O δημοσιογράφος Έρνεστ (Μίλερ) Χέμινγουεϊ

O δημοσιογράφος Έρνεστ (Μίλερ) Χέμινγουεϊ Facebook Twitter
0

Ο γνωστος γονικός μύθος της αμερικανικής οικογένειας (προτεσταντικής προελεύσεως, φυσικά) που ορίζει ότι το παιδί πρέπει να εγκαταλείπει το σπίτι σε μικρή ηλικία για να μάθει μόνο του τον Θεό και τον κόσμο, καθώς φαίνεται, επαληθεύτηκε πλήρως στην περίπτωση του Χέμινγουεϊ. Γεννημένος το 1899 στο Όουκ Πάρκ του Ιλινόις, ο Έρνεστ έμελλε να θέσει ένα περίπλοκο ζήτημα στους αναγνώστες και στους βιογράφους του: ποιος από τους δυο γονείς έπαιξε τον ισχυρότερο ρόλο στη διαμόρφωσή του; Ο γιατρός πατέρας που αγαπούσε το κυνήγι και το ψάρεμα ή η μητέρα του Γκρέις Χωλ, που είχε κλίση στη μουσική, την οποία εγκατέλειψε προς χάριν της οικογένειας; Η κυρία Χωλ, όπως γράφει στην εισαγωγή του Με υπογραφή Χέμινγουεϊ ο Ηλίας Μαγκλίνης, ήθελε να γεννήσει δίδυμα κι αφού η προσδοκία της δεν επαληθεύτηκε, άρχισε να ντύνει τον Έρνεστ σαν να ήταν κορίτσι (όπως έκανε και η μάνα του δικού μας Καβάφη)· μάλιστα, κάποιοι βιογράφοι αναφέρουν ότι τον φώναζε «Ερνεστίν» και τον προόριζε για μουσικό (όντως ο Έρνεστ μάθαινε τσέλο).

Μέσα σε αυτό το σπίτι με τις βικτωριανές αρχές, ο νεαρός δύσκολα θα μπορούσε ν’ αναζητήσει και να βρει τον εαυτό του· έκανε, λοιπόν, ό,τι ορίζει ο γονικός μύθος, και στη δική του περίπτωση η μητρική απαίτηση: «ή φεύγεις απ’ το σπίτι ή βρίσκεις δουλειά!». Βρήκε, πράγματι, δουλειά ρεπόρτερ σε εφημερίδα, έφυγε απ’ το Όουκ Παρκ, παντρεύτηκε, κατατάχθηκε στον στρατό ως οδηγός ασθενοφόρου (το αριστερό του μάτι ήταν ελαττωματικό), αρνήθηκε τις σπουδές και βέβαια άλλαξε προσωρινά πατρίδα, καθώς έζησε επί χρόνια στο Παρίσι, στον κύκλο του Σκοτ Φιτζέραλντ, της Γερτρούδης Στάιν και του Έζρα Πάουντ.

Το γράψιμο για τον Χέμινγουεϊ θα πρέπει να ήταν κάτι σαν σωματική συνήθεια, ένας τρόπος να συνομιλεί με τον εαυτό του και να κρατά μιαν ασφαλή απόσταση από τους άλλους, άσχετα προς την ποιότητα ή το είδος της συγγραφής. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι δεν πέρασε περίοδο στειρότητας, τα βιβλία του προδίδουν αδιατάρακτη περιοδικότητα, παρά τους πολέμους, τους γάμους και τις δημοσιογραφικές του μετακινήσεις (με εξαίρεση τον Β’ Παγκόσμιο). Παραθέτουμε: Κι ο ήλιος ανατέλλει (1925)*, Άνδρες χωρίς γυναίκες (1927), Αποχαιρετισμός στα όπλα (1929)*, Νικητή μην πάρεις τίποτα (1933), Θάνατος το απομεσήμερο (1932)*, Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής (1935)*, Να έχεις και να μην έχεις (1937)*, Πέμπτη Φάλαγγα (1938), Για ποιον χτυπά η καμπάνα (1940)*, Ο γέρος και η θάλασσα (1952)*, Μέσα απ' το ποτάμι και στα δέντρα (1950)*, Μια κινητή γιορτή* (1964), Νησιά στον κόλπο (1970) κ.λπ. (όσα σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εκδοθεί στις εκδόσεις Καστανιώτη).

