Η Μάρθα!

Η Μάρθα! Facebook Twitter
0
Η Μάρθα! Facebook Twitter


Φόραγε φόρμες και αθλητικά παπούτσια. Λεπτή, προσεγμένη, αλλά με μια διαστροφή γραμμένη επάνω της. Μακριά μαλλιά κατάμαυρα, πολύ έντονα βαμμένα μαύρα φρύδια, φουσκωμένα από αισθητική παρέμβαση χείλια σε βαθμό να γίνεται μια φοβιστική και εν τέλει απεχθής φιγούρα. Φόραγε χρυσό σταυρό στο λαιμό. Την έλεγαν Μάρθα, ή μάλλον έτσι ονομάστηκε από Μένιος, που ήταν αρχικά. Μενέλαος βαφτίστηκε και με αυτό το όνομα έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ανέμελα παιδικά χρόνια μέχρι την εφηβεία. Είχε και νωρίτερα ανησυχίες ότι κάτι πήγαινε περίεργα, αλλά δεν μπορούσε να το διακρίνει, να το διευκρινίσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Του άρεσαν τα αγόρια και τα σκεφτόταν από καιρό σε καιρό. Επίσης τρελαινόταν με τα φορέματα της μεγαλύτερης αδελφής του, με τα γυναικεία αρώματα, με τα οποία φρόντιζε να λούζεται, όχι απλά να τα αφορά, ακόμα και όταν πήγαινε σχολείο.


Όταν εκείνη ήταν στη εφηβεία και ο Μένιος επτά χρονών, παρατήρησε ότι κάτι συνέβαινε κάθε μήνα στη ζωή της Αλεξάνδρας και λίγο ζήλευε που και εκείνος δεν είχε αυτή την απασχόληση, να αλλάζει κάθε τόσο εσώρουχο που λερώνονταν, να κάνει συχνά μπάνιο, να πονά και η μαμά να είναι από δίπλα. Μια φορά πρόσεξε και τα ματωμένα σεντόνια. Δεν τον τρόμαξαν, ήταν σαν εξοικειωμένος και με αυτό ακόμα.


Στις διακοπές και γενικά, όταν μπορούσε, επιδίωκε να φορά τα φουστάνια της Αλεξάνδρας και εκείνη, όσο ήταν μικρός το διασκέδαζε. Τον αντιμετώπιζε σαν κούκλα, σαν καρτούν.


Μεγαλώνοντας το θέμα έγινε σοβαρότερο. Ήταν όμορφο αγόρι, λεπτό, με διακριτικά χαρακτηριστικά, αριστοκρατικό, σαν κορίτσι. Φλέρταρε κάποιες κοπέλες μιας και το έκαναν και οι άλλοι συμμαθητές του, αλλά αναστατωνόταν μόνο με τα αγόρια. Κάποτε τα έφτιαξε με τη Μαρία, μια κοπέλα στην ίδια ηλικία με αυτόν, σε άλλο σχολείο, αλλά από την ίδια γειτονιά. Κακό αυτό! Εκείνη όμορφη κοπέλα, πολύ γοητευμένη μαζί του, φιλιά, αγκαλιές. Κάποτε βρέθηκαν στο σπίτι της Σαββατόβραδο μόνοι τους. Εκείνη ήταν πιο ενθουσιασμένη από το Μένιο, έλειπαν οι γονείς της, τώρα θα φιληθούν όσο θέλουν και χωρίς να φοβούνται. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι ο Μένιος αρχικά ήταν ερεθισμένος, όχι τρομερά, καθώς όμως τα φιλιά συνεχιζόντουσαν το ενδιαφέρον του άρχισε να μειώνεται και να συρρικνώνεται το μόριό του και αυτό συγκρούστηκε με την ανασφάλεια της Μαρίας.


—Δε σου αρέσω ! Αυτό είναι; Μήπως δεν είμαι πολύ όμορφη; Είμαι λίγο παχιά; θα αδυνατίσω!
—Τι είναι αυτά που λες; Είσαι υπέροχη και βέβαια μου αρέσεις, θα άρεσες σε κάθε άντρα! Δικό μου είναι το πρόβλημα, επειδή δεν έχω ξανακάνει έρωτα, ποτέ πριν!


