Το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα ήταν προφητικά αυτοβιογραφικό

Το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα ήταν προφητικά αυτοβιογραφικό Facebook Twitter
1
Το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα ήταν προφητικά αυτοβιογραφικό Facebook Twitter
Ο Μένης Κουμανταρέας ήταν αληθινός συγγραφέας και ως τέτοιος ήταν απόλυτα εθισμένος κι εξαρτημένος από τις οριακές στιγμές που τον έθρεψαν... Φωτό: Παντελής Ζερβός/ LIFO

Το να περνάς ανεπίληπτα από την προβλέψιμη όψη των πραγμάτων στα μαύρα σκοτάδια απαιτεί πολλές διαδρομές. Λέξεις, πράγματα, σκέψεις που δεν χωράνε να μπουν σε μια θεωρητική συνθήκη αλλά απαιτούν πράγματα απτά: ανθρώπινες ανάσες μαζί και ήχους, εμμονές και διάχυτες αναμνήσεις. Ο Μένης Κουμανταρέας ήταν αληθινός συγγραφέας και ως τέτοιος ήταν απόλυτα εθισμένος κι εξαρτημένος από τις οριακές στιγμές που τον έθρεψαν. Δεν αρνήθηκε ότι όλα όσα έζησε κι όσα έκανε ήταν ένα αμάλγαμα φαντασίας και πραγματικότητας, αυτής της εύθραυστης ισορροπίας που οφείλει να κρατήσει κάθε συγγραφέας που μάχεται να ανήκει κάπου ανάμεσα στις σελίδες και τη ζωή. Μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρι τη στιγμή που εξέδωσε τον σχεδόν αυτοβιογραφικό Θησαυρό του Χρόνου (κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Πατάκη), αυτή την εικόνα ήθελε να κρατήσει ζωντανή για τον εαυτό του – έναν όμορφο και αγαπησιάρη άνθρωπο που αντλούσε ολεθριότητα από την ανάποδη όψη των πραγμάτων. Αυτό είναι ακριβώς και το θέμα του βιβλίου του – αυτό είναι και το θέμα ολάκερης της ζωής του. Η εύθραυστη ισορροπία που παλεύει να βρει η αλήθεια της ψυχής:

Εάν όσα γράφεις δεν έχουν να κάνουν με εσένα τον ίδιο, τις αγωνίες σου, τις εμμονές σου, όσα παράξενα κι αλλόκοτα αν εφεύρεις, ποτέ σου δεν θα γίνεις πρωτότυπος. Πρωτοτυπία σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου και κανείς άλλος. Διαφορετικά, θα πιάνεις πάντα πάτο – εννόησες;


