Το μεγάλο σοκ

Το μεγάλο σοκ Facebook Twitter
Ακόμα, λοιπόν, και αν υπάρξει διάσπαση ή και οργανωτική αυτονόμηση των «συνεπών αριστερών» του ΣΥΡΙΖΑ, το απόθεμα της αντιμνημονιακής ευκολίας θα είναι εδώ. Διότι το νέο πλαίσιο προς υλοποίηση έχει οδύνη και μεγάλο πολιτικό κόστος. Φωτο: Nikos Libertas / SOOC
3

 

Τώρα το εμπεδώνουμε με τον πιο συνταρακτικό τρόπο: στις μεγάλες στιγμές κρίσης η πολιτική γίνεται διαχείριση των παράδοξων καταστάσεων. Αυτό σημαίνει πως ανατρέπονται παραδοσιακές γραμμές, ενώ συγχρόνως οι δημόσιες επιλογές αλλά και τα μύχια, προσωπικά διλήμματα αποκτούν δραματικό χαρακτήρα.


Εδώ και κάποιες ώρες η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα καλείται να αντέξει ένα πραγματικό σοκ. Δεν πρόκειται για μια συμβατική πολιτική στροφή, ούτε για απλές αναπροσαρμογές στην αφήγησή της, αλλά για μια ριζικά διαφορετική κατάσταση: μια μακράς διάρκειας συμφωνία λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων ανήκουν στην αναγνωρισμένη οικογένεια των καπιταλιστικών εκσυγχρονισμών. Με άλλα λόγια, αυτό που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποκάλεσε με κάποια φιλοσοφική διάθεση «ραντεβού με το πραγματικό». Η ηγεσία της κυβέρνησης, έπειτα από ισχυρότατες πιέσεις που σόκαραν και έναν Φρανσουά Ολάντ, έδωσε τη συγκατάθεσή της σε μέτρα τεχνοκρατικού οικονομισμού. Και το έκανε αυτό εκτιμώντας ότι η αποκόλληση της χώρας από το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα δρομολογήσει μια ασύγκριτα μεγαλύτερη καταστροφή για τους Έλληνες, και μάλιστα για τους φτωχότερους εξ αυτών.

Μια ορισμένη Αριστερά, αν δεν θέλει να αναλωθεί στην άγονη κατανάλωση άλλης μιας ήττας, έχει πλέον μια ιστορική ευκαιρία: να ενηλικιωθεί.


Τη στιγμή που γράφεται το κείμενο δεν ξέρω αν το σοκ θα απορροφηθεί με κάποιον τρόπο ή αν θα έχουμε πολύ σοβαρή και ίσως μοιραία αποσταθεροποίηση της κυβερνώσας πλειοψηφίας. Ένα ενδεχόμενο προβάλλει, όμως, ως σχεδόν αναπότρεπτο: ο ΣΥΡΙΖΑ, ως συγκεκριμένη εκδοχή Αριστεράς της κρίσης και κινηματικός πολιτικός οργανισμός, δεν μπορεί να συνεχίσει όπως πριν. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την άποψη που διακινείται αυτές τις μέρες, το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι ότι διαψεύστηκε ηχηρά η υπόσχεση για «κατάργηση της λιτότητας» και για μια κοινωνικά δίκαιη έξοδο από την κρίση. Εδώ και καιρό οι περισσότεροι Έλληνες έχουν ήδη αντιληφθεί πως δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια επιστροφής στα μισθολογικά και καταναλωτικά επίπεδα «προ της κρίσης». Έχουν γίνει φανερές οι δυσκολίες, τα διεθνή εμπόδια αλλά και η συνολική παραγωγική και θεσμική καθίζηση της χώρας. Το βαθύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι η κληρονομιά της «αντιμνημονιακής» κοινωνικοπολιτικής κουλτούρας. Το ότι το αντι-μνημόνιο κυοφόρησε πολλές ρηχές βεβαιότητες και ανεπιτυχείς προβλέψεις. Και ενοχοποιώντας τη διαφωνία για τις προτεινόμενες λύσεις, εμπόδισε και την ουσιαστική ενημέρωση για τη φύση της κρίσης και την ανάπτυξη.


Μια κουλτούρα αστόχαστης κομπορρημοσύνης και προγραμματικής προχειρότητας γέννησε και το διακριτό ύφος Βαρουφάκη. Και πέρα από αυτόν, έθρεψε μια θεαματική, συμβολική και ακτιβιστική αντίληψη περί διαπραγμάτευσης. Με τα γνωστά, πλέον, αποτελέσματα.

