Ένα μεσημέρι στο Δίπορτο

Ένα μεσημέρι στο Δίπορτο Facebook Twitter
0

Μεσημέρι στη Βαρβάκειο, γωνία Σωκράτους και Θεάτρου, στο υπόγειο ενός εγκαταλειμμένου νεοκλασικού με έντονη την εικόνα της παρακμής, όπως άλλωστε και όλη η γύρω περιοχή. Στο Δίπορτο, μια από τις πιο παλιές ταβέρνες που έχουν απομείνει στο κέντρο της Αθήνας, κόσμος ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά ψάχνοντας για τραπέζι. Δύσκολο τέτοια ώρα, πρέπει να περιμένεις αρκετά για να αδειάσει κάποιο -εκτός κι αν καθίσεις δίπλα σε κάποιον άγνωστο. Η τσίκνα και η κάπνα απ' τα τσιγάρα που γεμίζουν τον χώρο και το φως που διαχέεται μέσα από τις μόνιμα διάπλατα ανοιχτές πόρτες, τα απότομα σκαλιά και το σκηνικό που θα μπορούσε να είναι από ταινία του μεσοπολέμου σού φέρνουν στο μυαλό το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Ο αστικός μύθος που λέει ότι αυτή είναι η «υπόγεια ταβέρνα» στην οποία αναφέρεται ο Βάρναλης στους «Μοιραίους» του («Μες την υπόγεια την ταβέρνα / μες σε καπνούς και σε βρισιές / (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) / όλη η παρέα πίναμε εψές...») κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο μυστηριώδη. Ίσως και να ισχύει.

Ξύλινα τραπέζια, καρέκλες και βαρέλια φθαρμένα από τα εκατόν τόσα χρόνια που βρίσκονται αμετακίνητα στο μαγαζί, χάλκινες κούπες κρασιού, ο μαρμάρινος νεροχύτης, το μαντεμένιο ντουλάπι και το ψυγείο Ιζόλα, η λαδόκολλα αντί για τραπεζομάντηλο και τα κομμάτια χαρτιού (και όχι χαρτοπετσέτες) που φτάνουν στα τραπέζια θα μπορούσαν να είναι η αντίσταση του κυρ-Μήτσου στην γκλαμουριά που επέβαλαν τα νέα εστιατόρια, η επέλαση της τρέντι ταβέρνας και του κακού φαγητού. Όλα εδώ μέσα έχουν μεγάλη δόση αυθεντικότητας -ο μαγαζάτορας επιμένει να είναι όλα στη θέση τους ακριβώς όπως τη δεκαετία του '50, που ανέλαβε τη διαχείριση (ακόμα κι αν χρειαστεί να πληρώνει πρόστιμα για το φθαρμένο πάτωμα και τον μαρμάρινο νεροχύτη ακριβώς μπροστά στην είσοδο). Κυρίως όμως το φαγητό. Λίγα πιάτα, καλομαγειρεμένα, απαράλλαχτα, αυτό το φαγητό που κάποτε ονομαζόταν «ταβέρνας» αλλά σήμερα λες «σπιτικό»: φασολάδα, ρεβιθάδα, φάβα πικάντικη, σαρδέλες ψητές και ψάρια τηγανητά, πατάτες γιαχνί με σέλινο (όλα φτιαγμένα επί τόπου, στον ίδιο μικροσκοπικό χώρο) με συνοδεία ρετσίνας απ' τα βαρέλια. Απλό, χορταστικό, τίμιο.