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι πολλοί κριτικοί διατείνονται πως ήδη με τον Αποχαιρετισμό στα όπλα (1929) ολοκληρώνεται το «καλό γράψιμο» για τον Έρνεστ, πιθανώς έχουμε το δικαίωμα να προσδώσουμε στη γραφή του –λογοτεχνική ή δημοσιογραφική- μιαν έννοια ευρύτερη. Μανιώδης λάτρης του ψαρέματος, του κυνηγιού, των ταυρομαχιών, της ζούγκλας και βέβαια του πολέμου, ο συγγραφέας είχε το τακτ και το μεράκι της αυτοβιογράφησης, καθώς σε κάθε «ανδρική» εμπειρία κινδύνου συναντούσε τη μορφή του πατέρα του ή ενός εαυτού του που θύμιζε πλασματικά τον πατέρα. Άλλωστε, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στα περισσότερα -περιπετειώδη- βιβλία του (Πέμπτη Φάλαγγα, Θάνατος το απομεσήμερο, Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής) το κεντρικό πρόσωπο βιώνει καταστάσεις κινδύνου και συνάμα αντικατοπτρίζει τις βαθύτερες ενορμήσεις του συγγραφέα - πιο σωστά, είναι μια εμφανέστατη παραλλαγή του Χέμινγουεϊ.

Τυχαία μήπως τον μαγνήτιζε ο πόλεμος; Η γενικευμένη κινητοποίηση που επιφέρει η επιστράτευση τού μετέδιδε κάτι βαθύτατα αρρενωπό (όπου γυναίκες δεν υπάρχουν και ο θάνατος θερίζει), οπότε και η γραφή του μοιραία ακολουθούσε μια προχειρότητα που συμπλεκόταν τιμητικά με την αίσθηση του θανάσιμου κινδύνου. Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι ήταν ένας άνθρωπος που τον γοήτευαν, επίσης, και τα σκληρά αθλήματα - είχε, όπως λένε, υποστεί δεκατρείς διασείσεις στο ράγκμπι. Συνάμα, η αμεσότητα της δημοσιογραφικής ματιάς ήταν συνυφασμένη -ως δίδυμη αδελφή- με τη λογοτεχνία του. Όταν δημοσιογραφούσε, είναι βέβαιο ότι διέτρεχε μικρό ή μεγάλο κίνδυνο· άρα, το γράψιμό του ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, συγκρινόμενο με τη μεστή εμπειρία του πολεμικού κινδύνου. Πιθανότατα τα 237 θραύσματα που τρύπησαν το σώμα του το 1918 στην Ιταλία να ήταν –ως κατόρθωμα- μια από τις καλύτερες βιωματικές «σελίδες» του.

Ασφαλώς, θα πρέπει να τον συγκρίνουμε και με τους Αμερικανούς φίλους του στο Παρίσι· δεν είναι εύκολο να φανταστούμε, για παράδειγμα, τον Σκοτ Φιτζέραλντ να γράφει πολεμικό ρεπορτάζ ή να επιδίδεται σε σκηνές κυνηγιού. Η εσωτερικότητα, ένα γράψιμο τέλος πάντων που δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά πασχίζει να την υποκαταστήσει από ρίζης μέχρι κλάδου, δεν περιλαμβανόταν στις αρετές του Χέμινγουεϊ. Στην παθητικότητα, την απελπισία και την απαισιοδοξία (αυτού που ονομάστηκε «Χαμένη γενιά») ο Έρνεστ αντέτασσε άλλοτε έναν διάχυτο και άλλοτε έναν προβληματικό ανδρισμό που, αν δεν κατόρθωνε να αθανατισθεί ως λογοτεχνική γραφή, μεταπηδούσε αβρόχοις ποσί σε σελίδες ημερολογιακές, δημοσιογραφικές ή σε μυθιστορήματα δευτεροκλασάτα. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δημοσιογραφώντας για τον Ισπανικό Εμφύλιο, τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα Βαλκάνια και τη Θράκη, είναι βέβαιο ότι είχε πλήρη επίγνωση πως βρισκόταν στο κέντρο του κόσμου, η ιστορική πραγματικότητα γύρω του ανάσαινε (και) σαν λογοτεχνικό δράμα, κατά συνέπεια δεν ανεχόταν η πνευματική αυστηρότητα να του στερήσει τη συμμετοχή σε κάτι τόσο βαρύνον ώστε τελικά να ονομαστεί «Ιστορία». Οσάκις η καμπάνα χτυπούσε, αυτός όφειλε να είναι παρών. Σαν δημοσιογράφος μάλλον, παρά σαν συγγραφέας. Έτσι, βρέθηκε από το Παρίσι στη Θράκη, παρά το γεγονός ότι η πρώτη του γυναίκα Χάντλυ Ρίτσαρντσον αντέδρασε σοβαρά. Στις 3 Νοεμβρίου 1922 γράφει στην εφημερίδα «Τορόντο Σταρ»:

«Καθώς γράφω, ο ελληνικός στρατός ξεκινάει την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Με τις αμερικάνικες στολές τους, που δεν τους έρχονται και πολύ καλά, βαδίζουν κατά μήκος της υπαίθρου, το ιππικό περιπολεί μπροστά, οι στρατιώτες παρελαύνουν σκυθρωπά, αλλά ενίοτε χαμογελούν, καθώς περνάμε μπροστά από τις παρατεταγμένες φάλαγγες. (…) Ακόμη και στην εκκένωση, οι Έλληνες φαίνονται καλοί στρατιώτες. Έχουν έναν αέρα θαρραλέας επιμονής που θα σήμαινε δύσκολα ξεμπερδέματα για τον Τούρκο, αν ο στρατός του Κεμάλ έπρεπε να πολεμήσει για τη Θράκη αντί αυτή να του δοθεί σαν δώρο στα Μουδανιά».

«Οι Έλληνες βρίσκονται σε διαφορετική θέση από τους Αρμένιους και τους Εβραίους. Έχουν εθνική συνείδηση. Είναι αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός κατά την υποχώρησή του από την Ανατολία ρήμαξε κι έκαψε τα τούρκικα χωριά, έκαψε τα σπαρτά στα χωράφια, το σιτάρι στα αλώνια και διέπραξε ωμότητες…».

Περί φιλελληνισμού, βέβαια, λόγος δεν τίθεται· παντού ο Χέμινγουεϊ απολαμβάνει την πολεμική διασάλευση, τα μεγάλα λόγια των αρχηγών (Μπίσμαρκ: «Στα Βαλκάνια, όσοι φοράνε το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι είναι απατεώνες»), καθώς και την οδυνηρή πραγματικότητα που μεταβάλλεται εν ριπή οφθαλμού σε πλάσμα της φαντασίας. « Έχοντας αφήσει πίσω μου τη φρίκη των προσφύγων της Θράκης, ήδη όλη αυτή η εικόνα αρχίζει να μοιάζει εξω- πραγματική. Αυτό είναι το θείο δώρο των αναμνήσεών μας».

Κατ’ ουσίαν, ο πολεμικός ανταποκριτής της «Τορόντο Σταρ» ήταν συλλέκτης δραματικών εικόνων, εραστής του λυρισμού της φρίκης και οποιουδήποτε πράγματος του χάριζε συγκίνηση, ένταση και εμμέσως την ασφάλεια του παρατηρητή που τελικά θα επιστρέψει σώος και αβλαβής από κει που ’ρθε. Ο Γέρος και η θάλασσα, που θα του χαρίσει το βραβείο Πούλιτζερ το 1952 και θα προετοιμάσει την κοινή γνώμη για το βραβείο Νόμπελ μετά από δύο χρόνια, ουσιαστικά αποτελεί και τη βαθύτερη ταυτότητα του Έρνεστ, ο οποίος αντέγραψε (και) στα στερνά του τον πατέρα του: αυτοκτόνησε με κυνηγετική καραμπίνα όπως και ο γιατρός Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ αυτοπυροβολήθηκε με το τουφέκι που ο πατέρας του είχε πολεμήσει στον αμερικανικό εμφύλιο.

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