter
Διάβαζε: πάντα διάβαζε. Αλλά αργά και κουραστικά, γιατί είχε σοβαρά προβλήματα όρασης. «Σε βλέπω σαν σε πίνακα του Πικάσο: ένα μάτι προς την Ανατολή και το στόμα προς τη Δύση», μου είπε μια μέρα. Φωτο: Dolores Payas


Δεν υπήρχε εσπερίδα στην οποία να μην ανέφερε –σχεδόν πάντα τις μικρές ώρες και έπειτα από πολύ κρασί– τον Γκαρθία Λόρκα, και μετά άπλωνε σαν φτερούγες τα χέρια του και μας χάριζε μια τέλεια απαγγελία του «La guitarra». Σταματούσε πάντοτε συγκινημένος όταν έφτανε στη στιγμή του «se rompen las copas/de la madrugada...» (σπάνε οι κούπες/ της αυγής...). Επαναλάμβανε τη φράση αρκετές φορές, γιατί ήταν από τις αγαπημένες του. Απολάμβανε τη μουσικότητά της και την ιδέα της τραγικής γιορτής που υπαινισσόταν.


Μερικές φορές συγκέντρωνε λέξεις, τις έβαζε σε ένα σέικερ και τις ανακινούσε. Αυτοσχεδίαζε: έπαιζε μ' αυτές. Οι αυθόρμητες και εκκεντρικές μεταφράσεις του ήταν πασίγνωστες στους φίλους και στους γνωστούς του. Στο μνημόσυνο στο Λονδίνο (Δεκέμβριος του 2011) έγινε η παράκληση σε όλους εμάς τους παρευρισκόμενους να τραγουδήσουμε δύο από αυτά τα κομμάτια που εμπνεύστηκε κάποιες βραδιές γεμάτες κρασί και υπερβολές. Διηύθυναν τη χορωδία, με μεγάλη δεξιοτεχνία, ο Τζον Τζούλιους Νόριτς και η Άρτεμις Κούπερ. Η περφόρμανς ήταν το αποκορύφωμα μιας καλά οργανωμένης και συγκινητικής τελετής, καθώς και ένα πολύ ιλαρό φινάλε που άρμοζε στην προσωπικότητα που τιμούσαμε. Επρόκειτο για παραδοσιακά αγγλικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούσε σε συναρπαστικά ιταλικά. Μεταφέρω εδώ τους πρώτους στίχους ενός από αυτά, του «Widdecombe Fair».

Το αγγλικό πρωτότυπο:

Tom Pearce, Tom Pearce, lend me your grey mare.
Sing all along out a long down a long lee,
For I 'm going to Widdecombe Fair
We 'Bill Brewer, Ian Stewer,
Peter Gurney, Peter Davey,
Daniel Whitton, Harry Hawke,
And old Uncle Tom Cobbey and all,
Old Uncle Tom Cobbley and alla.

Και τώρα η απερίγραπτη εκδοχή του Πάντι:

Θωμά Πίαρς, Θωμά Πίαρς, δάνεισέ μου τη γκρίζα σου φοράδα
Μακριά όλοι, έξω μακριά, μακριά μέχρι κάτω στο λιβάδι
γιατί θέλω να πάω στην πανήγυρη του Γουάντικομπ
με τον Γουιλιέλμπο Μπρούερ, τον Ιάκωβο Στίγουερ
Τον Πέτρο Γκάρνεϊ, τον Πέτρο Ντέιβ
τον Δανιήλ Γουίτον, τον Ερρίκο Χοκ
με τον μπαρμπα-Θωμά Γκόμπλεϊ
τον μπαρμπα-Θωμά Γκόμπλεϊ και όλους εσάς (ΣτΜ)

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Mέρες και νύχτες δίπλα στον Πάτρικ Λη Φέρμορ

Βιβλίο / Mέρες και νύχτες δίπλα στον Πάτρικ Λη Φέρμορ

Η Άρτεμις Κούπερ, βιογράφος του ταξιδιώτη που, εγκαταλείποντας σχολεία και σπουδές, διέσχισε στα 18 του με τα πόδια όλη την Ευρώπη για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στην Ελλάδα, μιλά στη LifO.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