Στο Δίπορτο για πολλά χρόνια σύχναζαν αποκλειστικά οι εργαζόμενοι στη Βαρβάκειο, διανοούμενοι και καλλιτέχνες· με τα χρόνια όμως η ανθρωπογεωγραφία του μαγαζιού άλλαξε, οι οδηγοί όλου του κόσμου, που αναζητούσαν δόσεις παλιάς Αθήνας, έστειλαν τουρίστες και μοδάτες νεαρόφατσες που μπλέκονται με γκαλερίστες, τύπους με μαύρα πουκάμισα και τσιγκελωτά μουστάκια, αλλοδαπούς που πουλάνε λουλούδια, ηθοποιούς, κουστουμαρισμένους επιχειρηματίες που επιστρέφουν στο γραφείο ποτισμένοι απ' την τσίκνα. «Ήρθα επειδή μου το σύστησαν σαν original ταβέρνα», μας λέει μια νεαρή Νορβηγίδα που τρώει με τη φίλη της δίπλα σε δυο αγνώστούς της Κρητικούς - η έλλειψη χώρου προσφέρεται για γνωριμίες, αρκεί να μιλάς στοιχειώδη αγγλικά. «Είναι ακριβώς όπως μου την περιέγραφαν: εξωτική (!) και απίστευτη». Το ζευγάρι δίπλα μας λύνει τα προβλήματα των φίλων του μιλώντας έντονα. Έρχονται εδώ και πολλά χρόνια στο μαγαζί, «πάνω από είκοσι» μας λέει η κυρία που μένει στον Διόνυσο. «Το επισκέπτομαι ανελλιπώς κάθε φορά που κατεβαίνω στο κέντρο, βρίσκεις το φαγητό της μαμάς σου και της γιαγιάς σου, τρως γρήγορα και φτηνά». «Μου αρέσει το περιβάλλον που είναι ζεστό και χαλαρό», προσθέτει μια άλλη κυρία που ακούει τη συζήτηση, «δεν βρίσκεις εύκολα πια ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης, οικονομικής κατάστασης και ηλικίας στον ίδιο χώρο, τουλάχιστον σε εστιατόριο».

Τρία νέα παιδιά που περιμένουν να βρεθεί θέση έρχονται εδώ «επειδή τρως φτηνά και υγιεινά, είναι χίλιες φορές προτιμότερα από φαστ φουντ»· «μας αρέσει και ο κόσμος», προσθέτει ο φίλος του, «είναι ωραίο να παρακολουθείς όλες αυτές τις φάτσες που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό της πόλης». Ο Ανέστης -η νέα γενιά του μαγαζιού, που ίσως είναι και ο επόμενος ιδιοκτήτης- πηγαινοέρχεται ασταμάτητα με πιάτα, κρασί και παγωμένο νερό και κλέβει χρόνο για να πλύνει ποτήρια στο μαρμάρινο νεροχύτη, ο μουσικός με το ακορντεόν παίρνει θέση ακριβώς μπροστά του και τραγουδάει Καζαντζίδη, η ευτραφής κοκκινομάλλα που μπαίνει φουριόζα τρίβει τον βασιλικό και το μαγαζί γεμίζει με ένα πιπεράτο άρωμα. Έχουμε αργήσει και περιμένουν ουρά οι πεινασμένοι για το τραπέζι μας, πληρώνουμε 30 ευρώ για τρία άτομα -περίπου όσο κάνει κι ένα πλήρες γεύμα σε φαστφουντάδικο- και ξαναβγαίνουμε στο φως...

Γεύση
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο ΚΙΝΩΝΩ στο Κουκάκι που περνάει την πιο νόστιμη φάση του

Γεύση / Στο ΚΙΝΩΝΩ στο Κουκάκι που περνάει την πιο νόστιμη φάση του

Ο Βαγγέλης από το «Σπιρτόκουτο» –δηλαδή ο Γιάννης Βουλγαράκης– άφησε τα Κύθηρα για την Αθήνα και ανανέωσε, με τις λιτές του γεύσεις, έναν χώρο όπου κάποτε αράζαμε για ποτά και τώρα πηγαίνουμε για φρέσκες παπαρδέλες και σφακιανόπιτα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Γιαννούδι, Μαραθέφτικο, Μαύρο: Οι άγνωστες δυνάμεις του κυπριακού αμπελώνα

Το κρασί με απλά λόγια / Γιαννούδι, Μαραθεύτικο, Μαύρο: Οι ερυθρές δυνάμεις του κυπριακού αμπελώνα