Αυτό είναι, πιστεύω, κάτι πολύ πιο βαρύ από τα εσωτερικά πάθη του «αριστερού» ή του «δεξιού» ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αφορά μια ολόκληρη σχολή ακραίας καχυποψίας και ψευδο-σύγκρουσης. Μην το ξεχνάμε: για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ πολιτική σημαίνει πάντα, σχεδόν αποκλειστικά, σύγκρουση και ενορχήστρωση της αντιπαράθεσης. Η συνομιλία με κάποιους άλλους, οι ανοιχτές συνεργασίες και η ελεύθερη έρευνα των δημόσιων προβλημάτων θεωρούνται χαζο-φιλελεύθερα ή «απολιτίκ» πράγματα. Παρά τις αποστάσεις του χώρου από τη λενινιστική ορθοδοξία, παραμένει πάντα η αντιπάθεια προς τους συμβιβασμούς. Το «ούτε βήμα πίσω» ή το «δεν θα περάσει» δεν επισφραγίζουν μόνο έναν τρόπο πολιτικής αλλά και τρόπους ζωής με ισχυρό υπαρξιακό αποτύπωμα.


Ακόμα, λοιπόν, και αν υπάρξει διάσπαση ή και οργανωτική αυτονόμηση των «συνεπών αριστερών» του ΣΥΡΙΖΑ, το απόθεμα της αντιμνημονιακής ευκολίας θα είναι εδώ. Διότι το νέο πλαίσιο προς υλοποίηση έχει οδύνη και μεγάλο πολιτικό κόστος. Σκέφτομαι, ας πούμε, τους νησιώτες τουριστικούς επιχειρηματίες ή τους αγρότες και την αντίδρασή τους στη νέα φορολόγησή τους. Αλλά και το τεράστιο ηθικό ζήτημα που ανοίγει η συμφωνία σε σχέση με το Ελληνικό και άλλα εμβληματικά μέτωπα δράσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.


Μπορεί, όμως, το πρόβλημα να μην έχει λύση και να οδηγηθούμε στην πτώση της κυβέρνησης. Ένα μεγάλο σοκ, βέβαια, δεν λειτουργεί μονοσήμαντα, διαλυτικά και καταστροφικά. Αν κατακαθίσει η σκόνη και δεν «ανατιναχτεί το κράτος», ενδέχεται να δούμε σημάδια θετικής μεταστροφής στην ελληνική πολιτική κουλτούρα: να ηττηθούν τα άγονα σύνδρομα απόλυτης δικαίωσης και ηθικής υπεροχής. Να οργανωθεί πλάι στη σύγκρουση και ένα πεδίο διαλογικών συνθέσεων. Ακόμα και αν αυτό που συνέβη στις Βρυξέλλες δεν είναι προωθητικός συμβιβασμός αλλά μια συνθηκολόγηση και μια μεγάλη πολιτική ήττα, η Ιστορία δεν τελειώνει σε αυτήν τη στιγμή.


Μια ορισμένη Αριστερά, αν δεν θέλει να αναλωθεί στην άγονη κατανάλωση άλλης μιας ήττας, έχει πλέον μια ιστορική ευκαιρία: να ενηλικιωθεί. Να ενηλικιωθεί, φροντίζοντας να μην αφήσει στον κ. Σόιμπλε και στους ομοίους του το μονοπώλιο της πραγματικότητας.

3

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

σχόλια

1 σχόλια
Ποια είναι ακριβώς η αριστερά που περιμένετε να ενηλικιωθεί;Η αριστερά του Λαφαζάνη,του Στρατούλη,της Κωνσταντοπούλου,της Μακρή και του Μιχελογιαννάκη;όσο για την κουλτούρα της απολυτότητας και της αντιπαράθεσης που διακρίνει την αριστερά εξηγεί απόλυτα το γεγονός ότι σε όλες τις προηγμένες κοινωνίες τα αντίστοιχα κόμματα είναι στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Θλίβομαι όταν διαβάζω τέτοια σχόλια, όπως το δικό σου αγαπητέ/ή #trufon. Καμιά αυτοκριτική για τους λόγους που φτάσαμε μέχρι εδώ. Πάντα φταίνε οι άλλοι, οι ξένοι, οι οποίοι μας κυνηγούν (γιατί αλήθεια, επειδή μας ζηλεύουν;). Με αυτή τη νοοτροπία φτάσαμε όχι στα τέσσερα, αλλά στα εκατόν τέσσερα.