Η Μαρία ανέβηκε, θα γίνει η μούσα του! Μαζί θα εξιχνιάσουν τα άδυτα του έρωτα. Θα εφαρμόσει όσα είχε ακούσει, διαβάσει και δει. Αυτό την ερέθισε περισσότερο. Ξανάρχισε να τον φιλά περιπαθώς, εκείνος ανταποκρίθηκε για λίγο και μετά τα ίδια. Εκείνο το απόγευμα – βράδυ δεν έγινε τίποτα καθοριστικό. Ο Μένιος με πίεση χάιδεψε τη Μαρία στα απόκρυφα μέρη της και τη φίλησε, κάπως σαν αγγαρεία για να μην ξεφτιλιστεί εντελώς. Το κάλυψε.


Η Μαρία είχε πειστεί ότι κάποιο πρόβλημα οργανικό τον ταλαιπωρούσε και αποφάσισε να ξυπνήσει τη χαμένη λίμπιντο του ανάπηρου Μένιου.


Μια μέρα μεσημέρι στο δρόμο και συγκεκριμένα στη στάση του λεωφορείου, πέρασε κάποιος, τον κοίταξε έντονα και μετά τον ξανακοίταξε, σαν να ήθελε να του πει κάτι, σαν να τον ήξερε από κάπου και του έκανε ένα μυστικό νεύμα. Ο Μένιος δεν κατάλαβε και καλά γιατί τον ακολούθησε σιωπηλά μέχρι τη μικρή στοά πιο πέρα, όπου ο άλλος του πρότεινε το μόριό του και του έσπρωξε το κεφάλι προς την κατεύθυνση αυτή. Ενώ ο κόσμος περνούσε έξω από την έρημη στοά με εγκαταλελειμμένα, κλειστά πια μαγαζιά, ο Μένιος, σαν από καιρό, σαν να ήξερε και να το είχε φυσικά ξανακάνει αναστατώθηκε πρωτόγνωρα και παραδόθηκε σε αυτή την πράξη με υπέρτατη για αυτόν ηδονή. Αυτό τον ανησύχησε. Δε σήκωσε και καλά να δει τον άνθρωπο, αλλά έφυγε πνιγμένος στη ντροπή. Το βράδυ δεν έπαψε να το σκέφτεται με κάθε λεπτομέρεια και να ξεσηκώνεται κάθε φορά.


Αυτό ήθελε! Τέρμα! Τι ζωή είναι αυτή αν δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος; Οι συναντήσεις με τη Μαρία για ανεξήγητους λόγους αραίωσαν, προφασιζόταν διάφορους λόγους, όπως διάβασμα, αδιαθεσίες και αυτός άρχισε να κυκλοφορεί και να ψάχνεται. Σε ένα πάρτι κάποιου συμμαθητή από το φροντιστήριο είδε ένα αγόρι και το κοίταζε με επιμονή. Τον έβλεπε και εκείνος και κάποια στιγμή βρέθηκαν δίπλα, ο άλλος δήθεν τον άγγιξε, ο Μένιος ευθύς αναστατώθηκε, τον κοίταξε αμέσως με μάτια υγρά που εκλιπαρούσαν, για να καταλήξουν αμέσως σε μια κρεβατοκάμαρα, να έχουν κλειδώσει την πόρτα και να επιδίδονται σε ξέφρενο, ανήλεο, ατελείωτο έρωτα χωρίς να υπολογίζουν ότι ίσως κάποιοι να θέλουν να μπουν στο δωμάτιο ή ότι ίσως να ακούγονται οι φωνές τους ή ότι είχαν ξεσηκώσει τα πάντα στο ξένο σπίτι και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο Μένιος γνώρισε έναν άλλον έρωτα που τον έκανε να αισθανθεί πιο πολύ γυναίκα, που ο άλλος ήταν κυρίαρχος και καθόριζε πόσο θα τον πονά ή θα τον χαϊδολογά, δεν ενθουσιάστηκε όταν ο πρόσκαιρος σύντροφός του τού ζήτησε να κάνει το ίδιο αυτός για εκείνον. Λάτρευε αυτή την παθητική θέση, τη γυναικεία στάση και ενθουσιαζόταν που ο άλλος δεν είχε πρόβλημα που ήταν άντρας και σκεφτόταν έτσι. Αυτός ο άλλος ήταν μεγαλύτερος και ξάδελφος του οικοδεσπότη. Ξανασυναντήθηκαν κάμποσες φορές σε διάφορα μέρη, σε ξενοδοχεία, στο αυτοκίνητο, σε μια παραλία και ο Μένιος ζούσε επιτέλους τον έρωτα. Τον είχε συνεπάρει η ορμή και το πάθος της στιγμής.