«Ψυχανεμίζομαι, να μια λέξη ξεχασμένη στο σημερινό λεξιλόγιο, μα που τότε, τα χρόνια εκείνα, την έλεγαν ακόμη, την πρόφεραν με στοργή, είτε οι καλλιεργημένοι είτε ο απλός λαός. Σήμερα, όσοι τύχει να την πούμε την προφέρουμε με μια κρυφή ενοχή, χωρίς απόλαυση. Στα χρόνια εκείνα η απόλαυση –μια και ειπώθηκε αυτή η λέξη– δεν είχε να κάνει με το σημερινό "περνάμε καλά", το "ευχαριστιόμαστε", και τα παρόμοια. Τότε είχε ένα ειδικό βάρος, είτε επρόκειτο για ένα βιβλίο, μια μουσική, είτε για την απόλαυση που δίνει μια συντροφιά ερωτική ή φιλική» γράφει ο ίδιος στον Θησαυρό του Χρόνου. Η λέξη «απόλαυση», επομένως, δεν είχε να κάνει με τη χαρά αλλά μάλλον με εκείνο το λακανικό jouissance – την ηδονή που σου δίνει το φάσμα της οδύνης. Σε αυτή την άνιση μάχη που «ψυχανεμιζόταν» κρυφά και ανίερα τοπία, η ψυχή βουτούσε στο άγνωστο κι έβγαινε λαβωμένη ή διψασμένη για νέες τέτοιες αδιέξοδες συνευρέσεις. Βουτούσε στα βαθιά νερά της αγάπης που του χάριζε η αγαπημένη του γυναίκα Λιλή –στην οποία αφιερώνει το βιβλίο– κι έβγαινε στην αχανή χοάνη των έντονων συγκινήσεων της νύχτας. Στριφογυρνούσε ατέρμονα σε αυτό το θειάφι που καίει τα σωθικά – τρυφερός σύζυγος ή εραστής των αστικών οριζόντων; Διχασμένος μέχρι το τέλος, ο συγγραφέας έμεινε να παλεύει με τη διττή του ταυτότητα, αναζητώντας ταυτόχρονα τη θαλπωρή της συζύγου και την έλξη της ανδρικής σάρκας – «Γλυκό το ξεπόρτισμα, αλλά γλυκύτερη η επιστροφή στο καταφύγιο του σπιτιού. Οι άνθρωποι παραπαίουν ανάμεσα. Όσο όμως κι αν μετανοώ για νυχτερινές απερισκεψίες μου, και κόπτομαι ότι δεν πρόκειται να τις επαναλάβω, άλλο τόσο με τρώει η κούτρα μου και ξαναγυρίζω σε αυτές. Πράγματα μαθημένα από τα διαβάσματα, μα που μόνο όταν τα ζεις καταλαβαίνεις την αδήριτη όσο και μάταιη αναγκαιότητά τους». Το καβαφικό αυτό «ομνύει κάθε τόσο ν' αρχίσει πιο καλή ζωή» πρέπει να επανήλθε πολλές φορές στα χείλη του, όχι ως υπόσχεση προς έναν ψεύτικο εαυτό αλλά προς μια πορεία στην εσωτερική λύτρωση. Άλλωστε, ποτέ δεν κρύφτηκε, ούτε υπήρξε ανειλικρινής με τον εαυτό του ή τη Λιλή για τα ξεπορτίσματά του. Ήξερε ότι η νύχτα κι ο κόσμος δεν είναι παρά ένα τεράστιο, αχανές διαμέρισμα για ανίερες ψυχές που δεν χωράνε ούτε στο κλισέ λευκό του παραδείσου ούτε στα οριστικά προπύργια της κόλασης. Μοιάζει μάλλον με το λίμπο που δεν άφησε ποτέ τον συγγραφέα σε ησυχία, όσο κι αν ζήτησε καταφύγιο στους ήχους από το πιάνο του Bösendorfer ή την αγαπημένη του φιστικί γραφομηχανή Olivetti Lettera 22. Στον Θησαυρό του Χρόνου ο Μένης Κουμανταρέας παίρνει τη θέση ενός συγγραφέα που μπορεί να πουλήσει κάλλιστα την απελευθερωμένη του ψυχή στον διάβολο προκειμένου να κατακτήσει τον κόσμο της γραφής και την εσωτερική ηρεμία. Εξού και στήνει ένα φαουστικό, εντελώς φασματικό alter ego, που ουσιαστικά τον καλεί να απελευθερωθεί από τον διχασμό, φτάνοντας στα όρια (της γραφής ή του έρωτα). Αυτόν το ρόλο ακριβώς επιτελεί ο μυστήριος Αλληλογράφος Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου που κανείς δεν ξέρει αν υπήρξε ποτέ ή τον φαντάστηκε, αν όντως ξεπήδησε από τις βαρετές μέρες της Στοάς, εισβάλλοντας ξαφνικά στο γραφείο του, αν είναι ο άλλος του εαυτός, το υπερεγώ του, ή ο φαουστικός του απόλυτος ήρωας. Αυτός τον τιθασεύει κάθε φορά που η σάρκα απειλεί τη συγγραφική φαντασία, του χαρίζει λίγες στιγμές έμπνευσης όταν ρέπει στις ευκολίες της νοσταλγίας. Κυρίως, όμως, του λέει ότι οφείλει να παραμείνει αληθινός – άρα απόλυτα βιωματικός. Γι' αυτό και ό,τι γράφει και ό,τι de profundis εξομολογείται ο Κουμανταρέας σε αυτό το βιβλίο δεν είναι υπαινιγμοί αλλά σπαράγματα μιας πραγματικής εσωτερικής διαδικασίας: «Εάν όσα γράφεις δεν έχουν να κάνουν με εσένα τον ίδιο, τις αγωνίες σου, τις εμμονές σου, όσα παράξενα κι αλλόκοτα αν εφεύρεις, ποτέ σου δεν θα γίνεις πρωτότυπος. Πρωτοτυπία σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου και κανείς άλλος. Διαφορετικά, θα πιάνεις πάντα πάτο – εννόησες;». Αυτό του υπαγορεύει ο άλλος φασματικός και απόλυτα συγγραφικός του εαυτός: «Άραγε, τα όσα σοφά άκουγα από τον κύριο Μανώλη Μανωλάκη διά στόματος Αναγνωστόπουλου ή Αναγνώστου να ήταν τάχα οδηγίες για τα δικά μου γραψίματα;».


