Δυο ξένοι. Αυτό είμαστε.

Δυο ξένοι. Αυτό είμαστε. Facebook Twitter
0
Δυο ξένοι. Αυτό είμαστε. Facebook Twitter
©Kökoa Design

Δεν πίστευα ποτέ πως θα γινόμασταν έτσι. Βέβαια, εγώ έφυγα. Εγώ έφτιαξα την ζωή μου με κάποιον άλλον. Εσύ ήσουν εκεί, στην ίδια θέση. Όσο εγώ πνιγόμουν από σένα και ήθελα να προχωρήσω στην ζωή μου, εσύ χανόσουν στην σκέψη πως με χάνεις.

Μου είχες πει πως κάποιες μέρες δεν άντεχες να είσαι καν όρθιος. Καθόσουν κάτω, «κοντά στην γη», γιατί δεν σε κρατούσαν τα πόδια σου. Εγώ όμως πετούσα τόσο μακρυά από τη γη. Είχα βρει ένα άλλο πρόσωπο, οικείο; όχι πλέον ξένο σαν το δικό σου.

Στην αρχή όλα ήταν εύκολα –για μένα κυρίως. Παρά το κλάμα που έριξα σε εκείνη την τρύπα-δωμάτιο εκείνο το αβάσταχτο απόγευμα στο βροχερό Λονδίνο, ήμουν καλά. Εξάλλου για αυτό έφυγα. Πίστευα πως «δεν πήγαινε άλλο». Με είχε συνεπάρει η πρώτη χρονιά σε μια άλλη χώρα. Με ρούφηξαν τα νέα πρόσωπα. Με απορρόφησε το διάβασμα. Δεν είχα χρόνο για σένα.

Ήμουν ειλικρινής, και σου είπα ότι το τελειώνω για να μην γίνει χειρότερο. Μέτα από τρείς- τέσσερις μήνες όμως άκουσες πως είμαι με «τον άλλον» - πώς να μην γίνει χειρότερο; Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως αποδέχτηκες την αλήθεια. Ότι πράγματι χωρίσαμε για άλλους λόγους, όχι επειδή βρήκα κάποιον άλλον. Τόσο γενναιόδωρος ήσουν. Εγώ σε έστελνα όλο και πιο μακρυά, όλο και πιο κοντά στην γη, ενώ εσύ με λάτρευες, το πάλευες, δεν με πάλευες.

Σχεδόν ενάμιση χρόνο μακρυά σου, τώρα κατάλαβα επιτέλους πως ένιωθες εκείνο το βροχερό απόγευμα, όταν έχανες την γη κάτω από τα πόδια σου. Τώρα, που ακόμα και στο άκουσμά του ονόματός σου κάτι μέσα μου με καίει. Τώρα που έμαθα πως προχώρησες και εσύ. Τι εγωίστρια, λέω στον εαυτό μου. Κι όμως, αν με ξέρεις, μπορείς να καταλάβεις ότι ακόμα σε αγαπώ, δεν είναι από εγωισμό το πείσμα.

Δεν σε έχω ξεπεράσει – πόσο ειρωνικό! Επαναπαυόμουν πάντα στο ότι είχαμε μια σύνδεση μεταξύ μας. Κοιταζόμασταν και όλα γύρω εξαφανίζονταν. Ακόμα και αν ήμουν σε μια άλλη σχέση, εσύ πάντα με δεχόσουν. Θα μπορούσες να με έχεις βρίσει, να με σβήσεις από παντού, να αλλάζεις δρόμο όταν με βλέπεις. Αλλά εσύ δεν έκανες τίποτα από αυτά. Με κάλεσες ακόμα και στο σπίτι σου, με όλους τους παλιούς μας φίλους για να γιορτάσουμε το νέο έτος!


Έχουμε φτάσει τόσο μακρυά. Σε θαυμάζω κάθε μέρα, όσο μπορώ. Από λόγια κοινών φίλων, από καμία φωτογραφία που θα δω στα social media. Χάχα, εκεί φτάσαμε. Δεν τολμάω να σε διαγράψω από πουθενά. Με καίει, να δω πού είσαι, να δω τι κάνεις, πώς περνάς.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο χτες. Που σε αντίκρισα μετά από πολύ καιρό. Δεν είχαμε τι να πούμε. Είναι ίσως η δεύτερη φορά στην ζωή μου που υπάρχει τόση αμηχανία γύρω μου. Δεν είχαμε τι να πούμε. Κι όμως, χείμαρρος αυτά που ήθελα να σου πω. Το είχα καταλάβει από τα μηνύματά σου πως πια δεν έχεις όρεξη να μου μιλάς. Ακόμα και τα τυπικά στις γιορτές και τα γενέθλια, τα «έκοβες» πριν προλάβω να σε ρωτήσω κάτι παραπάνω. Δεν σε κατηγορώ, και πολύ με ανέχτηκες.

Έτσι και χτες. Μιλούσαμε και δεν λέγαμε τίποτα. Σε έβλεπα, δεν ήθελες. Πώς να θέλεις θα μου πεις... Εγώ το είχα πει σε όλες μου τις φίλες: Κάποτε θα κλαίω για σένα, και θα είναι πια αργά.

Είναι αργά.

Οι πρώτοι έρωτες δεν ξεχνιούνται, λένε. Μα καλύτερα να σε ξεχάσω, πάρα να πρέπει να προσποιούμαι οτι σε ξέχασα. Ποιος, εγώ, που «δεν είχα χρόνο για σένα», αλλά βρήκα για κάποιον άλλον. Ποιος, εγώ, που προστάτευα τόσο πολύ την δική μας παρελθοντική σχέση, σε σημείο που κατέστρεφα την παροντική μου σχέση.

Αυτή είμαι. Αυτή που της πήρε ενάμισι χρόνο να καταλάβει την άξια σου. Αυτή που επί ενάμισι χρόνο έκανε τα πάντα για να προστατέψει και να ξαναχτίσει μια σχέση που εκείνη η ίδια διέλυσε.

Δυο ξένοι. Αυτό είμαστε. Και φταίω εγώ.

Απο την Ζουζού

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