Η Μαρία επέμενε και με μηνύματα και κατά διαστήματα εμφανιζόταν. Κάποια φορά τον κάλεσε στο σπίτι, υποτίθεται μαζί με άλλους, όμως είχε στόχο επιτέλους να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Εν τέλει ήταν μόνοι ο δύο τους. Του είπε ότι τον σκέφτεται και δεν καταλαβαίνει γιατί την αποφεύγει. Τον χάιδευε και τον φίλαγε και εκεί που τον είχε πια στριμώξει στον καναπέ και ο Μένιος άρχισε να δυσφορεί της το ξεφούρνισε. «Μου αρέσουν οι άνδρες και σχεδόν ζηλεύω που δεν είμαι γυναίκα για να βρίσκομαι μαζί τους, όπως μόνο εσείς μπορείτε!» Εκείνη ένιωσε ξαφνικά να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η πρώτη της σχέση, αυτός, τον οποίο είχε φανταστεί να είναι ο πρώτος της εραστής, που τον είχε ερωτευτεί και ποθήσει τόσο, αυτός να είναι ομοφυλόφιλος. Έπεσε σε κατάθλιψη και δεν έβγαινε από το δωμάτιό της, πλάνταξε στο κλάμα και σαν γνήσια μικροαστή κόρη, βρήκε τη μάνα της να τα ξεράσει όλα. Ρεζίλι στη γειτονιά ο Μένιος! Ο κίναιδος, ο ανώμαλος, που εκμεταλλεύτηκε το κοριτσάκι της και το εξέθεσε! Εκεί που την ανέβαζε και την κατέβαζε πουτάνα, που ήθελε να βγαίνει με αγόρια και συγκεκριμένα με το Μένιο, ξαφνικά, βρήκε την ευκαιρία να κάνει τη ζωή της απογευματινή, τηλεοπτική σειρά.

Έτσι για ένα διάστημα απέκτησε αξία η κατά τα άλλα επίπεδη ζωή της αφανισμένης από την καθημερινότητα και τις δυσκολίες κυρά Πόπης. Το σούσουρο, που προκλήθηκε σε εκείνη τη γειτονιά της Κυψέλης, έφτασε στα αυτιά της καταπιεστικής, μοναρχικής μάνας του Μένιου. Από μικρό που ήταν, κάτι είχε υποψιαστεί η Φρόσω και τον έστειλε στο κατηχητικό. Ήταν και εκείνη θεούσα, ήταν και τα οικονομικά λιγοστά, έτσι αντί να τον στείλει να κάνει μαθήματα πυγμαχίας ή έστω μπάσκετ ή να τον παροτρύνει να τρέχει στις αλάνες με τους συμμαθητές του να παίζει ποδόσφαιρο, εκείνη τον εναπόθεσε στη φροντίδα του Θεού. Ας γινόταν ό,τι ήθελε ο Κύριος!


Μετά το συμβάν αυτό όμως, του έκανε τη ζωή αβίωτη. Ήταν που ήταν ελεγκτική σε όλους μέσα στο σπίτι, έχοντας οδηγήσει τον άντρα της σε παραπληγία μετά το εγκεφαλικό, την κόρη της να τριγυρνά σαν τσουλάκι με τον έναν και τον άλλον και το μοναχογιό της, να ψάχνει εραστή να του συμπεριφέρεται σαν γυναίκα. Ο Μένιος πια δεν είχε που να σταθεί, μετά τη δημόσια κατακραυγή. Ένιωθε ότι όλοι τον κοίταζαν με απέχθεια και κατάκριση και τον δακτυλόδειχναν. Κατάφερε ο Μενέλαος να ξεσηκώσει το μένος του λαού.


Μετακόμισε στον Αγ. Δημήτριο και νοίκιασε ένα πενιχρό διαμέρισμα για να κρυφτεί. Ζούσε από τον μισθωμένο έρωτα και κανένα θέλημα που έκανε από εδώ και από εκεί ως Μενέλαος, ντυμένος με παντελόνια και έπαιρνε κανένα χαρτζιλίκι.
Εκείνος ωστόσο κάθε μέρα κοιτιόταν στον καθρέφτη και έβλεπε το στήθος του, που δεν είχε μαστούς και τράβαγε ό,τι είχε για να ερεθιστεί και ένιωθε ότι τον έπαιρνε ένας άντρας και κοιμόταν με αυτή την προσμονή, όταν δεν έκανε πιάτσα στη Σόλωνος ντυμένος πανέμορφη, καθώς νόμιζε, και ολοκληρωμένη γυναίκα με μια πρόστυχη ομορφιά, που αναδυόταν από τη βίαιη επέμβαση στη φύση του. Αποτριχώσεις, επιθέματα, φρύδια φτιαγμένα, μεγάλες βλεφαρίδες, χείλη με έντονο μακιγιάζ. Το βλέμμα της, όταν πια μεταμορφωνόταν σε γυναίκα ήταν διαφορετικό και αυτό με τον καιρό, άρχισε να επικρατεί και τις λίγες ώρες που δεν ήταν γυναίκα, γιατί εντελώς άνδρας δε ξαναέγινε από κάποια στιγμή και μετά. Ο δρ Τζέκυλ, εξαφανιζόταν σιγά σιγά πίσω από τον κ. Χάιντ.