Κι όντως ήταν. Πώς αλλιώς; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τιθασεύει τις αυθόρμητες λέξεις –αυτά τα λαϊκότροπα στοιχεία με τις ποιητικές παρηχήσεις–, να βάλει σε τάξη την παλαιομοδίτικη αναπόληση του αστού με τους διακαείς πόθους του εραστή της λαϊκότητας; Ο δημιουργικός διχασμός που ο Μένης Κουμανταρέας δόξασε ντύνοντας με χρυσάφι το χθαμαλό δεν ήταν παρά απείκασμα των πραγματικών διλημμάτων που έθεσε και βίωσε στη ζωή του. Κι ίσως αυτή να είναι, τελικά, που τον εκδικήθηκε, δίνοντας ένα άγριο τέλος σε αυτόν που, ειρωνικώ τω τρόπω, ύμνησε και δικαιολόγησε την αγριότητα όσο κανείς. Από τα άγρια εφηβάκια στα Μηχανάκια μέχρι τον Μπιλ Σερέτη της Φανέλας με το 9, αλλά και τα «προσφυγάκια» που του προσφέρουν τη σάρκα τους σε παράνομα ξενοδοχεία στον Θησαυρό του Χρόνου, υπάρχει μια γραμμή που ηρωοποιεί, χωρίς να ωραιοποιεί, το περιθώριο. Σαν άγρια σπαράγματα και σκηνές από ταινίες του Γιάνναρη καταγράφονται αυτές οι νυχτερινές έξοδοι: «Παραμερίζω τις χάντρες που σαν άλλη κουρτίνα σε αραβικό παραμύθι με οδηγεί στα άδυτα του μπαρ, πάντως εγώ το έχω βαφτίσει "Τα Παιδιά της Σωτηρίας", είτε λόγω του Στρατού της Σωτηρίας που αντιπροσωπεύουν αυτά τα παιδιά για τις ψυχές των γκέι πελατών, είτε από το όνομα του Σωτήρη, που είναι ο εύθυμος και αθυρόστομος ιδιοκτήτης. Να τος, που μόλις εισέρχομαι, μου κάνει μεγάλη υποδοχή, σαν να είμαι το τιμώμενο πρόσωπο στην αποψινή σύναξη. Τις προτιμώ κάτι τέτοιες υποδοχές από το να με προσφωνούν σεβάσμιοι ακαδημαϊκοί με γερασμένα πρόσωπα που ποτέ δεν πόθησαν νεανική σάρκα».

Σκαρφαλωμένος, λοιπόν, στην κορύφωση της ερωτικής ηδονής, ο συγγραφέας αρχίζει και μετράει αλλιώς τον χρόνο στην άνιση μάχη με τη φθορά και με έντονη την αγωνία να ξαναβρεί την αρχέγονη έξαψη των νεαρών – μαζί και με τη χαμένη του αγάπη, τη γυναίκα του, η οποία πεθαίνει πριν από αυτόν: «Άλλωστε, δεν με παίρνει πια ο καιρός. Όσο πάει ο χρόνος γίνεται χρυσάφι. Θησαυρός». Οι μέρες χωρίς τη Λιλή –που η ιστορία τους ξεδιπλώνεται αναλυτικά στο βιβλίο– μετρούν αλλιώς, το ίδιο και οι στιγμές του φευγαλέου έρωτα που απλώς τιθασεύουν την αίσθηση του τέλους. «Κλείνουν τα παλιά μαγαζιά. Λιώνουν και τα ροζ πουκάμισα. Λιώνουν κι αυτοί που τα έχουν χαρίσει. Κάπως έτσι τελειώνουν οι μεγάλες φιλίες. Τελειώνουν όλα». Υπέροχη η στιγμή όπου ο συγγραφέας παραθέτει το «Τραγούδι της παγωνιάς» τραγουδισμένο από τον Sting και μεταφρασμένο από τον ίδιο: «Ποια δύναμη είσαι εσύ από τα βάθη που μ' έκανες να σηκωθώ αργά και παρά τη θέλησή μου από τις κλίνες του παντοτινού χειμώνα; Δεν τηράς πόσο άκαμπτος, πόσο άκαμπτος και φορτωμένος χρόνους είμαι μακριά από το να αντέξω την άγρια παγωνιά; Μόλις και μετά βίας μπορώ να κινηθώ και να αναπνεύσω άσε με, άσε με ξανά στο ψύχος του θανάτου».