Σε τι ξεχωρίζουν οι γηγενείς κόκκινες ποικιλίες της Κύπρου; Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης φιλοξενούν τον οινολόγο και οινοποιό Σοφοκλή Βλασίδη και συζητούν μαζί του για τα αυτόριζα αμπέλια του νησιού.
THE LIFO TEAM
Ronin: Ένα καταφύγιο ιαπωνικής κομψότητας και γεύσης στο Κολωνάκι/ Στο Ronin στο Κολωνάκι θα ανακαλύψεις το νόημα της ιαπωνικής απλότητας/ Ronin: Η ιαπωνική απλότητα που συγκινεί σε κάθε πιάτο

Γεύση / Ronin: Ιαπωνέζικη κουζίνα με ακρίβεια, λιγότερο fusion, περισσότερο zen

Το εστιατόριο Ronin φέρνει στο Κολωνάκι τη δύναμη της απλότητας της ιαπωνικής κουλτούρας και την αποθέωση της γευστικής λεπτομέρειας σε έναν απολαυστικό διάλογο μεταξύ παράδοσης και μοντέρνας δημιουργίας.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Καπάνι Μάρκετ: Ένα οινορεστοράν που παντρεύει Βορρά, Βαλκάνια και Ανατολή

Γεύση / Καπάνι Μάρκετ: Ένα οινορεστοράν που παντρεύει Βορρά, Βαλκάνια και Ανατολή

Ο σεφ Δημήτρης Μπαλάκας σιγομαγειρεύει σχεδόν τα πάντα στον ξυλόφουρνο, «ψήθηκε» με τις παραδοσιακές γεύσεις στον φούρνο του παππού και της γιαγιάς του, και μοιράστηκε μαζί μας τρεις αυθεντικές συνταγές από τη Φλώρινα.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Γκίκας Ξενάκης

Γκίκας Ξενάκης / «Έχω κάνει λάθη – δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου για να τους σέβομαι όλους στην κουζίνα»

Μεγαλώνοντας στη Θήβα, αγάπησε το φρέσκο ψάρι, τα άγρια χόρτα και τις ταπεινές συνταγές. Αν και είχε αρχικά πολύ κακή εικόνα για τους μάγειρες, εξελίχθηκε σε σεφ για τον οποίο –όπως είπε ο Επίκουρος– μπορούσε να καταλάβει κανείς ένα πιάτο του με κλειστά τα μάτια. Ο «τιμονιέρης» της κουζίνας του Aleria, Γκίκας Ξενάκης, είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Πούλοι και κουκνούκοι, τα ζυμαρένια ειδώλια της Ανάστασης

Γεύση / Πούλοι και κουκνούκοι, τα ζυμαρένια ειδώλια της Ανάστασης

Ευφάνταστα τσουρέκια και καλιτσούνια της Λαμπρής, που βγαίνουν σε ποικίλα σχήματα και εκδοχές στα νησιά του Αιγαίου, θυμίζουν ζυμαρένια μικρογλυπτά και αναδίδουν την αρχοντική ευωδιά των ημερών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Πώς ο Ιωσήφ Ζησιάδης δημιούργησε το μοναδικό οινοποιείο της Πάτμου

Το κρασί με απλά λόγια / Πώς ένας πρώην υπουργός της Ελβετίας έγινε ο μοναδικός οινοποιός της Πάτμου

Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης φιλοξενούν τον Ιωσήφ Ζησιάδη, έναν άνθρωπο με πολυδιάστατη πορεία που κάποια στιγμή αποφάσισε να δημιουργήσει το μοναδικό οινοποιείο της Πάτμου.
THE LIFO TEAM
Από arrancini μέχρι καλαμάκι συκώτι στο χέρι: Αυτό είναι το νέο αθηναϊκό street food

Γεύση / Από arrancini μέχρι καλαμάκι συκώτι στο χέρι: Αυτό είναι το νέο αθηναϊκό street food

H Αθήνα έχει πολλά στριτφουντάδικα. Όμως κάποια νέα, εκτός από το ότι ανεβάζουν το επίπεδο, έχουν καταφέρει να γίνουν instant συνήθεια για το προσεγμένο φαγητό τους, αλλά όχι μόνο γι' αυτό.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