Τρελαινόταν να ψωνίζει προϊόντα μακιγιάζ, γυναικεία ρούχα και εσώρουχα, μα πιο πολύ απ΄όλα λάτρευε τα γυναικεία ψηλοτάκουνα παπούτσια. Ψώνιζε ψηλές γόβες σε διάφορα χρώματα, κόκκινο, λευκό, χρυσό, κάτι υπέροχες μπότες κατακόκκινες πανύψηλες, με κορδόνια και κρόσσια. Όταν ανέβαινε σε αυτές, λες και μεταμορφωνόταν μεμιάς σε εξωτική, μεταλλαγμένη αμαζόνα.


Μετονομάστηκε Μάρθα. – « Με λένε Μάρθα !» συνήθιζε να λέει στα παράθυρα των αυτοκινήτων, ενώ οι άλλες μίλαγαν με τρόπο άμεσο, πεζό, ως αισχρό φτάνοντας απευθείας στο ζητούμενο. Δεν της φέρονταν καλά όλοι οι εφήμεροι εραστές της. Κάποιοι την χτύπαγαν κιόλας ή την έβριζαν την ώρα της πράξης, ξεφωνίζοντας το δικό τους πρόβλημα. Όλοι ήξεραν ότι ήταν μεταμφιεσμένη γυναίκα, ότι ήταν μια δυστυχισμένη γυναίκα εγκλωβισμένη σε ένα λάθος σώμα. Εκείνη κάθε φορά ένιωθε και πιο άδεια και ολότελα μόνη. Κάποιοι φτιάχνονταν από αυτό που ήταν και άλλοι ήθελαν να τη τιμωρήσουν γι'αυτό που ήταν. Ήθελε τόσο να ερωτευτεί και να την αγαπήσει κάποιος, όπως ακριβώς ήταν. Φορές φορές ένιωθε ένα κτήνος της φύσης, ένα λάθος. Μετά ξύπναγε μέσα το δικαίωμα για επιβίωση και απαιτούσε το μερίδιό του. Ένιωθε όλον τον κόσμο απέναντί του. Και τι θα πει αυτό; Έτσι του συμβαίνει τι θα πρέπει να κάνει ; Ή να βγάλει βυζιά με φυσικό τρόπο ή να χαρεί τη φάση όπως έχει τώρα. Μία και μοναδική είναι η ζωή για τον καθένα! Θα το χαρεί, γιατί να σταυρώνεται καθημερινά;


Κάποια φορά σε ένα μπαρ της παραλιακής νόμισε ότι το έζησε. Την κοίταζε επίμονα και εκείνης της άρεσε. Αυτός μηχανικός, παντρεμένος, χωρισμένος με δύο παιδιά. Ήταν η εποχή που η Μάρθα μάθαινε pole dancing. Θα δούλευε σε μαγαζί με τέτοιο θέαμα για άντρες και θα κέρδιζε και καλά λεφτά. Την φλέρταρε και εκείνη δεν ήταν σίγουρη ότι αυτός είχε καταλάβει τι είδους γυναίκα ήταν. Ένιωθε ωστόσο υπέροχα! Ο Πανάγος τη ταξίδευε με τα λόγια του και πολύ περισσότερο με το άγγιγμά του. Όταν την έσυρε στο σπίτι του, φοβήθηκε πως θα του το φέρει, να μην μοιάσει με ανέκδοτο. Εκείνος όταν το εξακρίβωσε αυτό το οποίο ήδη υποπτευόταν, ένιωσε μια βαθιά ηδονή, σαν να το περίμενε καιρό, σαν αυτό να ήθελε όλη του τη ζωή, χωρίς λογοκρισία επιτέλους, έτσι. Η Μάρθα δεν είχε λεφτά, αλλά και δεν ήθελε κιόλας να εγχειριστεί. Ήθελε να είναι ο Μένιος, στο σώμα της γυναίκας που θα τον κυοφορεί από εδώ και μπρος στις πιο προσωπικές του, ερωτικές και μοναδικές στιγμές. Με τον Πανάγο έζησε την προσωπική σχέση, τον υπέρτατο έρωτα. Σπάνιο για τέτοιες περιπτώσεις. Τα οικονομικά του ήταν άθλια, ήταν όμως πιστός και δεν κυκλοφορούσε τα βράδια, μόνο τελειοποιούσε τα μαθήματα pole dancing, που τόσο του άρεσε. Είχε παρόλα αυτά άσβεστη μέσα της και εκείνη την εσωτερική επιθυμία να χορέψει για άλλους, να δει πολλούς άνδρες να ερεθίζονται με το χορό της και εκείνη σαν μαέστρος να διευθύνει την έντασή τους και τον πόθο τους.