Ο χρόνος γίνεται ταυτόχρονα αιωνιότητα και στιγμή που ποτίζει τον θάνατο κάθε νοσταλγική ανάμνηση και κάθε σκέψη, μοιάζει με νότα από το τραγούδι που επανέρχεται σαν λαϊτμοτίφ, με μια «Γυμνοπαιδία» του Σατί όπως λέει – ο χρόνος κυλάει στις άκρες του δωματίου με τη χάρη του φωτός. Κι από εκεί απλώνεται στα πέρατα της πόλης που έθρεψε τον Μένη Κουμανταρέα και τον έχρισε αυτόχρημα συγγραφέα της. «Γύρω μας το τοπίο ένα κολάζ από σκηνές της γήινης ζωής μας» γράφει για τις στιγμές μιας ζωής που δεν είναι τελικά παρά ο ουσιαστικός και μοναδικός θησαυρός των σκέψεων του συγγραφέα, οι οποίες σκορπίστηκαν για πάντα στον μύθο της πόλης κι έγιναν αναπόσπαστο τμήμα της. Ακόμα κι αν ποτέ δεν μάθουμε την αλήθεια τους, αρκεί ότι έγιναν ιστορία και ότι ειπώθηκαν με αυτό τον τρόπο – άρα υπήρξαν: «Οι νεκροί παίρνουν τα μυστικά μαζί τους φεύγοντας – καμιά ανακάλυψη της επιστήμης δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να το εξιχνιάσει». Γι' αυτό και περισσότερο απ' όλους ο Μένης Κουμανταρέας στο βιβλίο του δοξάζει τον Διονύσιο Σολωμό: «Πάνω από το μνήμα μου κανενός δεν θέλω τη σκιά» γράφει σε αυτή την ωδή στον θάνατο και την ελευθερία. Καμιά σκιά επομένως δεν θα καλύψει τις σκέψεις του, που θα γίνουν μέρος της συλλογικής μνήμης της πόλης, ακριβώς όπως το ήθελε και όπως το υπαγόρευσε στο προφητικά αυτοβιογραφικό κύκνειο άσμα του Ο θησαυρός του χρόνου.

 

 

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο γυναίκες συγγραφείς αποκαλύπτουν τα κρυφά μυστικά της γραφής

Βιβλίο / Όλες οι γυναίκες του κόσμου στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», η μητρότητα γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες τις μητέρες και όλες τις κόρες με τις γυναίκες της Ιστορίας που θαυμάσαμε, αλλά και τις ανώνυμες «Παναγίες» που κράτησαν στους ώμους τους τα βάρη της ανθρωπότητας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός» ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Νίκος Μπακουνάκης / Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός»

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ, στην πρώτη του συνέντευξη, μιλά στη LIFO για τους στόχους και τις δράσεις του ιδρύματος και για το προσωπικό του όραμα για το βιβλίο. Ποιος ο ρόλος των μεταφράσεων στην πολιτιστική διπλωματία και πώς θα αυξηθεί η φιλαναγνωσία; 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζόναθαν Κόου

I was there / Τζόναθαν Κόου: «Το να είσαι κυνικός δείχνει τεμπελιά στη σκέψη»

Ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για τη συγγραφή ως «πολυτέλεια για λίγους», την εκλογή Τραμπ ως «έκφραση απόγνωσης» και τη «woke» κουλτούρα ως πράξη ενσυναίσθησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Σαν σήμερα  / Πολ Όστερ: «Οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες»

Σαν σήμερα 30 Απριλίου, το 2024 πεθαίνει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και μετρ της σύμπτωσης, που κατάφερε να συνδυάσει την προοπτική των άπειρων φανταστικών κόσμων με το ατελείωτο κυνήγι των ευκαιριών και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Βιβλίο / Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Η τελευταία μεγάλη μορφή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που πίστευε πως «η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα» έφυγε την Κυριακή σε ηλικία 89 ετών. Ξεχωρίσαμε πέντε από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματά του.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

σχόλια

1 σχόλια