Είδε και έπαθε να πείσει τον Πανάγο το κάνει τα μαθήματα, με την προϋπόθεση - υπόσχεση ότι αυτά τα τερτίπια, όπως του άρεσε να τα λέει, θα τα έκανε μόνο για εκείνον αποκλειστικά!


Πέρασε έτσι κανένας χρόνος και όλοι κάπου επιδείκνυαν τις ακροβασίες τους πάνω στο στύλο. Η Μάρθα, πουθενά. Κάποιες συμμαθήτριές της, σαν και αυτή την παρέσυραν, το έλεγε κιόλας το φυλλοκάρδι της και άρχισε να κάνει κρυφά από τον Πανάγο τα βράδια, κάτι νούμερα σε ένα μαγαζί της παραλιακής. Όσο το έκανε, τόσο της άρεσε, έτσι που έβλεπε τα θολά μάτια των ανδρών, να διαστέλλονται, σα να βλέπουν αγώνα πυγμαχίας, ενώ παράλληλα τους έτρεχαν τα σάλια και είχαν παντελόνια φουσκωμένα με τα φερμουάρ, έτοιμα να σπάσουν. Αυτό από μόνο του την ερέθιζε τρομερά.
Δικαιολογούνταν κάπως στον Πανάγο για την απουσία της εκείνα τα βράδια, έλα όμως που κάποιος καλοθελητής του το σφύριξε και ξάφνου στο κοινό της βλέπει τον Πανάγο έτοιμο να τη φάει όχι από λαγνεία, αλλά από ασυγκράτητο θυμό και άμετρη ζήλεια. Από τα μαλλιά την έσυρε μέχρι το αμάξι για να σταματήσει πιο κάτω και να τη σαπίσει στο ξύλο. «Πάρε νάχεις αντρική Πουτάνα! Μόνο να ξεσκίζεσαι θέλεις με τον οποιοδήποτε! Εγώ φταίω που σε εμπιστεύτηκα, καριόλα, πουτάνας γιε!» Έτσι τα έλεγε όλα τα γένη μαζί. «Αντρογύναιο!»


Ούτε και ξέρει πως πήγε μέχρι το νοσοκομείο. Τον μάζεψε ασθενοφόρο. Ποτέ δεν έμαθε αν είχε ειδοποιήσει ο Πανάγος ή κάποιος περαστικός, που φοβήθηκε να σταματήσει. Κάτι πλευρά σπασμένα, μώλωπες παντού, τον κράτησαν ευτυχώς λίγο στο νοσοκομείο, γιατί πια δεν είχε και μία. Μετά βγήκε, επέστρεψε στο χαμόσπιτό του και για λίγο κρύφτηκε, προσπαθώντας από κάπου να πιαστεί. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τα παιχνίδια με τα ρούχα της Αλεξάνδρας, τους γονείς του, όχι τόσο συνηθισμένοι όπως άλλοι των συμμαθητών του, που αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν στα γενέθλια των παιδιών. Οι δικοί του ήταν ένας κακόμοιρος, άβουλος πατέρας και μια μάνα Βεληγκέκας. Θυμάται μικρός, πήγαινε, δεν πήγαινε ακόμα σχολείο, μια φορά βράδυ, να έχει ξυπνήσει από εφιάλτη και πηγαίνοντας στη κουζίνα να πιει νερό κρυφοκοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του και την είδε καβάλα στον πατέρα του, αυτός μπρούμυτα και εκείνη καβαλάρης. Κάπως του φάνηκε αυτό και το σκεφτόταν για μέρες. Νόμιζε ότι το είχε ξεχάσει και να τώρα μές στο σκοτάδι της μοναξιάς του, του ξανάρθε.


Κάποια μέρα είδε το φως του ήλιου να περνά από τις γρίλιες και σκέφτηκε ότι όλα όσα έχει ζήσει ήταν για καλό. Τι θα έκανε αυτή με έναν παντρεμένο άντρα με δύο παιδιά, δεν την παίρνει να μπαίνει σε σχέσεις και αυτό με τον Πανάγο είχε πια γίνει σχέση. Σχεδόν έμεναν μαζί. Όχι κάθε μέρα, αλλά αυτός ερχόταν οπωσδήποτε τις τέσσερεις μέρες της εβδομάδας. Τις άλλες τις πέρναγε με τα παιδιά του. Αυτή σχεδόν τον περιποιούνταν, τον έπλενε και τον σιδέρωνε και εκείνος τη στήριζε οικονομικά και με την παρουσία του.


Βαρύ το τίμημα. Στέρηση ελευθερίας και ισοπέδωση. Καλύτερα έτσι. Χωρίς έλεγχο και καταπίεση. Εκείνη ήθελε να είναι ανάφτρα, για όσο ακόμα θα μπορούσε, γιατί μεγάλωνε κιόλας.


Η άλλη του φύση τον επανέφερε στην επιβίωση και έψαξε και βρήκε μια δουλειά οδοκαθαριστή στη γειτονιά του και τα βράδια τραβιόταν κλασικά στη Σόλωνος. Τα δε σαββατοκύριακα στο παραλιακό μαγαζί για pole dancing. Ήταν νέος ακόμα μόλις τριάντα οκτώ χρονών. Εμφανίσιμος ακόμα και διαστροφικά γοητευτική γυναίκα.


Έτσι ήταν για χρόνια η ζωή του, μέσα στο σκοτάδι της λαγνείας, με διάφορους και αδιάφορους εραστές, συνέχεια για την πρωινή δουλειά και μετά ύπνος για να αντέξει το βράδυ. Δύσκολη ζωή! Έγραψε τα χιλιόμετρά του ο χρόνος πάνω του, μαζί και οι παραξενιές του καθένα, που άλλοτε τον φόβιζαν, τον απειλούσαν, άλλοτε τον εξαγρίωναν, άλλοτε τον έκαναν να τον λυπάται τον άλλον. Έγινε μια αρσενική Λολίτα και ξεπέρασε σε εμπειρίες εκείνη του Ναμπόκοφ, τη Νανά του Ζολά και άλλες γνωστές και άγνωστες. Όλα καταγράφηκαν πάνω στο κορμί του και το πρόσωπό της.


Δεν είχε ποτέ πολλά πολλά με τη γειτονιά. Δεν ήθελε να ξέρει για να μην μάθουν και εκείνοι. Του είχε γίνει μάθημα η κατακραυγή του παρελθόντος. Τώρα και να ξέρουν , δεν τους δίνει τουλάχιστον το δικαίωμα να τον σχολιάζουν.
Μέσα στα χρόνια, δεν πήρε ποτέ ουσίες, έπινε λίγο κρασί αυτό μόνο. Του προτείνανε τα πάντα από τσιγαριλίκι, μέχρι κόκα και άλλες παραισθησιογόνες ουσίες. Εκείνος τίποτα. Ήταν πάντα καθαρός. Η μοναξιά του, του ροκάνιζε το μυαλό τις λίγες ώρες που του έμεναν για να πίνει έναν ελληνικό σκέτο πάντα, στο βεραντάκι του με θέα την αυλή ενός εργοστασίου κονσερβοποιίας. Εκεί άρχισε να κολλά με τις γάτες. Νάσου το γατομάνι να κυνηγιούνται, να παίζουν, να μαλώνουν και εκείνος τα χάζευε. Δεν είχε φίλους, δεν είχε συνεργάτες, δεν είχε σύντροφο, είχε μόνο εραστές, που τον άφηναν πολλές φορές πιο μονάχο και γυμνό από πριν. Όταν είχε φαγάκι περισσευούμενο το κατέβαζε και εκείνα έκαναν πανηγύρι με την παραμικρή νοστιμιά. Η ζωή του λες και αποκτούσε και μια άλλη διάσταση που της έλειπε, αυτή της τρυφερότητας, του να προσφέρει αφιλοκερδώς κάποιος σε κάποιον και αυτό να τον καθιστά πιο πλούσιο και ολοκληρωμένο. Κάτω από το βεραντάκι τους έβαλε και ένα παλιό ροζ μαξιλάρι, σαν τα παλιά του ροζ όνειρα, τότε που φανταζόταν τον εαυτό του γυναίκα ευτυχισμένη δίπλα σε έναν άντρα που την λάτρευε.


Αυτό πια δε θα συνέβαινε το ήξερε και παράλληλα μεγάλωνε κιόλας. Κανείς δεν τον αναζήτησε από την οικογένειά του. Εκείνος έμαθε ότι ο πατέρας του πέθανε, η μάνα με ψυχοφάρμακα και η αδελφή του γνώρισε κάποιον πλούσιο αδαμαντοθήρα στην Αφρική και τον παντρεύτηκε. Εκείνος, μόνος, περήφανος να κυνηγά τη χίμαιρά του και να ψάχνει αυτό που να τον κάνει να νιώσει ότι είναι από φυσικού του γυναίκα. Εξάλλου το τραγουδάκι αυτό τον συνόδευε πολλά πρωινά, ειδικά παλιότερα, μαζί με τον κουβά τη σκούπα και το φαράσι. Έτσι να το σιγοτραγουδά σαν προσευχή μιμούμενος την Αρίθα Φράνκλιν, « you make me feel like a natural woman».


Κάποιες φορές ντυμένος άντρας ή άλλοτε ντυμένος γυναίκα μπήκε και στην εκκλησία. Δε ξέρει γιατί. Αναβίωσε η μνήμη, τότε με το κατηχητικό, που ήταν παπαδοπαίδι; Ποιος ξέρει ; Δεν ήξερε ωστόσο τι προσευχή να κάνει. Μπήκε και απόλαυσε την ηρεμία, το γαλήνιο φως και δεν μπορούσε να προσευχηθεί. Είχε κάνει πολλά! Δεν έκανε όμως κακό σε κανέναν, άφησε κιόλας πολλούς να ξεσπάσουν τον θυμό τους πάνω στο δικό του σώμα και στη δική του ψυχή, γλιτώνοντας έτσι κάποιους άλλους. Περνώντας η ηλικία ερχόταν κοντά στην ασφάλεια των παιδικών χρόνων ή σε αυτό ου νόμιζε ασφάλεια τότε. Ενστικτώδης κίνηση φόβου και επιβίωσης.


Συνέβη και εκείνο το άλλο τότε που ετοιμαζόταν να βγει για τη βραδινή του «βόλτα», ντυμένος πια πιο σοβαρά, και με χαμηλότερες πια γόβες, γιατί είχε μεγαλώσει και βαρύνει κάπως εσωτερικά, είχε αφήσει και τους χορούς στους στύλους, πάντα όμως με ένα έντονο μακιγιάζ και κατακόκκινα χείλια, που του την είχαν στημένη κάτι καλόπαιδα της γειτονιάς, που πολλά είχαν ακούσει γι΄αυτόν και αφού τον περιέπαιξαν για λίγο με σπρωξίματα και βρισιές, τον πλάκωσαν στο ξύλο και τον άφησαν εκεί στο δρόμο με σκισμένα ρούχα, λερωμένο να κλαίει σαν γυναικούλα. – « Τέτοια είσαι! Μια χαμούρα! Ου να μου χαθείς!» της φώναξε ο τελευταίος. Της απευθύνθηκαν σαν σε γυναίκα! Για δες ειρωνεία! Να σε χτυπούν γι΄αυτή την «τερατώδη» φύση σου, αλλά τελικά ο θύτης να σε αναγνωρίζει γι΄αυτό που τελικά είσαι ! Μια γυναίκα! Σκέφτηκε μετά από κάποιες ώρες στο αναρρωτήριο του νοσοκομείου. Εκείνος δεν είχε χτυπήσει ποτέ κανέναν, ήταν μια ευάλωτη, θηλυκή φυσιογνωμία, θα έλεγε κάποιος.


Κλείστηκε στο καβούκι του. Φοβήθηκε και άρχισε ν' ανοίγεται πιο πολύ στον κόσμο. Έλεγε και τις καλημέρες του τώρα στη γειτονιά και φρόντιζε να μην προκαλεί. Έπεφτε σιγά σιγά σε κατάθλιψη. Έπαιρνε τα αντικαταθλιπτικά του και τάιζε πια επιμελώς τα γατάκια της γειτονιάς. Εξακολουθούσε να δουλεύει στον καθαρισμό των δρόμων το πρωί, ντυμένος με εκείνη την πορτοκαλί φόρμα κάτι μεταξύ άντρα και γυναίκας, με ένα κοίταγμα όμως προκλητικό, πολλά υποσχόμενο και με πολλές ιστορίες φορτωμένο. Από το απόγευμα και μετά τον βλέπεις να κυκλοφορεί με μια περίεργη ρόμπα και ένα φακιόλι στα μαλλιά, κανείς δεν ξέρει αν είναι άντρας ή γυναίκα και να ταΐζει επιμελώς τα γατάκια του, εκεί στον δρόμο. Είχε κάπως μεγαλώσει κιόλας , αλλά και αυτός ο χρόνος έκανε άλλες διαδρομές στο δικό του πρόσωπο. Όταν ντύνονταν άνδρας, κυρίως στην εκκλησία, φόραγε ένα παντελόνι τραβηγμένο ψηλά στη μέση με ζώνη πάντα και από μέσα μια μπλούζα μάλλινη τον χειμώνα και βαμβακερή το καλοκαίρι. Πάντα όμως μέσα από το παντελόνι. Το απόγευμα τον έβλεπα στη γειτονιά να φορά εκείνη τη ρόμπα του και το σκουφί στα μαλλιά και να βγαίνει να ταΐζει τα γατάκια του. Χαιρόμουν να του πιάνω την κουβέντα και να την επαινώ για την προστασία του σε αυτά τα τόσο ανυπεράσπιστα πλάσματα.


Άλλοτε έβγαινε να ψαρέψει εραστές ή να ανάψει με το χορό του τους θαμώνες ενός μπαρ και τώρα βλέποντας το τέλος πιο κοντά, επιζητά την ηρεμία και τη συντροφιά σε αυτά τα γατάκια του δρόμου, που άλλοτε είναι έξι, άλλοτε πέντε, άλλοτε λιγότερα. Πατημένα από τις ρόδες των αυτοκινήτων, τα θρηνεί, τα θάβει και συνεχίζει σαν από τάμα να τα φροντίζει, όχι πάντα τα ίδια, όποια είχε κάθε φορά η γειτονιά και για όσο τα είχε. Μα τι σημασία θα είχε όλα ίδια δεν είναι ; Στη φάση αυτή του ταΐσματος, έμοιαζε όντως σαν φυσική γυναίκα. Έγινε πια αυτό που ήθελε , πολύ μακριά από το πρότυπο που είχε στο μυαλό του. Τώρα ήταν πια η κυρά Μάρθα για κάποιους και η γειτονιά, άρχισε να τη φωνάζει με το όνομά της.


Ο Μένιος είχε γίνει πια κυρά Μάρθα ! Έτσι ήταν πάντα, όσο και να τον καταπίεζε η αντρική του φύση. Τι και αν ουρεί όρθιος η κυρά Μάρθα, είναι μια μοναχική γυναίκα που κατοικεί χωρίς σύντροφο και παιδιά και φροντίζει τα γατάκια της γειτονιάς.


Εκεί που τον άκουγα να σιγομουρμουρίζει το τραγούδι της Αρίθα Φράκλιν, τώρα τον ακούω να λέει «Ιησούς Χριστός Νικά και όλα τα Κακά Σκορπά» και άλλες προσευχές ξανά και ξανά στο δρόμο, παντού για να αντλεί δύναμη, να αισθάνεται μια προστασία, χωρίς απειλή, ένα καταφύγιο, μια αγκαλιά, που δε θα υποκύπτει σε συμβάσεις, και είναι πάνω από σταθερές φύλου, ηλικίας, πεποιθήσεων ή έτσι τουλάχιστον είχε μάθει να πιστεύει από την παιδική του ηλικία. Ξέθαψε και εκείνο το μικρό εικόνισμα που πήρε μέσα στον πανικό του, πριν σαράντα χρόνια από το πατρικό του και προσεύχεται κάθε βράδυ να συγχωρεθεί το λάθος, που του στοίχησε τόση ευτυχία και δυστυχία συνάμα.

Στη περίπτωσή της λίγα πράγματα μπορεί να αλλάξουν πια! Η μεγαλύτερη πορεία έχει ήδη γίνει. Έτσι θα είναι η ζωή της από εδώ και στο εξής. Γεμάτη μνήμες και αποδοχή. Αυτό είναι για εκείνην όμως ένα είδος ευτυχίας και πληρότητας.



Θεατρολόγος- Εκπαιδευτικός

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